Φανταστείτε έναν κόσμο όπου ένας ιός κάνει τα άλλα ζώα μη βρώσιμα. Επειδή, όμως, οι άνθρωποι εξακολουθούν να λαχταρούν τη γεύση του κρέατος, ο κανιβαλισμός κανονικοποιείται. Σε έναν τέτοιο δυστοπικό κόσμο εξελίσσεται το νέο μυθιστόρημα της αργεντινής συγγραφέως Αγουστίνα Μπαζτερίκα «Τρυφερή είναι η Σάρκα».
Το μυθιστόρημα έχει περιγραφεί ως «φρικιαστικό», «ακατάλληλο» και «διεστραμμένο», εξαιτίας των φρικτών περιγραφών του για την γραμμή παραγωγής προϊόντων κρέατος, που σοκάρουν τους αναγνώστες. Κεντρικός ήρωας είναι ο Μάρκο, ο οποίος εργάζεται σε σφαγείο, «μόνο που κανείς δεν το αποκαλεί έτσι», όπως επισημαίνει. Δουλειά του είναι να μετατρέπει τους ανθρώπους σε τρόφιμα, και με τον μισθό του πληρώνει για την ιατρική περίθαλψη του πατέρα του.
Ο Μάρκο θυμάται τη μαζική υστερία κατά τη διάρκεια της πανδημίας των ζώων και τα άρθρα, που επιβεβαίωναν ότι δεν υπήρχε θεραπεία. Τον στοιχειώνουν τραυματικές αναμνήσεις από «ομάδες ανθρώπων με κίτρινες προστατευτικές στολές που καθάριζαν τις γειτονιές τη νύχτα, σκοτώνοντας και καίγοντας κάθε ζώο που συναντούσαν στον δρόμο τους». Είναι ένας κόσμος όπου τα ζώα είναι σπάνια και αντί γι’ αυτά άνθρωποι εκμεταλλεύονται ανθρώπους, χρησιμοποιώντας τους σε εργαστηριακές δοκιμές χωρίς αναισθητικό, κυνηγώντας και σκοτώνοντάς τους για σπορ.
Η υπόθεση του μυθιστορήματος είναι αναμφίβολα προκλητική, γράφει η Ελίζαμπεθ Σούλις Κιμ στην ιστοσελίδα του BBC. Εχοντας μεγαλώσει ως χορτοφάγος μεταξύ σαρκοβόρων, η λονδρέζα δημοσιογράφος βρίσκει μεν εντελώς τρομακτικό τον δυστοπικό κόσμο, που περιγράφει η Μπαζτερίκα στο βιβλίο της, αλλά όχι τόσο σοκαριστικό όσο κάποιοι άλλοι. Σε τελική ανάλυση, ο τρόπος με τον οποίο η φανταστική κοινωνία της τυφλώνεται και αγνοεί τα ανθρώπινα δεινά αντικατοπτρίζει τον τρόπο με τον οποίο η δική μας κοινωνία μπορεί να συμπεριφέρεται σαν τυφλή μπροστά στην πραγματικότητα της θανάτωσης των ζώων. Υπάρχει η ίδια κανονικοποίηση της κατανάλωσης της σάρκας, οι ίδιοι ευφημισμοί γύρω από το προϊόν που καταναλώνεται (για τον καταναλωτή πρόκειται πάντα για λουκάνικα και μπιφτέκια, και όχι για κομμάτια νεκρών χοίρων και αγελάδων), η ίδια εκμετάλλευση του ενός από τον άλλο, ανεξάρτητα από το είδος που εμπλέκεται.
Από μια άλλη άποψη, η υπόθεση του μυθιστορήματος, που σχετίζεται με έναν ιό, μπορεί να αποτελεί ένα είδος τρομερής πρόγνωσης για τους αναγνώστες εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού. Το Covid-19, βέβαια, δεν μπορεί να προκληθεί από την κατανάλωση κρέατος, αν και υπήρξαν εικασίες ότι ο ιός προήλθε από μια «υγρή αγορά» στην πόλη Γουχάν της Κίνας, όπου πωλούνταν άγρια ζώα, ζωντανά και νεκρά, από τα οποία μεταπήδησε σε ανθρώπους.
