Οσοι διατηρούν νωπή στη θύμησή τους τη δεκαετία του ’60, είναι σα να βλέπουν τέτοιες ημέρες στα Χαυτεία «το πρώτο Κολοσσιαίο κατάστημα της Ελλάδος» – η ρεκλάμα το ΄λεγε -, το επταώροφο εμπορικό «Αφοι Λαμπρόπουλοι». Σα να βολτάρουν έξω από τον «Δραγώνα», Αιόλου και Σοφοκλέους, να χαζεύουν τις βιτρίνες του «Ατενέ – Αφοι Τσιτσόπουλοι» και τα χρωματιστά συντριβάνια της Ομόνοιας, να στήνουν τα δερμάτινα κουντεπιέ τους στους λούστρους της Πανεπιστημίου και να κρατάνε στα ρουθούνια τους τον Λουμίδη της γωνίας.
Τα γερά -διόλου γέρικα- αυτά μυαλά, που με τίποτε δεν λένε να «σβήσουν» από τον σκληρό τους δίσκο, είναι σίγουρο ότι μπορούν να ζωντανέψουν ξανά και μια ανθρώπινη φιγούρα – σήμα κατατεθέν της ασπρόμαυρης Αθήνας: τον Χρήστο Αδαμόπουλο, τροχονόμο, ευθυτενή, να ενορχηστρώνει πεζούς και οχήματα στην καρδιά της πόλης.
Και οι νεότεροι; Τα αμούστακα και οι κόρες που περνούν σήμερα – μιλώντας αλλοπαρμένα σε android και iPhone – από τη γειτονιά που κάποτε είχε τον καφενέ του ο Χάφτας, την κατά Ξενόπουλον «πράγματι το κέντρον, η καρδιά των Αθηνών»; Ας συμμετάσχουν στις συστάσεις της vintage αυτής Πρωτοχρονιάς :
– Νεαροί μου, ο κ. Αδαμόπουλος.
– Κύριε Αδαμόπουλε, η «γενιά Ζ».
Σήμερα, ο κ. Αδαμόπουλος έχει την τύχη να διανύει το 90ό έτος της ζωής του και να απολαμβάνει τους καρπούς των κόπων (από τη μετέπειτα δουλειά του), έμπλεος αγάπης από τις τρεις του κόρες, την Αναστασία, την Αννα και τη Δήμητρα, και τις οικογένειές τους, κυρίως τα επτά του εγγόνια.
Το παράδοξο στην περίπτωσή του είναι ότι συνέδεσε καθοριστικά τη ζωή του με ένα επάγγελμα που το άσκησε νωρίς, και όχι για πάρα πολλά χρόνια. Ισως γιατί υπήρξε ο καλύτερος στους κόλπους του, με ήθος και ευγένεια που σπάνιζαν -ακόμη και τότε.
Το πρώτο του πόστο (1956- 1957), Σταδίου και Κοραή. Τα Χαυτεία (ως το 1967) είναι όμως που θα τον κάνουν διάσημο. Ούτε μια κλήση, στο πιο πολυσύχναστο σημείο της πρωτεύουσας. Ούτε μια «οκτάβα» παραπάνω, κατά τις υποδείξεις στους απείθαρχους πεζούς. Ζεν διαχείριση της κυκλοφορίας.
Η συγκεκριμένη ιδιότητα τον καθιστά εξαιρετικά συμπαθή στον κόσμο. Ο -για την υπηρεσία του- «324» γίνεται φιγούρα με θετικό πρόσημο, σπάνιο για την ανέκαθεν δύσκολη σχέση πολίτη-ενστόλου.
Ο Χρήστος Αδαμόπουλος αποκτά «προσωπική επαφή» με χιλιάδες αγνώστους που περνούν από το σημείο. Οταν, σε παλαιότερη συνέντευξή του, τον ρώτησαν ποιο ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπιζε πάνω στη δουλειά του, είπε το εξής καταπληκτικό – εξόχως ανθρώπινο: «Το χειρότερο για μένα ήταν ότι το πλήθος δεν είχε όνομα. Δε μπορούσα να φωνάξω, «Μανώλη γύρνα πίσω», ή «κυρία Κατίνα ανέβα στο πεζοδρόμιο». Και βρήκε τη λύση χάρη σε ένα διεθνές σουξέ: «Τσάου τσάου μπαμπίνα». Το ανώνυμο πλήθος βαφτίστηκε. Είχε πλέον να κάνει με μπαμπίνους και μπαμπίνες, με το τρυφερό κάλεσμά του προς τους παραβάτες να αποδεικνύεται λίαν επιδραστικό.
Η αναγνώριση ήλθε από τη διεθνή οργάνωση των Lions, που τον βράβευσε ως τον καλύτερο τροχονόμο της Ελλάδος, για «το ήθος του» και «τις αμέτρητες και ανεκτίμητες υπηρεσίες του στην τήρηση της τάξης σε πεζούς και οδηγούς». Της βράβευσης έπονται δημοσιεύματα τόσο στον ελληνικό όσο και στον ξένο Τύπο. Μέχρι και οι New York Times του αφιερώνουν χώρο στις σελίδες τους. Οι αλλεπάλληλες αναφορές στο πρόσωπό του έκαναν πραγματικότητα ένα ταξίδι 25 ημερών στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ο κ. Αδαμόπουλος έγινε δεκτός από την
Αστυνομία της Νέας Υόρκης.
