Με μια απλή κίνηση η Μέγκαν και ο Χάρι άρχισαν να πληρούν τρία βασικά κριτήρια της ενηλικίωσης: α) πήραν την ευθύνη του εαυτού τους β) έλαβαν μια δική τους, ανεξάρτητη από τις επιθυμίες της οικογένειάς τους, απόφαση γ) έγιναν οικονομικά ανεξάρτητοι. Με κάμποσες επιφυλάξεις για το τελευταίο (οι βρετανοί φορολογούμενοι το φυσάνε και δεν κρυώνει για τα 2.700.000 ευρώ που το πριγκιπικό ζεύγος «έριξε» πρότινος στην ανακαίνιση του «Frogmore Cottage»), η Μεγκ και ο Χάρι είναι, τηρουμένων των αναλογιών, ένα αλλόκοτο ζεύγος millennials. Εκοψαν βιαίως τον ομφάλιο λώρο, βρόντηξαν την πόρτα και αποφάσισαν να ζήσουν τη δική τους ζωή.
Στην Ελλάδα του 2020 παραμένει εξαιρετικά δύσκολο να ενηλικιωθείς (ή μπορεί να συμβαίνει και το ακριβώς αντίθετο: ενηλικιώνεσαι τόσο πρόωρα, που αποφασίζεις να ζήσεις εσαεί ως υπερφυσικός μπεμπές). Υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Εurostat, το 56,3 % των νεαρών ενηλίκων ηλικίας 25 έως 34 ετών μένει ακόμα με τους γονείς του (2018). Πρόκειται για το τρίτο υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης (μετά τους Κροάτες και τους Σλοβάκους). Σχεδόν εξωπραγματικό σε σχέση πχ με το 14,7% της Γαλλίας ή με το 3, 2% της Δανίας.
Δεν είναι φυσικά καινούργιο φαινόμενο. Η συμπτωματολογία υπήρχε και πριν την κρίση, σαν ένα από τα τελευταία χαριτωμένα οχυρά οικόσιτης πρόνοιας του ευρωπαϊκού Νότου («Εμείς μένουμε κοντά στα παιδιά μας, δεν τα εγκαταλείπουμε όπως οι Βόρειοι»). Μόνο που το δεκάχρονο κραχ το υποδαύλισε και το θέριεψε. Και σήμερα, επισημαίνουν οι ειδικοί, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ορδές «σιτεμένων εφήβων», ένα κοινωνικό πρόβλημα ακανθώδες και υποφωτισμένο.
Ποιοι το σιγοντάρουν; Είναι φυσικά οι γονείς (τώρα πλέον και οι παππούδες) που είναι πάντα, μα πάντα εκεί. Για να προλαβαίνουν κάθε στραβοπάτημα, για να διατηρούν ανέπαφο το παιδικό δωμάτιο (με τους λούτρινους αρκούδους και τις εφηβικές αφίσες), για να πληρώνουν το ενοίκιο, για να στύβουν την πορτοκαλάδα, για να επουλώνουν τις πληγές προτού ακόμη ανοίξουν, για να «τσοντάρουν» για τη βραδινή έξοδο ή τις διακοπές. Η Μαμά και ο Μπαμπάς (κυρίως στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, αλλά όχι μόνο) γίνονται ένα ισόβιο, ατσαλένιο δίκτυ ασφαλείας, διότι «το παιδί» δεν πρέπει να έχει υπερβολικά πολλή δουλειά/άγχος/αποτυχίες/αυπνία/οικονομική ανασφάλεια/ερωτική απογοήτευση/υπαρξιακές ανησυχίες/φόβους για το μέλλον κτλ. Μια μητέρα νεαρών ενηλίκων μου εξομολογείτο προσφάτως τον τρόμο πολλών γονέων millennials: «Τρέμεις με όλα αυτά τα ψυχολογικά προβλήματα που ακούς. Κάνεις ό,τι μπορείς για να προστατεύσεις το δικό σου παιδί από τις “κακουχίες”».
Iσως το μόνο που φαίνεται να έχει κάπως αλλάξει είναι μια κάποια διαφαινόμενη γονεϊκή δυσφορία (με την οικονομική ανέχεια δεν είναι πια και τόσο χαριτωμένο το ισόβιο pampering του ευρωπαϊκού Νότου): «Δεν μπορώ να γυρνάω στο σπίτι πτώμα από τη δουλειά και να βλέπω τον 30χρονο γιό μου να αλλάζει κάθε πέντε μήνες σχέδια για το τι θα κάνει στη ζωή του» μου έλεγε ένας απαυδισμένος πατέρας.
