Αν υπάρχει μια εικόνα, εμβληματική για το χολιγουντιανό σινεμά των 50s, αλλά και για το σινεμά του Ελίας Καζάν και για την δόξα της «ζωώδους», μαγνητικής ομορφιάς του Μάρλον Μπράντο, αυτή είναι η εικόνα του τελευταίου με το λευκό κολλητό μπλουζάκι του Κοβάλσκι. Του σκληροτράχηλου ήρωα στο «Λεωφορείον ο Πόθος», το πιο δημοφιλές ίσως και πιο εμβληματικό έργο του θεάτρου του Αμερικανού Τενεσί Ουίλιαμς.
Αυτή η εικόνα δεν έχει φθαρεί, από το 1951 που έφτασε στην τελετή των Όσκαρ, στην παγκόσμια συνείδηση των σινεφίλ. Και έχει φτάσει να καθορίζει, για δεκαετίες, τον τρόπο που φαντάζονται οι απανταχού σκηνοθέτες τον ρόλο του «αρσενικού» με το όνομα Στάνλεϊ Κοβάλσκι. Και όμως, η θρυλική ταινία του ελληνικής καταγωγής, Κωνσταντινουπολίτη Ελίας Καζάν (Ηλία Καζαντζόγλου), αν και έφτασε στην τελετή με 12 υποψηφιότητες, δεν έφυγε παρά με τέσσερα βραβεία. Ένα για την εύθραυστη Μπλανς Ντιμπουά – Βίβιαν Λι («δεν θέλω ρεαλισμό, θέλω μαγεία»), δύο για τους δεύτερους ρόλους (Καρλ Μάλντεν και Κιμ Χάντερ) και ένα για τη σκηνογραφία (του παρηκμασμένου αμερικανικού Νότου).
Ούτε ο Μάρλον Μπράντο, ο εμβληματικός, αθάνατος Κοβάλσκι, ούτε ο Ελίας Καζάν πήραν το Όσκαρ. Όχι ότι δεν μέτρησαν, γι’ αυτό το τελευταίο, τα θρυλούμενα «καρφώματα» του Καζάν στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών του ΜακΚάρθι.
Όμως, Όσκαρ δεν πήραν για την «πιο φωτεινή στιγμή τους» στην Έβδομη Τέχνη. Κι ας ήταν εκείνοι που έμειναν με τα χρόνια ως οι μεγάλοι κερδισμένοι. Ούτε καν ο θεατρικός συγγραφέας Τενεσί Ουίλιαμς, που είχε αναλάβει – τέσσερα χρόνια μετά την πρεμιέρα του έργου του στη θεατρική σκηνή – τη διασκευή σε σενάριο έφυγε με Όσκαρ. Κι ας ήταν αυτή ακριβώς ταινία που τον ανέδειξε ως σούπερ σταρ του θεάτρου, για το ευρύτερο κοινό τουλάχιστον, κι ας ήταν η ίδια που έκανε το συγκεκριμένο έργο του το πλέον πολυπαιγμένο (θεατρικά) τις επόμενες δεκαετίες.
Όλοι ονειρεύονταν τον ρόλο: αυτόν τον Κοβάλσκι με το στενό λευκό μπλουζάκι – κι ας μην βραβεύτηκε στα Όσκαρ για την επιδραστικότατη ιδέα της ούτε η υπεύθυνη για τα κοστούμια της ταινίας «Λεωφορείον ο Πόθος», Λουσίντα Μπάλαρντ.
Και να που η ταινία που ταξίδεψε διεθνώς εκείνη την… κοβαλσκική εικόνα ετοιμάζεται τώρα για την πανηγυρική επανέκδοσή της στη Βρετανία, κάπου εβδομήντα χρόνια μετά. Με αφορμή ένα δίμηνο αφιέρωμα στον Καζάν, από τον Φεβρουάριο του 2020, στο Βρετανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου (BFI) στη Σάουθμπανκ του Λονδίνου.
