Παρότι δεν αποφάνθηκαν «ακόμα» οριστικώς και αμετακλήτως περί της «αντισυνταγματικότητας» του προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων από ΕΚΤ, εκφράζοντας τις ενστάσεις τους όσον αφορά τη νομιμότητα της αποκαλούμενης ποσοτικής χαλάρωσης (Quantitative Easing) του Μάριο Ντράγκι και δίνοντας διορία τριών μηνών στην ΕΚΤ για να αποδείξει ότι το πρόγραμμα ήταν και αναγκαίο και «αναλογικό», τα μέλη του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας «τοποθέτησαν μια βόμβα κάτω από την έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ενωσης», υποστηρίζει και προειδοποιεί ο Μάρτιν Σαντμπού, επικεφαλής οικονομικός σχολιαστής επί ευρωπαϊκών ζητημάτων των Financial Times.
Κυρίως γιατί απέρριψαν ως ακατάλληλη τη νομική επιχειρηματολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου το οποίο αποφάνθηκε το 2018 πως το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ ήταν σύμφωνο με την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Μιλώντας στη λονδρέζικη εφημερίδα ο Σανίν Βαλέ, συνεργάτης του Γερμανικού Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων υπογράμμισε πως η απόφαση των γερμανών δικαστών «ανοίγει τον δρόμο ούτως ώστε να αρχίσουν και άλλα συνταγματικά δικαστήρια να αμφισβητούν την ευρωπαϊκή έννομη τάξη και τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και σε άλλους τομείς». Ο κ. Βαλέ υπενθύμισε επίσης πως το ζήτημα της εφαρμογής της ευρωπαϊκής νομοθεσίας απασχολεί ήδη τις Βρυξέλλες κυρίως λόγω της στάσης της Πολωνίας και της Ουγγαρίας.
Το ότι η ΕΚΤ δεν θα δυσκολευτεί ιδιαίτερα να αποδείξει πως ενήργησε και αναγκαστικά και αναλογικά κατά τη θέσπιση του προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές (PSPP) θεωρείται σχεδόν σίγουρο. Το αίτημα, ωστόσο, των γερμανών δικαστών θέτει κρίσιμα συνταγματικά ζητήματα όσον αφορά την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας της Ευρωζώνης.
O ιταλός οικονομικός αναλυτής Φερντινάντο Τζουλιάνο υποστηρίζει σε κείμενό του στο Bloomberg πως η σχεδόν ομόφωνη απόφαση των γερμανών δικαστών με τις πορφυρές τηβέννους είναι «διπλά ειρωνική». Γιατί από τότε που συστάθηκε η ΕΚΤ, οι Γερμανοί δεν έχουν σταματήσει να επισημαίνουν πως πρέπει να λειτουργεί ανεπηρέαστη από την πολιτική. Οι Γερμανοί ήθελαν επίσης πάντα, εξηγεί ο ιταλός ειδικός, η ΕΚΤ να περιορίζεται σε μια στενή ερμηνεία της αποστολής της, εστιάζοντας κατά κύριο λόγο (και παραμελώντας άλλα ζητήματα) στον στόχο της διατήρησης του πληθωρισμού κάτω από αλλά κοντά στο 2%.
Το δικαστήριο της Καρλσρούης έκρινε, όμως, πως οι γερμανικοί θεσμοί πρέπει τελικά να παρακολουθούν στενά τις όποιες ενέργειες της ΕΚΤ. Οι Γερμανοί ζήτησαν επίσης από την τράπεζα να αποδείξει ότι όταν αποφάσισε να εφαρμόσει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, έλαβε υπόψη πέρα από τον πληθωρισμό και άλλα οικονομικά και φορολογικά ζητήματα εξαιτίας των οποίων έκρινε αναγκαία την εφαρμογή του. Εαν αυτό δεν συμβεί εντός τριών μηνών η Μπούντεσμπανγκ θα πρέπει να αποχωρήσει από το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων.
Ο Τζουλιάνο θεωρεί πως οι γερμανοί δικαστές αρκεί να διαβάσουν τους δεκάδες λόγους και τις άλλες τόσες εκθέσεις των μελών του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ για να πειστούν ότι έδωσαν το πράσινο φως για την εφαρμογή του προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων, λαμβάνοντας υπόψη, πέρα από τον πληθωρισμό, παραμέτρους όπως τα εισοδήματα, η διανομή πλούτου και η χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ευρωζώνη.