Με αυτά και με αυτά άρχισαν να επωάζονται αυτάρεσκοι , φυγόπονοι και στο διηνεκές δυστυχισμένοι νεαροί ενήλικες. Εξ ου και οι στρατιές αιωνίων φοιτητών (διπλασιάστηκαν με τη κρίση) και «χλιδανέργων» (βρίσκουν δουλειά αλλά ποτέ δεν τους ικανοποιεί ή δεν τους ταιριάζει). Πρόσφατα άκουσα την περίπτωση μιας 32χρονης που αφού αναζητούσε δύο χρόνια εργασία, βρήκε αισίως μια χαμηλόβαθμη θέση σε εταιρεία. Τη δεύτερη μέρα είχε «ανακρίνει» τους συναδέλφους στο γραφείο για τις δυνατότητες μισθολογικής ανέλιξης. Την τρίτη μέρα την «έκανε» με ελαφρά πηδηματάκια, γιατί η ίδια ήταν «φτιαγμένη για άλλα πράγματα» (προφανώς για την ανεργία και το χαρτζηλίκι του μπαμπά). Η μεγάλη ποσοτική έρευνα της διαΝΕΟσις ήταν σαφής (2017): το 48% των νέων Ελλήνων ηλικίας 18-35 ετών δηλώνει ως βασική πηγή την «οικονομική στήριξη από γονείς ή άλλους συγγενείς».
Δεν είναι όμως μόνο ο υπεργονεϊσμός αλλά και το ίδιο το DNA του millennial. Οι γεννημένοι από το 1980 ως το 2000 έχουν αναπτύξει ένα περίεργο σύνδρομο «entitlement» (κοινώς «όλοι μου χρωστάνε» ή «είμαι πολύ ταλαντούχος αλλά δεν μου βγαίνει»), απότοκο της προσπάθειάς τους να προσαρμοστούν σε έναν κόσμο υπεραφθονίας της πληροφορίας και της πρόσβασης. Όπως έγραφε προ ετών ο Τζόελ Στάιν στο αμερικανικό Time: «Το Διαδίκτυο έχει εκδημοκρατίσει την ευκαιρία για πολλούς νέους ανθρώπους, δίνοντάς τους πρόσβαση και πληροφορία που κάποτε ανήκε σε μεγάλο βαθμό μόνο στους πλούσιους». Eίναι αυτή η «οικονομία της ευκολίας» (convenience economy) που σου επιτρέπει να κατακτήσεις ανώδυνα αυτά για τα οποία οι προηγούμενες γενιές μοχθούσαν. Με ένα smartphone μπορείς πλέον να πληρώσεις λογαριασμούς, να πηδήξεις την ουρά στο σινεμά, να παραγγείλεις πίτσα, να δεις πώς συντάσσεται ένα βιογραφικό, να βρεις αφυγραντήρα, σύντροφο, σπίτι. Είναι αυτό το «outsourcing της ενηλικίωσης» που περιέγραφε προ μηνών η Μορίν Ο’ Κόνορ στο New York Magazine: «Μπορείς ποτέ πραγματικά να μεγαλώσεις όταν δεν κάνεις τίποτα μόνος σου;».
Κάπως έτσι φτάσαμε και στην ταχύτατα αναδυόμενη διεθνώς πληθυσμιακή ομάδα των «ΝEETS» (δηλαδή οι εκτός απασχόλησης, εκπαίδευσης ή κατάρτισης νέοι). Η Ελλάδα έρχεται δεύτερη στην Ευρώπη (μετά την Ιταλία) με ποσοστό 26, 8% (στις ηλικίες 20-34) και με τις γυναίκες να προπορεύονται εντυπωσιακά (με διαφορά 14-16 μονάδων). Δεν είναι μόνο millennials αλλά και 20άρηδες. Απογοητευμένοι από το ακατάσχετο brain drain, τους άθλιους μισθούς και τις τρισάθλιες συνθήκες εργασίας, συχνά διακόπτουν τη σχολική τους εκπαίδευση, δεν έχουν κανένα όραμα ή drive και στρέφονται στο βραχυπρόθεσμο κέρδος (πχ σε πρόχειρες δουλειές ή στον διαδικτυακό τζόγο).
Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι οι ενήλικοι υπερφυσικοί μπεμπέδες βρίσκονται πλέον για τα καλά μέσα στο δωμάτιο. Ας σταματήσουμε να τους κανακεύουμε και ας τους πάρουμε επιτέλους στα σοβαρά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News