Η ιστοσελίδα των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων στις ΗΠΑ (CDC) προειδοποιεί, όμως, ότι «τρεις στους τέσσερις νέες ή αναδυόμενες μολυσματικές ασθένειες σε ανθρώπους προέρχονται από ζώα» και η εντατική εκτροφή ζώων έχει συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο πανδημίας. Η πανδημία της Ισπανικής Γρίπης -το 1918 έπληξε το 25-30% του παγκόσμιου πληθυσμού αφήνοντας πίσω της 40 εκατομμύρια νεκρούς- εντοπίστηκε σε μια φάρμα χοίρων στις ΗΠΑ, ενώ το 1986 η σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών (BSE), γνωστή και ως «ασθένεια των τρελών αγελάδων», προκλήθηκε από κτηνοτρόφους στο Ηνωμένο Βασίλειο, που τάιζαν βοοειδή με ζωοτροφές από πτώματα βοοειδών…
Μια επανάσταση στα τρόφιμα
Σε μια εποχή που η χορτοφαγία κερδίζει έδαφος, και από επιλογή ριζοσπαστικού lifestyle γίνεται αποδεκτή από όλο και περισσότερο κόσμο ενώ αγκαλιάστηκε ακόμη και από τη μόδα, η τέχνη μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην αλλαγή στάσης απέναντι σε αυτό, που επιλέγουμε να τρώμε μακροπρόθεσμα. Η ίδια η Μπαζτερίκα σταμάτησε να τρώει κρέας το 2014 αφού παρακολούθησε το «Earthlings», ένα ντοκιμαντέρ του 2005, που δείχνει τους διάφορους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι εκμεταλλεύονται άλλα ζώα, από τη σφαγή ζώων για τροφή έως την ευθανασία των κατοικίδιων ζώων.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
«Χρόνια αργότερα, περνούσα μέσα από ένα κρεοπωλείο στο Μπουένος Άιρες όταν μου συνέβη μια αποκάλυψη. Είδα τα πτώματα. Σκέφτηκα, ότι εδώ στην Αργεντινή τρώμε αγελάδες, χοίρους και κοτόπουλα, αλλά στην Ινδία, δεν τρώνε την αγελάδα γιατί είναι ιερή», λέει η συγγραφέας, «Στην Κίνα, μια φορά το χρόνο κάνουν ένα φεστιβάλ όπου σκοτώνουν σκύλους και τους τρώνε. Έτσι σκέφτηκα: “το κρέας που τρώμε είναι θέμα κουλτούρας, θα μπορούσαμε να τρώμε ο ένας τον άλλον”».
Επιπλέον, ακόμα κι αν εμείς οι άνθρωποι δεν τρώμε κυριολεκτικά ο ένας τον άλλον, λέει η Μπαζτερίκα, «καταναλώνουμε» ο ένας τον άλλον κάθε μέρα σε ένα καπιταλιστικό σύστημα, όπου οι δυνατοί εκμεταλλεύονται τους αδύνατους. Στο μυθιστόρημά της όλες οι μορφές εκμετάλλευσης αλληλοσυνδέονται. Εφόσον βλέπουμε κάποια όντα ως «άλλα», θα τα εκμεταλλευόμαστε. Και θα αποφεύγουμε το ζήτημα με δικαιολογίες και ευφημισμούς ή απλώς με σιωπή.
Θα μπορούσε λοιπόν το μυθιστόρημα της Μπαζτερίκα να επηρεάσει αποτελεσματικά τους αναγνώστες κάνοντάς τους χορτοφάγους ή vegans (αυστηρά χορτοφάγους); Πολλοί τής λένε ότι τους έχει κάνει να αφήσουν το κρέας για πάντα. «Αλλά δεν ήθελα ποτέ να είναι ένα ηθικό βιβλίο», τονίζει ο συγγραφέας στο BBC, «Τα βιβλία που με επηρεάζουν πραγματικά είναι εκείνα που με κάνουν να αμφισβητώ πράγματα, όχι αυτά που μου λένε τι να κάνω. Νομίζω ότι η τέχνη και η λογοτεχνία παίρνουν τον κόσμο και τον δίνουν πίσω με έναν άλλο σκοπό και μια άλλη προοπτική».
«Προσομοιωτής πτήσεων του μυαλού»
Η άποψη της Μπαζτερίκα συμβαδίζει με την έρευνα του Kαναδού γνωστικού ψυχολόγου Κιθ Οτλι, ο οποίος χαρακτήρισε τη μυθοπλασία «προσομοιωτή πτήσεων του μυαλού». Η έρευνα, που δημοσιεύθηκε το 2008, εξέτασε πώς μπορεί να μας επηρεάσει η μυθοπλασία, πέρα από την παροχή ψυχαγωγίας. «Δεν πιστεύω ότι τα έργα τέχνης μπορούν να κάνουν κάποιον να κάνει κάτι», λέει ο Οτλι στο BBC, τονίζοντας ότι «αυτό είναι προπαγάνδα. Αυτό που κάνει η τέχνη είναι ότι επιτρέπει στους ανθρώπους να σκέφτονται πράγματα με τρόπους που δεν είχαν σκεφτεί πριν».