Το να παρουσιάσει κάποιος εκ νέου αυτά τα στοιχεία ενώπιον των γερμανών δικαστών σίγουρα δεν είναι δύσκολο. Στην περίπτωση, ωστόσο, που συμβεί αυτό, θα σημαίνει ότι η ΕΚΤ αποδέχεται τουλάχιστον δύο από τις θέσεις τους, εξέλιξη που δεν αποκλείεται να απειλήσει την εύρυθμη λειτουργία της.
Πρώτον, ότι η γερμανική Δικαιοσύνη έχει το καθήκον να ελέγχει τις όποιες αποφάσεις και ενέργειες της ΕΚΤ. Ετσι, όμως, θα δημιουργηθεί ένα κακό προηγούμενο το οποίο θα σπεύσουν να εκμεταλλευτούν τα δικαστήρια και άλλων κρατών – μελών της ΕΕ, διεκδικώντας το δικαίωμα να προβάλλουν επίσης τις όποιες ενστάσεις τους όσον αφορά τα πεπραγμένα της ΕΚΤ. «Αυτό θα δημιουργούσε έναν νομικό και θεσμικό εφιάλτη, καθιστώντας σχεδόν αδύνατη την ύπαρξη της κεντρικής τράπεζας», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Τζουλιάνο.
Δεύτερον, ότι το κοινοβούλιο και η κυβέρνηση της Γερμανίας έχουν το δικαίωμα να ελέγχουν τις όποιες αποφάσεις και ενέργειες της ΕΚΤ. Δεδομένου, ωστόσο, ότι η ΕΚΤ λογοδοτεί στους ευρωπαίους πολίτες μέσω του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας εκθέτουν λεπτομερώς τις θέσεις και τα επιχειρήματά τους όσον αφορά τις αποφάσεις που λαμβάνουν, δεν υπάρχει κανένας λόγος να εξηγείται η ΕΚΤ ενώπιον και των γερμανών βουλευτών και υπουργών.
Το ότι οι επενδυτές αγωνιούν ιδιαίτερα για το τι μέλλει γενέσθαι είναι σίγουρο. Θεωρητικά η ΕΚΤ μπορεί να συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα δίχως τη συμμετοχή της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η απόφαση των γερμανών δικαστών δεν αφορά – τουλάχιστον επίσημα – το νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης για την αντιμετώπιση του καταστροφικού αντίκτυπου της πανδημίας στις οικονομίες της Ευρωζώνης. Ομως η αποχώρηση της Μπούντεσμπανγκ από το αρχικό πρόγραμμα θα υπονομεύσει την ισχύ της νομισματικής ένωσης ενώ υφίστανται και κάποια ζητήματα όσον αφορά το πακέτο μέτρων που ελήφθησαν ενόψει της πανδημίας.
Ο Τζουλιάνο θεωρεί πως η ΕΚΤ θα μπορέσει και αυτήν την φορά να μπαλώσει τη «θεσμική ατέλεια» της ευρωζώνης, χάρη στην ευελιξία και τη δημιουργικότητά της. Οι εντάσεις, ωστόσο, που προκαλούνται από το γεγονός ότι υπάρχει μια νομισματική ένωση δίχως να υπάρχει ένα ομοσπονδιακό κράτος, θα συνεχιστούν αναπόφευκτα. Η ετυμηγορία των γερμανών δικαστών αποδεικνύει πως το σημερινό πλαίσιο είναι στην καλύτερη περίπτωση δυσλειτουργικό και αυτό συνεπάγεται ότι οι ευρωπαίοι ηγέτες και πολιτικοί πρέπει να αποφασίσουν άμεσα τι είδους Ευρωζώνη θέλουν.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η απόφαση των γερμανών δικαστών ενδέχεται να ανοίξει το δρόμο για τη νομική αμφισβήτηση και του νέου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ που εξήγγειλε η ΕΚΤ για την στήριξη των οικονομιών της Ευρωζώνης εν μέσω πανδημίας ο Φεντερίκο Φουμπίνι της Corriere della Sera θεωρεί πως από την εξέλιξη αυτής της υπόθεσης θα διαπιστωθεί εάν στην Ευρωζώνη σήμερα την πραγματική εξουσία την κατέχουν οι κοινοί ευρωπαϊκοί θεσμοί ή οι θεσμοί της Γερμανίας. Πάντως ο υπουργός Οικονομικών της Βαυαρίας Αλμπερτ Φουράκερ, «εκπρόσωπος του νέου δημοκρατικού γερμανικού εθνικισμού» σύμφωνα με τον ιταλό δημοσιογράφο, χαρακτήρισε την απόφαση «ηχηρό χαστούκι στα μούτρα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News