Μαζί με την βρετανική επανέκδοση, έρχεται και η επανεκτίμηση (από τον βρετανό κριτικό κινηματογράφου, στον «Independent», Τζόφρι ΜακΝάμπ) των δύο κυρίως «ηρώων»: του Μάρλον Μπράντο-Κοβάλσκι και του σκηνοθέτη Ελίας Καζάν. Και ποια είναι αυτή; Ότι ο Μπράντο έβγαλε το καλύτερο στον Καζάν και ο σκηνοθέτης το καλύτερο στον Κοβάλσκι του, σύμφωνα με την εφημερίδα «The Independent». Το πιο επιθυμητό, τότε, αρσενικό ανά την υφήλιο. Την «αρσενική σεξοβόμβα». Κι ας μην ξεχνάμε και τα δικά μας: λίγα χρόνια μετά ο γοητευτικός κι επιθυμητός Μπράντο φέρεται να ξενυχτούσε (ή μάλλον να ξεροστάλιαζε, κατά την πιο ποιητική λέξη) στο πατάκι της εισόδου της Μελίνας Μερκούρη, για μια συνεύρεση μαζί της…
Ως Κοβάλσκι ο Μπράντο σηματοδότησε, για το Χόλιγουντ και όχι μόνον, και μία νέα υποκριτική μέθοδο, «ζωώδη, πολύ άμεση, που εξέπεμπε σεξουαλικό μαγνητισμό προς κάθε κατεύθυνση», όπως παραδέχονταν ακόμη και οι πιο συντηρητικοί κριτικοί κινηματογράφου της εποχής. Με δυο λόγια: ο Κοβάλσκι του άλλαξε για πάντα τα πρότυπα της ανδρικής κινηματογραφικής (και όχι μόνον) ερμηνείας. Τα έστρεψε προς άλλη κατεύθυνση, οριστικά.
Ο Καζάν σμίλεψε, από την πλευρά του, παραπέρα το «αρσενικό» Μπράντο στις επόμενες δύο κοινές τους ταινίες: το «Viva Zapata!» του 1952 και το «Λιμάνι της Αγωνίας» το 1954. Το τελευταίο κατάφερε να σκαρφαλώσει, μαζί με τον μύθο του ωραίου, σκληρού και σαγηνευτικού Μπράντο και την μαεστρία του Καζάν, στην 8η θέση των καλύτερων ταινιών όλων των εποχών (μέχρι τότε), όταν το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου εξέδωσε, το 1997, την μεγάλη λίστα του. Το «Λεωφορείον ο Πόθος» έφτασε στην 45η θέση. Κι ας ήταν ακόμη πιο ισχυρή η εικόνα του Μπράντο-Κοβάλσκι.
Ήταν ελάχιστα χρόνια μετά το «Λιμάνι της Αγωνίας» που ο Καζάν, ο οποίος είχε πλάσει αυτό το παγκόσμια επιθυμητό αρσενικό για τη μεγάλη οθόνη από τον μάλλον άπειρο 27χρονο Κοβάλσκι του, παραδεχόταν πως «δεν μπορεί να πλησιάσει πια τον Μπράντο, καθώς κοστίζει πολλά και δεν έχει λόγο να πληρώσει τέτοια γελοία ποσά για μια συνεργασία ακόμη μαζί του». Έτσι έμειναν στις τρεις ταινίες, που έγραψαν όμως ιστορία.
Και να σκεφθεί κάποιος ότι ακόμη και η πρώτη τους συνάντηση, το 1946, ήταν μάλλον κακή. Όταν ο Ελίας Καζάν, ως παραγωγός στην παράσταση «Truckline Cafe» στο Μπρόντγουεϊ, σε σκηνοθεσία Χάρολντ Κλέρμαν, προσπαθούσε – όπως παραδεχόταν αργότερα – να καταλάβει τι μουρμούριζε στο δοκιμαστικό του αυτός ο 22χρονος (τότε) άπειρος «μάγκας». Ο οποίος, αν και δυσνόητος ή «λίγο αγροίκος», είχε κάτι το σαγηνευτικό και πήρε τελικά το ρολάκι, σκηνικής διάρκειας μόλις πέντε λεπτών. Η Ιστορία έπαιξε από τότε το χαρτί της. Υπέρ του μύθου του Μπράντο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News