Σύμφωνα με την έρευνα του Οτλι, η μυθοπλασία συχνά αυξάνει την ενσυναίσθηση του αναγνώστη: «Η ανάγνωση λογοτεχνικών έργων επιτρέπει στους ανθρώπους να αλλάξουν μέσα τους, αλλά με τον δικό τους τρόπο, όχι μέσω πειθούς. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι εμπλέκεται κανείς σε μια ιστορία και μπορεί να σκεφτεί “τι θα έκανα εγώ σε αυτήν την περίσταση”;». Μια παρόμοια διαδικασία παρατηρείται επίσης σε άτομα που παρακολουθούν ταινίες, τηλεοπτικές σειρές, διαβάζουν τα νέα και παίζουν βιντεοπαιχνίδια.
Οταν ξεκίνησε, η Μπαζτερίκα δεν είχε σκοπό να γράψει ένα δυστοπικό μυθιστόρημα: «Ήθελα απλώς να γράψω το καλύτερο μυθιστόρημα που μπορούσα να γράψω. Όταν γράφω δεν σκέφτομαι το είδος», λέει. Η δυστοπική πτυχή του βιβλίου της προέκυψε με φυσικό τρόπο, καθώς εξελισσόταν η ιστορία της. Το είδος του δυστοπικού μυθιστορήματος, όμως, είναι ίσως το πιο ικανό να αλλάξει την άποψη των αναγνωστών για τον κόσμο: έχει τη δύναμη να το κάνει επειδή μας οδηγεί σε συγκρίσεις με τον κόσμο μας, ενισχύοντας αυτό που συμβαίνει πραγματικά στην κοινωνία. Ετσι, συχνά όταν μας δίνεται η ευκαιρία να δούμε τι συμβαίνει στον κόσμο μας σε ένα παράξενο νέο πλαίσιο, συνειδητοποιούμε ότι το «φυσιολογικό» δεν είναι πάντα καλό.
Ακόμα και στην Αργεντινή, πάντως, που λατρεύει τις μπριζόλες, η χορτοφαγία έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με μια μελέτη του 2019, υπάρχουν περισσότεροι από τέσσερα εκατομμύρια χορτοφάγοι και vegans στη χώρα των 44,5 εκατ. κατοίκων. Και έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι το βιβλίο της Μπαζτερίκα διαβάζεται πλέον σε σχολεία της Αργεντινής: «Νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό για τους εφήβους να αρχίσουν να αναρωτιούνται για το μοντέλο», λέει η συγγραφέας.
Στο μεταξύ το μυθιστόρημα, που κυκλοφορεί στα αγγλικά με τίτλο «Tender is the Flesh», έχει μεταφραστεί σε οκτώ γλώσσες και η κριτική είναι γενικά πολύ θετική, έστω κι αν όσοι το διάβασαν έχουν συγκλονιστεί. Είναι ένα καλό παράδειγμα «προσομοιωτή πτήσεων του μυαλού» και θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα επηρεάσει τις νέες γενιές αναγνωστών και καταναλωτών.
Διαβάζοντας το μυθιστόρημα, βιώνει κανείς τον απόλυτο τρόμο ενός κόσμου, όπου ο φόνος και ο πόνος είναι ο κανόνας. Ο αναγνώστης διακτινίζεται σε ένα μέλλον, που φτιάξαμε εμείς οι ίδιοι, και στο οποίο έχουμε αφεθεί στις επιθυμίες μας, με αποτέλεσμα όμως να είμαστε πραγματικά μόνοι, γράφει η Ελίζαμπεθ Σούλις Κιμ στο BBC. Και αφού σκοτώσαμε τους συντρόφους μας τα ζώα, καταβροχθίζουμε κυριολεκτικά ο ένας τον άλλον. Ο Μάρκος κάθεται στα ερείπια του ζωολογικού κήπου του Μπουένος Άιρες, όσο πιο κοντά δηλαδή στη φύση. Δεν υπάρχουν ζώα. Μόνο αναμνήσεις. Με άλλα λόγια μερικές φορές συνειδητοποιούμε πόσο σημαντικό είναι κάτι όταν είναι πολύ αργά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News