Ο φίλος μου, ξενοδόχος στον Aγιο Νικόλαο, μου εξήγησε ότι με βάση τους καινούργιους υγειονομικούς κανόνες που ακούει ότι θα ισχύσουν (διότι επίσημες οδηγίες δεν έχει στα χέρια του), η λειτουργία του ξενοδοχείου του θα είναι ασύμφορη. «Αυτή τη στιγμή, κάθε καθαρίστρια έχει την ευθύνη για δεκατέσσερα δωμάτια. Τώρα θα επαρκεί το πολύ για οκτώ, αφού θα πρέπει καθημερινά να κάνει σχολαστική απολύμανση. Πρέπει να διπλασιάσω το προσωπικό καθαριότητας. Δεν με συμφέρει, δεν βγαίνω».
Ο δήμαρχος της περιοχής μου, κυριολεκτικά απελπισμένος, μου εκμυστηρεύτηκε ότι δέχεται αφόρητες πιέσεις από τους μαγαζάτορες εστίασης του δήμου του. «Τους εξήγησα ότι δεν θα πληρώσουν αυτό το καλοκαίρι για τα τραπεζοκαθίσματά τους. Το έδεσαν κόμπο και πήγαν παρακάτω. Οσοι έχουν ελεύθερο δημοτικό χώρο μπροστά στο μαγαζί τους, πλατεία ας πούμε ή φαρδύ πεζοδρόμιο, ζητάνε να τους τον παραχωρήσω για να βάλουν παραπάνω τραπέζια και καρέκλες, μειώνοντας έτσι τη χασούρα από την επιβολή των δύο μέτρων απόστασης ανάμεσα στις παρέες. Οσοι δεν έχουν ελεύθερο χώρο μπροστά στο μαγαζί τους, με πιέζουν να μη δώσω στους τυχερούς που έχουν, διότι το θεωρούν αθέμιτο ανταγωνισμό, με δεδομένη τη μικρότερη πελατεία. Το πρόβλημα είναι ότι οι άτυχοι είναι οι περισσότεροι και οι τυχεροί οι λιγότεροι».
Αγνωστη κυρία με πλησίασε μαθαίνοντας ότι γράφω και μου ανέλυσε την απόλυτη διαφωνία της με την πιθανότητα να ανοίξουν τα δημοτικά σχολεία την 1η Ιουνίου. Εχει τη γριά μητέρα της στο σπίτι και φοβάται ότι ο γιος της θα φέρει τον ιό από το σχολείο, με αποτέλεσμα να κολλήσει τη γιαγιά του και ίσως τη στείλει στον τάφο. Παραλλήλως, όμως, μου εξέφρασε και την έντονη διαφωνία της να μη γίνονται θεατρικές παραστάσεις όλο το καλοκαίρι. Δουλεύει σε ταμείο θεάτρου και φοβάται ότι η οικογένειά της θα πεινάσει.
Οινοποιός με μικρή αλλά επιτυχημένη παραγωγή και με πέντε εργαζομένους, επικοινώνησε μαζί μου για να μου εξηγήσει ότι ο μοναδικός τρόπος να μην κλείσει ολοκληρωτικά τη μονάδα του είναι να αγοράσει το κράτος όλο το κρασί που έχει στις δεξαμενές του. Στην ερώτησή μου τι να το κάνει τόσο κρασί το κράτος, μου απάντησε ότι μπορεί να το μετατρέψει σε αλκοόλη και μετά σε αντισηπτικά. Το κρασί αυτή τη στιγμή έχει μηδενική απορρόφηση. Το ίδιο άκουσα να λένε σ’ ένα κανάλι και κάτι συνεταιριστές από την Κρήτη. Ζητούσαν από το υπουργείο Ανάπτυξης να αγοράσει όλη την αποθηκευμένη τσικουδιά τους.
Είμαι βέβαιος πως όλοι μας έχουμε δυο-τρία αντίστοιχα παραδείγματα γύρω μας. Πιθανότατα, πολλοί από μας ανήκουμε σε εξατομικευμένες υποπεριπτώσεις, που αντικειμενικά αδικούνται από τα καινούργια μέτρα που έχουν ανακοινωθεί ή φοβούνται ότι θα αδικηθούν, ακούγοντας φήμες για όσα πρόκειται να ισχύσουν. Ο καινούργιος κόσμος που βρίσκουμε ανοίγοντας την εξώπορτά μας μετά την καραντίνα, είναι εξόχως απειλητικός. Δεν μας επιτίθενται μόνο ο βήχας, ο πυρετός και ο φόβος της διασωλήνωσης, δίπλα τους έχει ήδη καταφθάσει και η βεβαιότητα ότι ο αυριανός κόσμος δεν είναι λειτουργικός. Και ως μη λειτουργικός, θα μας ξωπετάξει στο περιθώριό του, στο οποίο βασιλεύει η ανέχεια.
Δεν δύναμαι να κατευνάσω τους φόβους κανενός. Μήτε και τον δικό μου, για να είμαι ειλικρινής. Απλώς καταβυθίζομαι στα έγκατα της ιστορίας των ανθρώπινων κοινωνιών, για να αντλήσω παρηγορητικά παραδείγματα. Ούτε αυτή είναι η μεγαλύτερη κρίση που πέρασε ποτέ ο ανθρώπινος πολιτισμός ούτε η γενιά μας ζει τον μέγιστο φόβο της παγκόσμιας Ιστορίας. Υπήρξαν πόλεμοι με 60 εκατομμύρια νεκρούς, υγειονομικές κρίσεις με 20 εκατομμύρια και παγκόσμιες οικονομικές ανατροπές που διέλυσαν ολόκληρες ηπείρους για δεκαετίες. Το Κραχ του 1929 είχε τετρακόσιες αυτοκτονίες την πρώτη του μέρα και η κρίση των πυραύλων της Κούβας έφθασε ως το πάτημα ενός κουμπιού, που αν γινόταν, θα είχε 10 εκατομμύρια νεκρούς τις πρώτες τρεις ώρες.
Προφανώς οι ανατροπές έχουν θύματα. Η κατάργηση της μόδας του καπέλου μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, άφησε άνεργους ένα εκατομμύριο πιλοποιούς σε όλη την υφήλιο. Αλλά πολύ περισσότεροι βρήκαν σιγά σιγά δουλειά στις αυτοκινητοβιομηχανίες που προπολεμικά απασχολούσαν ελάχιστους. Οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν διαλέγουν τη γαλέρα με την οποία περιπλέουν τις θάλασσες της εποχής τους, ούτε έχει νόημα να διατεινόμαστε ότι με άλλο πλεούμενο θα ήμασταν οι καλύτεροι ναυτικοί. Στο καράβι που βρεθήκαμε, πρέπει να αποδείξουμε τη ναυτοσύνη μας. Η Ιστορία δεν λυπάται, επιβραβεύει όμως.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News