Ηταν, ίσως, η μεγαλύτερη έκπληξη στα χρονικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Η Μπαρτσελόνα του Αρτσιμπαλντ, του Σούστερ, του Πίτσι Αλόνσο, του Αλεσάνκο και του Βίκτορ Μουνιόθ, αντιμετώπιζε στον τελικό του 1986 (7 Μαΐου) τη Στεάουα Βουκουρεστίου: μια ομάδα που στις έξι προηγούμενες συμμετοχές της δεν είχε προχωρήσει πέρα από τον πρώτο γύρο της διοργάνωσης. Το ματς γινόταν σε ισπανικό έδαφος (στο «Ραμόν Σάντσεθ Πιθχουάν» της Σεβίλλης), με θεατές που -στη συντριπτική τους πλειονότητα- υποστήριζαν τους «Μπλαουγκράνα». Ολοι πίστευαν πως γνώριζαν τον νικητή προτού, καν, αρχίσει η αναμέτρηση. Αλλά στο ποδόσφαιρο, ποτέ μη λες ποτέ.
Επειτα από 120 λεπτά αγώνα (και παράτασης) το αποτέλεσμα είναι ισόπαλο (0-0). Στη διαδικασία των πέναλτι, που ακολουθεί, συμβαίνει το απίθανο: ο γκολκίπερ της Στεάουα, Χέλμουτ Ντουκαντάμ, αποκρούει και τις τέσσερις εκτελέσεις των αντιπάλων του! Για δεύτερη φορά σε 25 χρόνια οι Καταλανοί «αγγίζουν» την Κούπα, όμως δεν τη σηκώνουν. Κι αν το 1961 την έχασαν από τον μέγα Εουσέμπιο (Μπενφίκα), τώρα δεν υπάρχει παρηγοριά. Αυτός ο θηριώδης (1,90) τερματοφύλακας με το πλούσιο μαλλί και το παχύ μουστάκι, που γκρέμισε τα όνειρά τους, ήταν ο… Κανένας εκείνης της βραδιάς.
Η Στεάουα έγινε η πρώτη ομάδα του (πρώην) ανατολικού μπλοκ, που στέφτηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης. Την επόμενη μέρα ο «ήρωας της Σεβίλλης» ήταν πρωτοσέλιδος, παντού. Φωτογραφίες τον έδειχναν να αποκρούει πέναλτι, να σηκώνει το τρόπαιο με τα τεράστια χέρια του, ή να υπογράφει αυτόγραφα (σε χαρτονομίσματα) για οπαδούς της Σεβίλλης και της Μπέτις, που μισούν την Μπαρτσελόνα. Το επίτευγμα του Ντουκαντάμ έκανε τον γύρο του κόσμου και μπήκε στο Βιβλίο των Ρεκόρ (Γκίνες). Κι όταν επέστρεψε στη χώρα του, έζησε την ίδια αποθέωση με εκείνη που τα προηγούμενα χρόνια απολάμβανε η θρυλική γυμνάστρια, Νάντια Κομανέτσι.
Υστερα, σιωπή. Μόνο θεωρίες, για την τύχη του, που γιγάντωσαν τον μύθο του. Ο 27χρονος τερματοφύλακας εξαφανίστηκε τόσο ξαφνικά, όσο είχε εμφανιστεί στην παγκόσμια ποδοσφαιρική σκηνή. Κάποιοι τον είδαν να οδηγεί μια Mercedes «του κουτιού». Του τη χάρισε, είπαν, ο (τότε) πρόεδρος της Ρεάλ Μαδρίτης, Ραμόν Μεντόσα, για να τον ευχαριστήσει που στέρησε από την Μπαρτσελόνα το βαρύτιμο τρόπαιο. Κάποιοι άλλοι ισχυρίστηκαν ότι το πολυτελές αυτοκίνητο ήταν η προκαταβολή για τη μεταγραφή του σε μεγάλο σύλλογο της Δύσης, η οποία -λέει- θα γινόταν με τη συγκατάθεση του καθεστώτος. Αλλά ο καιρός περνούσε, και ο Ντουκαντάμ παρέμενε άφαντος.
Ακολούθησαν κι άλλα, πιο ακραία σενάρια: «Είχε ένα ατύχημα με αλυσοπρίονο, κι έχασε τα δάχτυλά του». «Τον σκότωσαν οι Τσαουσέσκου, επειδή ζήλεψαν τη δόξα του». Και -το πιο ανόητο- «του έσπασε τα χέρια ο μεγάλος γιος του Τσαουσέσκου, Νίκου, γιατί… αρνήθηκε να του δώσει τη Mercedes του».
Το μυστήριο με τον Ντουκαντάμ λύθηκε πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο κόσμος τον είχε, πια, ξεχάσει. Δύο μήνες μετά τον τελικό της Σεβίλλης, ο Χέλμουτ βρισκόταν σε διακοπές. Ενα πρωί ξύπνησε με έντονους πόνους ψηλά στο δεξί του χέρι. Λίγο μετά τις 6 το απόγευμα της ίδιας μέρας διακομίστηκε, με αεροσκάφος, σε νοσοκομείο του Βουκουρεστίου, όπου ο δικτάτορας της Ρουμανίας του έστειλε τους καλύτερους γιατρούς για να τον εξετάσουν. Η διάγνωση ήταν «θρόμβωση της μασχαλιαίας αρτηρίας, με αυξημένη πιθανότητα ανευρύσματος». Κινδύνευε η ζωή του και ο ακρωτηριασμός ήταν, μάλλον, η μόνη λύση. Ευτυχώς, βγήκε από το πεντάωρο χειρουργείο ζωντανός και με τα χέρια του στη θέση τους. Καταδικασμένος, όμως, να μην ξαναπαίξει μπάλα.
Μαζί με το εξιτήριο του νοσοκομείου τον περίμενε το χαρτί της απόλυσής του από τον ρουμανικό στρατό (αφού για τη Στεάουα ήταν άχρηστος, πια). Επειτα από τρία χρόνια αποχής από τα γήπεδα, ο Ντουκαντάμ επέστρεψε, αλλά σε ομάδα Β’ Κατηγορίας (Βάγκονουλ Αραντ).
Αγωνίστηκε εκεί για δυο σεζόν, χωρίς να κάνει κάτι αξιοσημείωτο, και το 1991 αποσύρθηκε οριστικά, σε ηλικία 32 ετών.
Εργάστηκε ως συνοριοφύλακας κι άνοιξε μια σχολή ποδοσφαίρου, που δεν πήγε καλά, ξεπουλώντας ό,τι είχε και δεν είχε. Μέχρι και το ARO 4Χ4, το παλιό και χρησιμοποιημένο από τον στρατό τζιπ που του είχαν δώσει για πριμ, μαζί με 200 δολάρια. Το απόλυτο όνειρο και ο απόλυτος εφιάλτης «χώρεσαν» στην ίδια ζωή. Σήμερα, ο τελικός του 1986 του φαίνεται σαν ένα ψέμα – δημιούργημα της φαντασίας του. Από αυτά που λέγονται την Πρωταπριλιά, τη μέρα που γεννήθηκε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News