Ο πρώτος που έριξε την ιδέα στο τραπέζι (στις αρχές Απριλίου) ήταν ο Κλάουντιο Ρανιέρι, σήμερα προπονητής της Σαμπντόρια. Ακόμη και οι Αγγλοι, που «σιχαίνονται» τις αλλαγές στους κανονισμούς, δεν εξέφρασαν αντιρρήσεις. Αλλωστε, ήταν πολύ λογικό να υπάρξει κάποια μέριμνα για τους ποδοσφαιριστές που, έπειτα από δύο τρεις μήνες πλήρους απραξίας, θα κληθούν να επιστρέψουν στα γήπεδα, κατακαλόκαιρο, ώστε να ολοκληρωθεί η σεζόν που διέκοψε βιαίως ο κορονοϊός.
Το απόγευμα της Πέμπτης (7/5) το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο (International Football Association Board), που είναι αρμόδιο για τους κανόνες του παιχνιδιού, αποφάσισε να επιτρέψει στις ομάδες να αντικαθιστούν σε κάθε τους αγώνα έως και πέντε παίκτες τους (αντί για τρεις), σε όσες διοργανώσεις θα έχουν λήξει μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του 2020. Είτε αυτές
βρίσκονται σε εξέλιξη, είτε πρόκειται να αρχίσουν (ή να επαναρχίσουν) προσεχώς.
Κάθε ομάδα θα έχει τρεις ευκαιρίες -το πολύ- στη διάρκεια μιας αναμέτρησης, προκειμένου να εξαντλήσει τις αλλαγές της. Μπορεί να πραγματοποιήσει κάποιες από αυτές και στην ανάπαυλα των δύο ημιχρόνων. Ο περιορισμός τέθηκε για να μην υπάρξουν επιπλέον καθυστερήσεις στο παιχνίδι (τρεις διακοπές για κάθε ομάδα προέβλεπε και ο παλιός κανονισμός). Οι αλλαγές που δεν χρησιμοποιήθηκαν στα 90′, θα μεταφέρονται στην παράταση (όπου υπάρχει). Κι αν η διοργάνωση επέτρεπε, ήδη, μία επιπλέον αλλαγή στην παράταση, οι ομάδες θα μπορούν να την κάνουν κι αυτή (δηλαδή, έξι στο σύνολο) πριν από την έναρξή της, ή στο ημίχρονό της.
Σε πρώτη ανάγνωση, η νέα συνθήκη δεν συνιστά κάποια σοβαρή μεταβολή. Προσφέρει στους προπονητές τη δυνατότητα να ξεκουράσουν δύο παίκτες παραπάνω. Αλλά, αν το καλοσκεφτείς, έχει δίκιο η Marca, που στην ηλεκτρονική της έκδοση δημοσίευσε το σχετικό ρεπορτάζ υπό τον τίτλο «το ποδόσφαιρο αλλάζει». Διότι υπάρχουν και παράπλευρες συνέπειες, που θα επηρεάσουν σημαντικές παραμέτρους του παιχνιδιού.
Πρώτα απ’ όλα, οι έξτρα αλλαγές θα ευνοήσουν τους πιο ισχυρούς συλλόγους: αυτούς που διαθέτουν καλύτερους αναπληρωματικούς παίκτες από ό,τι οι αντίπαλοί τους. Οσο περισσότερους ποδοσφαιριστές αντικαθιστά μια ομάδα που δεν έχει μεγάλο «βάθος» στον πάγκο της, τόσο πιο πολύ χάνει σε ποιότητα. Κερδισμένες θα βγουν, επίσης, όσες παίζουν σκληρά (ή και αντιαθλητικά). Θα φοβούνται λιγότερο την κίτρινη κάρτα του διαιτητή, αφού ο προπονητής τους θα έχει δύο ευκαιρίες επιπλέον να προστατέψει από την αποβολή εκείνους που παρατηρήθηκαν για επικίνδυνο μαρκάρισμα, αποσύροντάς τους από το ματς.
Ο νέος κανονισμός θα αρέσει πολύ και στις «πριμαντόνες» των συλλόγων: στους παίκτες που, όταν είναι διαθέσιμοι, δεν λείπουν ποτέ από την αρχική ενδεκάδα. Διότι στο εξής, χάρη στην άνεση που θα του δίνουν οι πέντε αλλαγές, ο προπονητής θα τους περιλαμβάνει στη 18άδα ακόμη κι αν προέρχονται από τραυματισμό, και δεν είναι έτοιμοι να αγωνιστούν σε ολόκληρο το παιχνίδι. Θα του είναι πιο εύκολο να ξοδέψει για πάρτη τους μια από τις αλλαγές του, έστω κι αν σκοπεύει να τους χρησιμοποιήσει μόνο για 30 λεπτά.
Μα, πάνω απ’ όλα, η δυνατότητα για δύο επιπλέον αλλαγές αναβαθμίζει το ρόλο των προπονητών. Ιδίως εκείνων που δοκιμάζουν πράγματα στη διάρκεια του αγώνα. Επειδή αυξάνει τις παρεμβάσεις τους στο παιχνίδι. Ενας κόουτς μπορεί, πλέον, να αντικαταστήσει τη μισή του ομάδα, εάν βγάλουμε τον γκολκίπερ από την εξίσωση. Να αλλάξει τακτικές και σχήματα, να διορθώσει ό,τι βλέπει πως δεν λειτουργεί σωστά, να αντιμετωπίσει πιο αποτελεσματικά την πραγματικότητα του ματς, εάν αυτή διαψεύδει τα αρχικά του σχέδια. Με τον φόβο ενός πιθανού τραυματισμού, ή της κόπωσης κάποιων παικτών, οι συνετοί προπονητές σπανίως τολμούσαν να κάνουν παραπάνω από μια αλλαγή προτού ο αγώνας φτάσει στο τελευταίο του 15λεπτο. Ενώ τώρα…
Με τις πέντε (ή έξι) αλλαγές θα δούμε «άλλο» ποδόσφαιρο. Κι αν αυτή η καινοτομία, που υπαγορεύτηκε από την ανάγκη, αποδειχθεί θετική για το παιχνίδι, θα παραμείνει κι όταν οι λόγοι που την επέβαλαν θα έχουν, πλέον, παρέλθει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News