Τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, όταν η Νταϊάν Κίτον είχε καθιερωθεί σε όλο τον κόσμο ως η πιο εκκεντρική αγαπημένη αμερικανίδα ηθοποιός και μάζευε βραβεία, ο πραγματικά εκκεντρικός στην οικογένειά της ήταν ο μικρότερος αδελφός της Ράντι. Ο Ράντι Χολ –αυτό ήταν το πραγματικό τους επώνυμο– ζούσε μέσα στην εξαθλίωση στην κομητεία Οραντζ της Καλιφόρνια, οι χαμηλές πτήσεις των τζετ τoν τρομοκρατούσαν, και μια φορά προσπάθησε να αυτοκτονήσει στο γκαράζ εισπνέοντας καυσαέρια.
Και τώρα με το νέο της βιβλίο «Brother & Sister: A Memoir», η Κίτον εστιάζει με γενναιότητα και μεγάλες δόσεις συγκίνησης στη σχέση της με τον Ράντι, «η κατάδυση του οποίου στα βάθη της ψυχικής ασθένειας υπήρξε παράλληλη με την δική της άνοδο στην στρατόσφαιρα της φήμης», γράφουν οι New York Times.
«Ήθελα να είμαι σταρ του κινηματογράφου», γράφει η Νταϊάν Κίτον, «ήθελα οι άνθρωποι – πολλοί άνθρωποι που δεν ήξερα- να με αγαπούν». Και το πέτυχε φυσικά, οι άνθρωποι εξακολουθούν να τη λατρεύουν όπως αποδείχτηκε πρόσφατα, όταν η 74χρονη ηθοποιός και συγγραφέας εμφανίστηκε στην κατάμεστη από κόσμο Συναγωγή «Sixth & I» στην Ουάσινγκτον. Οι παρόντες, γράφει η Washington Post, είχαν πληρώσει 40 δολάρια ο καθένας για μια θέση, ένα αντίγραφο του βιβλίου της και την ευκαιρία να απολαύσουν την παρουσία της για περίπου 45 λεπτά.
Να σημειωθεί ότι το κοινό απαγορευόταν να βγάλει φωτογραφίες, να κάνει ερωτήσεις, ή να τη δει από κοντά και να την χαιρετίσει μετά το τέλος της εκδήλωσης, όλα όσα συνηθίζονται δηλαδή σε μια κοινή παρουσίαση βιβλίου. Παρόλη την ακαμψία που επέβαλε, όμως, οι θαυμαστές της μούσας του Γούντι Αλεν -και από τους λίγους συνεργάτες του που τον υποστήριξαν στην περιπέτειά του με την Μία Φάροου- έσπευσαν να δουν από κοντά το είδωλό τους και να πάρουν ότι εκείνη ήταν πρόθυμη να τους δώσει.
Πριν γίνει σταρ του Χόλιγουντ, και βραβευτεί με Οσκαρ το 1978 για τον ρόλο της Ανι Χολ στον «Νευρικό Εραστή», η Νταϊάν ήταν η μεγαλύτερη από τέσσερα αδέλφια, μεταξύ άλλων και του Ράντι, με τον οποίο μοιραζόταν ένα κρεβάτι κουκέτα. Οι δυο τους ήταν κοντά, αν και συχνά τον θεωρούσε ενοχλητικό. Ακόμη και τότε, μπορούσε να πει ότι ήταν προβληματικός, από τον τρόπο που ανέπνεε τη νύχτα.
«Θυμάμαι να κοιτάζω από πάνω από τη δική μου κουκέτα, και να βλέπω τον Ράντι να κουνάει αγχωμένος το κεφάλι του, τον φόβο του για το σκοτάδι, και το γλυκό αν και άτυχο πρόσωπο του», γράφει, «Γιατί φοβόταν τόσο πολύ; Γιατί δεν μπορούσε να σταματήσει να βλέπει φαντάσματα που δεν υπήρχαν εκεί μέσα στις σκιές;»
Γράφει ακόμα ότι «για πολλά χρόνια, όταν ήμασταν νέοι, αντιμετώπιζα τον αδελφό μου ως ένα ανεξήγητο βάρος», και λίγο παρακάτω, «Ήταν ενοχλητικός, φοβιτσιάρης και κλαψιάρης. Όσο μεγαλώναμε, ήταν σαν να εκπροσωπεί μια απούσα παρουσία. Τον απέφευγα καθώς η ζωή μου γινόταν όλο και πιο πολυάσχολη ενώ η δική του γινόταν διαρκώς μικρότερη και πιο δύσκολη».
Ο «αδελφός και η αδελφή» είναι μια ανακατασκευή της ζωής τους, από εκείνες τις σκοτεινές νύχτες της παιδικής τους ηλικίας μέχρι το σκοτάδι που ακολούθησε τον Ράντι στην ενηλικίωση, που περιλάμβανε αλκοολισμό, ανεργία, ένα διαζύγιο, απομόνωση, φαντασιώσεις με βία κατά των γυναικών και μια απόπειρα αυτοκτονίας, από περιγραφές σε περιοδικά του Ράντι και της μητέρας τους σε συνδυασμό με τις αναμνήσεις της Κίτον. Και όσο εκείνη ανέβαινε τόσο εκείνος βυθιζόταν όλο και πιο χαμηλά.
Τελικά, είναι μια ιστορία λύπης και μετάνοιας. Ο Ράντι δεν είναι καλά αλλά με διαφορετικό τρόπο τώρα πια: «Ο αδελφός μου είναι σοβαρά άρρωστος εδώ και δέκα χρόνια», λέει η Κίτον, που σημειώνει ακόμη ότι η ιδιαίτερη προσωπικότητα του ήταν εκείνη που ενέπνευσε τον χαρακτήρα του κινηματογραφικού «αδελφού» της στον «Νευρικό Εραστή», τον οποίο είχε υποδυθεί ο Κρίστοφερ Γουόκεν. Χτυπημένος, επιπλέον, από άνοια και την ασθένεια του Πάρκινσον, ο Ράντι Χολ περιορίζεται σε υποβοηθούμενη διαβίωση, και δεν μπορεί καν να έχει άποψη για το βιβλίο της αδελφής του.
Στο βιβλίο περιλαμβάνονται αποσπάσματα από ημερολόγια, επιστολές, ποιήματα, φωτογραφίες, και κολάζ του Ράντι: «Σταδιακά έχασε την ικανότητα ομιλίας. Είμαι η μοναδική κάτοχος όλων των κολάζ που είχε φτιάξει – πρόκειται για εκατοντάδες ή και χιλιάδες – και όλων των γραπτών του, όπως και της μητέρας μου. Οι δύο τους ήταν οι αγαπημένες μου ψυχές. Είχαν διαρκώς την ανάγκη να γράφουν και να εκφράζουν την αντίληψή τους για τον κόσμο. Κάποια στιγμή, αποφάσισα απλά ότι έπρεπε να κάτσω και να παρατηρήσω σε βάθος, από την δική μου σκοπιά, την ζωή του αδελφού μου», γράφει η Κίτον.
Και συνδυάζοντας τις ξεχωριστές αναμνήσεις τους, παραδέχεται ότι «δεν γνωρίζω αν έχω πλησιάσει περισσότερο το ποιος είναι και τι σημαίνει για μένα, αλλά ξέρω ότι θα ήθελα να του έδινα περισσότερα αγάπη και προσοχή νωρίτερα».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News