Η επιδημία του κορονοϊού αποτελεί αναμφίβολα μια εθνική τραγωδία για την Κίνα. Θα μπορούσε, ωστόσο, να υπονομεύσει τα θεμέλια του κινεζικού καθεστώτος; Καλώς ή κακώς, η απάντηση είναι όχι. Αυτόν τουλάχιστον πιστεύει η Κλάρα Φερέιρα Μάρκες, αρθρογράφος του Bloomberg, υποστηρίζοντας ότι «η Γουχάν δεν είναι το Τσερνόμπιλ της Κίνας».
Μεταξύ των δύο συμβάντων υπάρχουν σίγουρα κάποιες αναλογίες. «Αμφότερες οι καταστροφές επηρέασαν εκατομμύρια ανθρώπους. Αμφότερες έλαβαν χώρα σε αυστηρά ελεγχόμενα σοσιαλιστικά και μονοκομματικά κράτη. Αμφότερες αρχικά αποσιωπήθηκαν από ενθουσιώδεις κρατικούς αξιωματούχους», μας υπενθυμίζει η αμερικανίδα δημοσιογράφος.
Μια ακόμη σημαντική αναλογία ανάμεσα στην τραγωδία που εκτυλίχτηκε πριν από 34 χρόνια στην ΕΣΣΔ (σημερινή Ουκρανία) και την τραγωδία που εκτυλίσσεται σήμερα στην Κίνα, αφορά τη φύση της απειλής, δεδομένου ότι ο κορονοϊός είναι αόρατος και μυστηριώδης, όπως είναι και η ραδιενέργεια. Και όπως ακριβώς τα λάθη και οι παραλείψεις των Σοβιετικών στην αντιμετώπιση του τραγικού δυστυχήματος έγιναν αισθητές παγκοσμίως, το ίδιο θα συμβεί και με τα λάθη και τις παραλείψεις των Κινέζων.
Το ότι η επιδημία του κορονοϊού αποτελεί μια πολύ σοβαρή κρίση και για τη δημόσια υγεία μιας χώρας με πληθυσμό που αγγίζει το 1,5 δισεκατομμύριο κατοίκους, και για την κινεζική οικονομία και για τα ανώτερα κλιμάκια του Πεκίνου, δεν το αμφισβητεί κανένας. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα αποτελέσει την αρχή του τέλους του κινεζικού καθεστώτος, με την αμερικανίδα αρθρογράφο να αναφέρει χαρακτηριστικά πως «το Τσερνόμπιλ θα πρέπει να αποτελεί μια προειδοποίηση. Αλλά μην αναμένετε σύντομα την κινεζική εκδοχή της περεστρόικα».
Ενας από τους λόγους είναι οικονομικός. Πάρα πολλοί, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο τελευταίος σοβιετικός ηγέτης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, περιέγραψαν την καταστροφή του Τσερνόμπιλ ως την αιτία που προκάλεσε την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και την πτώση του Σιδηρού Παραπετάσματος. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι πάντα πιο σύνθετη και η εν λόγω ερμηνεία των γεγονότων ιδιαίτερα απλουστευτική.
Γιατί η Σοβιετική Ενωση βρισκόταν ήδη σε οικονομικό τέλμα και τροχιά μη αναστρέψιμης παρακμής το 1986, όταν μια δραστική πτώση των τιμών του πετρελαίου είχε αποτέλεσμα να μειωθούν δραματικά τα έσοδά της σε σκληρά νομίσματα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών, ο ρυθμός ανάπτυξης στην ΕΣΣΔ εκείνη την περίοδο κυμαινόταν κάτω του 1%, ενώ η παραγωγικότητα ήταν απογοητευτική. Αντιθέτως, η Κίνα, παρότι η οικονομική της επέκταση επιβραδύνεται, απέχει πολύ από το να βρεθεί στην ίδια θέση με την ΕΣΣΔ. Και λαμβάνοντας υπόψη όλα όσα ακολούθησαν την επιδημία του SARS το 2003, η κατανάλωση θα αρχίσει να αυξάνεται εκ νέου μετά το τέλος της επιδημίας, ανεξάρτητα, μάλιστα, από τις όποιες προκλήσεις κληθεί να αντιμετωπίσει η κινεζική οικονομία στο πλαίσιο του εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ.
