Στα παιδιά της Κατοχής, δίνανε γλυκόζη πότε – πότε στα συσσίτια του Ερυθρού Σταυρού, ίσα για να μη ξεχνούν τις χαρές της ηλικία τους. Ταλανισμένα πλάσματα τότε, παππούδες και γιαγιάδες σήμερα, μπορούν να σας φέρουν δάκρυα στα μάτια αν σας περιγράψουν πώς τους έμεινε το σύνδρομο της τελευταίας μπουκιάς, και γιατί δεν διανοούνται να πετάξουν ούτε δώρου περιτύλιγμα. Ηταν Πόλεμος.
Και τώρα πόλεμος είναι. Αλλιώτικος, μα αληθινός. Με στολές και όπλα, εκείνα τα τερατώδη εργαλεία απολύμανσης, με αθώα θύματα, περίσσιο φόβο κι απειλή, με ήρωες γιατρούς και νοσοκόμες. Που θα μας στιγματίσει καθοριστικά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Είναι βεβαίως νωρίς να αποφανθεί κανείς για τις διαστάσεις της συγκυρίας που ζούμε. Θα βρεθεί εμβόλιο και πότε; Πόσα θύματα ακόμη θα θρηνήσουμε; Τι θα μπορούσε να καθησυχάσει πραγματικά την παγκόσμια κοινότητα, σε σχέση με άγνωστους ιούς, εφεξής;
«Απαξ γενόμενον, και μηδέποτε επαναλαμβανόμενον», συνηθίζουν να λένε οι ιστορικοί, όταν επιχειρούν να δώσουν ορισμό στο «ιστορικό γεγονός». Δεν υπάρχει αμφιβολία : ακόμη κι αν αύριο ξημέρωνε κανονικότητα στις ζωές μας, η συνθήκη είναι ιστορική. Δεν έχει αφήσει πτυχή για πτυχή της ζωής του ανθρώπου, που να μην την έχει αγγίξει.
Και αν κάθε γενιά έχει τα ορόσημα της, αυτό είναι ένα: παγκόσμιος εφιάλτης, αναμφίβολα μοναδικός, περισσότερο ασύλληπτος κι από το θέαμα ανθρώπων που τους κατάπιε το κενό, πέφτοντας από τους Δίδυμους Πύργους, το 2001, με 2.753 θύματα. Ίσως αποδειχθεί πιο ψυχοφθόρος, κοστοβόρος, οδυνηρός κι από την Παγκόσμια Υφεση της δεκαετίας του ‘30.
Η γενιά Ζ, όσοι είναι γεννημένοι από το 1996 – 2000, και πάντως ως το 2010, μέσα σε τέσσερις μήνες (από τότε που ξέσπασε η επιδημία στην Κίνα) απέκτησε το δικό της σημείο αναφοράς, τη σημαντική εκείνη πολιτισμική εμπειρία που είναι ικανή να επανακαθορίσει στάσεις και κοσμοείδωλα. Γνώρισε τη θύελλα, η σκόνη της οποίας δε θα αφήσει ανέπαφη ούτε τη γενιά Α, τα παιδιά που ήλθαν στον κόσμο από το 2011 και μετά.
Καμιά γενιά, από τις τελευταίες, δε μπορεί να συγκριθεί μαζί τους. Ούτε οι baby boomers του Ψυχρού Πολέμου – αυτοί άλλωστε ξέρουν ότι υπάρχει πάντα και η φωτεινή πλευρά στα κατακλυσμιαία συμβάντα της ανθρωπότητας. Ούτε η generation X, που πάγωσε από τον ερχομό του Aids, πόσο μάλλον η γενιά Y – την άγγιξε η ύφεση, αλλά τι μπορεί να συγκριθεί με τούτο δω το χάος;
Τα «παιδιά» του Covid-19 δεν ξέρουν τι θα πει πείνα, μαθαίνουν όμως βδομάδα τη βδομάδα τι θα πει περιορισμός, ακινησία από τον φόβο. Δεν έχουν ιδέα από βόμβες και ναρκοπέδια, γνωρίζουν όμως τη βουβαμάρα του πολέμου με τις μάσκες. Ακόμη και τα ανήλικα, βρίσκονται αντιμέτωπα με την υποχρέωση να δαμάσουν την επιθυμία για παιχνίδι κι ελευθερία, τη χαρά της ζωής.
Στέκονται ήδη σε ιστορικό κατώφλι, τετ α τετ με την έννοια του φθαρτού, την ιδέα του θανάτου, με στοιχήματα υπαρξιακά, από την κλιματική αλλαγή και τους λιωμένους πάγους, ως τον κορονοϊό με την τρομακτική μετάδοση και τις ερημωμένες πόλεις σε όλο τον πλανήτη.
Αφυπνισμένα από τον πλανητικό συναγερμό, θα είναι αυτά που θα αναμετρηθούν με το σοκ, με την αβεβαιότητα, ακόμη και σε κοινωνίες προηγμένες, καθησυχασμένες: δεν τους έλειπαν ούτε τα εμβόλια, ούτε το πόσιμο νερό, η μαλάρια δεν τις αφορούσε.
Εχει άπειρο ενδιαφέρον πώς θα διαχειριστούν το «μαύρο κουτί» της καταστροφής, πώς θα μεταβολίσουν τον τρόμο για μια άγνωστη απειλή.
Ποιος ξέρει… Μπορεί να γράψουν παραμύθια με καραντίνες που δεν είχαν τέλος, να διηγούνται στα εγγόνια τους ότι «στην εποχή τους» απαγορευόταν ακόμη κι η κυκλοφορία από τον φόβο της μετάδοσης. Ότι πέντε σελίδες έπιαναν «κάποτε» οι αγγελίες κηδειών στις εφημερίδες του Μπέργκαμο, κι ούτε λόγος για νεκροφιλήματα – και στα σάβανα έμενε ο ιός.
Πιθανότατα θα είναι αυτά που θα φτιάξουν πρώτα μασκοφορούσες Barbie, κι ο κόσμος τους θα ‘ναι για πάντα ποτισμένος με μυρωδιά από σαπούνι κι αντισηπτικό. Ενδεχομένως δίνουν φιλιά, υπό το δέος του «άλλου», κι αφού έχουν σκανάρει τα τσιπάκια τους – εσύ, ποιους ιούς έχεις περάσει;
Η γενιά των smartphones και των social media δεν θα παραμείνει σε vintage νοσταλγίες, όπως νομίζαμε ως τον Δεκέμβρη. Θα βάλει θεμέλια πρωτόγνωρα, για ένα νέο κόσμο, γκρεμίζοντας το κενό που αφήνουν τα όρια του δικού μας, μεταξύ πραγματικότητας και επιστημονικής φαντασίας. Ισως και καλύτερα από ποτέ. Χωρίς αίσθημα παντοδυναμίας, με σαφή όρια. Με σεβασμό στις «απαρχές» του πλανήτη και απαίτηση για τήρησή του, με περίσσια κοινωνική συνείδηση κι ενισχυμένη ατομική ευθύνη. Με άλλη χροιά στις ατομικές ελευθερίες. Με αποφόρτιση αρνητικών εννοιών – η λέξη απομόνωση είναι μόνον η αρχή. Με συναίσθημα που δεν φυλακίζεται – και στα μπαλκόνια οι άνθρωποι τραγουδούν, χειροκροτούν.
Κινείται στα όρια του σασπένς το πώς θα μεταφράσουν το «Andra tutto Bene» (Ολα θα πάνε καλά), που πρόλαβαν τα φρέσκα, κεφάτα κεφάλια, – τα παιδιά- της Ιταλίας. Η Ιστορία δεν γράφεται άλλωστε ούτε μια φορά, ούτε και για πάντα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News