Ενας δεύτερος λόγος είναι πολιτικός. Εως το 1986 όλοι στη Μόσχα ανέμεναν μια κάποια αλλαγή, καθώς ο Γκορμπατσόφ (ο οποίος είχε ανέλθει στην εξουσία την προηγούμενη χρονιά) είχε ήδη μιλήσει ανοιχτά για αναδιάρθρωση (Perestroika) και διαφάνεια (Glasnost). «Κατάφερε, ωστόσο, να χρησιμοποιήσει το δυστύχημα του Τσερνόμπιλ για να θέσει στο περιθώριο τα παλαιάς κοπής, της εποχής του Μπρέζνιεφ, στελέχη του Πολίιτμπιρο. Αποτέλεσε το πρόσχημα που είχε ανάγκη, ούτως ώστε να επιταχύνει τα σχέδιά του». Σημάδια ότι στο Πεκίνο πνέουν παρόμοιοι άνεμοι αλλαγής δεν υπάρχουν, ενώ ο Σι Τζινπίνγκ φρόντισε εγκαίρως να τεθεί επικεφαλής της ομάδας αντιμετώπισης της κρίσης του κορονοϊού, όχι ο ίδιος, αλλά ο πρωθυπουργός του Λι Κετσιάνγκ.
Σύμφωνα με τη Μάρκες, ωστόσο, ο κυριότερος λόγος είναι συμβολικός. Το Τσερνόμπιλ έπληξε ανεπανόρθωτα τον πυρήνα του σοβιετικού κράτους, «ενός ολόκληρου συστήματος που οικοδομήθηκε πάνω σε έναν μύθο υπέρμετρης στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος». Ολα όσα διαδραματίστηκαν στον ουκρανικό πυρηνικό σταθμό τις ημέρες αμέσως μετά το δυστύχημα αποκάλυψαν μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα, ενώ η ρωσική πολιτική ηγεσία διαπίστωσε με τον χειρότερο τρόπο ότι η επιλεκτική διαφάνεια δεν ήταν πλέον αρκετή. «Η Μόσχα αναγκάστηκε να παραδεχτεί το πρόβλημα λόγω της ανίχνευσης ασυνήθιστων ποσοστών ραδιενέργειας στη Σουηδία – τουλάχιστον το Πεκίνο εξέδωσε το δικό του ανακοινωθέν».
Αλλά το ότι η Γουχάν δεν είναι το Τσερνόμπιλ της Κίνας δεν σημαίνει ότι η κινεζική ηγεσία δεν βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο. Εως την Πέμπτη, 6 Φεβρουαρίου, είχαν χάσει τη ζωή τους περισσότεροι από 600 άνθρωποι και, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κρούσματα ξεπερνούν τους 24.000, ο αριθμός των θυμάτων θα μπορούσε να αυξηθεί δραματικά. Και το γεγονός ότι το ξέσπασμα της επιδημίας συνέπεσε με την ολοκλήρωση ενός πενταετούς αναπτυξιακού προγράμματος ενώ η οικονομία επιβραδύνεται, σίγουρα καθιστά ακόμη πιο δύσκολη τη διαχείριση της κρίσης. Το Πεκίνο, ωστόσο, γνωρίζει τους κινδύνους που παρουσιάζουν τα αναπάντεχα γεγονότα. Και για να κατευνάσει τους κινέζους πολίτες, την ώρα που κοινοποιεί βίντεο με χαρούμενους γιατρούς να κατευθύνονται προς τη Γουχάν, επικρίνει συγχρόνως, όχι τους δικούς του χειρισμούς, αλλά των τοπικών κυβερνήσεων.
Η Μάρκες κάνει λόγο για «βαλβίδες εκτόνωσης κάθε τύπου», σημειώνοντας ότι στην περίπτωση που η δυσαρέσκεια των Κινέζων αυξηθεί ανησυχητικά, οι ηγέτες τους δεν θα διστάσουν να τους ηρεμήσουν μέσω της παροχής γενναιόδωρων οικονομικών κινήτρων. Το έκαναν κατά το παρελθόν και μπορούν να το κάνουν ξανά κι αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να περιμένουμε ακόμα αρκετά χρόνια για την πτώση του κινεζικού κομμουνισμού.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News