Μαζί του ασχολούνται επίσης χρονογράφοι και επιφυλλιδογράφοι της εποχής, όπως ο Κωστής Μπαστιάς. Σε κείμενο που σταχυολογείται υπό τον τίτλο «Ο τροχονόμος», κατά πάσα πιθανότητα από την εφημερίδα «Βραδυνή», αναφέρει (διατηρείται η ορθογραφία του κειμένου):
«Αν πήτε όμως για έναν άνθρωπο, πως δεν εκνευρίζεται ποτέ, μολονότι ρυθμίζει κάθε μέρα την κίνησι 15.000 αυτοκινήτων και 20.000 πεζών, που αντιπροσωπεύουν κάθε καρυδιάς καρύδι, τότε εκείνοι που σας ακούν θα γουρλώσουν τα μάτια από κατάπληξι και θαυμασμό. Όταν τα νεύρα, τα ερεθισμένα, τα σε υπερδιέγερσι, τα χαλαρωμένα, τα σπασμένα, καταντήσανε το ανθρώπινο γνώρισμα του αιώνος, καταντά φαινόμενο, έξω τόπου και χρόνου, ο άνθρωπος που κατάφερε να πειθαρχήση σε τόσο βαθμό τα νεύρα του, ώστε να μη νευριάζη ποτέ, μολονότι συναλλάσσεται καθημερινά με 35.000 ανθρώπους, βιαστικούς, νευρικούς, παρανοϊκούς, μεθυσμένους, αγχώδεις, υστερικούς, ευερέθιστους (…)».
Ψύχραιμος, με την έννοια του «αδιάφορου»; «Aνθος της αδιαφορούσης κοινωνικής οκνηρίας;» Ασφαλώς και όχι, διαβεβαιώνει ο Μπαστιάς. «Ο μηδέποτε εκνευριζόμενος, ο άνθρωπος που συνειδητότατα δεν εκνευρίζεται» (…), «τι τους κάνει τους παραβάτας; Τους νουθετεί! Μάλιστα, κυρίες και κύριοι, τους νουθετεί σε μια εποχή, που η νουθεσία έχει διαγραφεί από την κοινωνική δεοντολογία, τους νουθετεί σεμνά, σοβαρά, ευγενικά, και για τούτο πειστικά (…)».
Οι φωτορεπόρτερ που δίνουν και το βασίλειο τους για ενσταντανέ με ντίβες της εποχής, τον απαθανατίζουν στο πόστο του με την ιταλίδα ηθοποιό Σάντρα Μίλο. Γνωστή ήδη από τους ρόλους της στο «8 ½» και την «Ιουλιέτα των Πνευμάτων» του Φελίνι, η Μίλο επισκέπτεται την Αθήνα, χωρίς να παραλείψει να φωτογραφηθεί με τον Χρήστο Αδαμόπουλο. Το σκηνικό σουρεάλ, θα το ζήλευε και ο παμμέγιστος «Φεντερίκο»: η κυκλοφορία στα Χαυτεία έχει σταματήσει και ο τροχονόμος την ξεναγεί στην πόλη.
Γεννημένος στους Αρμενιούς της Κυπαρισσίας, κατετάγη το 1956 στην Αστυνομία Πόλεων, ενώ παράλληλα τελείωνε το νυχτερινό Γυμνάσιο. Υπηρέτησε αρχικώς και για περίπου έναν χρόνο στο Γ’ Αστυνομικό Τμήμα, στην οδό Βαλαωρίτου, προτού ζητήσει να μετατεθεί στην Τροχαία.
Τον Ιούλιο του 1967, αντιτιθέμενος στο καθεστώς της Δικτατορίας, υπέβαλε την παραίτηση του. Είναι ενδιαφέρον ότι μετά την επάνοδο της δημοκρατίας – και ενώ είχε ήδη κάνει σεβαστή περιουσία – υπέβαλε αίτηση, ζητώντας την επαναφορά του στο Σώμα, χωρίς αμοιβή, υπό μια προϋπόθεση: οι μισθοί του να κατατίθενται υπέρ της Εθνικής Αμυνας. Απερρίφθη.
Η περίοδος της διαμονής του στις ΗΠΑ, στο Νιού Τζέρσεϊ, υπήρξε δημιουργική, προσωπικά και επαγγελματικά. Είχε άλλωστε στο πλευρό του τη σύζυγό του Λίνα Μαρσεσάνι, Αμερικανοϊταλικής καταγωγής, τον «θησαυρό» του, όπως λένε όσοι την είχαν γνωρίσει.
Εργάζεται στην αρχή κοντά σε έναν Ελληνοαμερικάνο, γενικό αντιπρόσωπο δίσκων και κασετών, γρήγορα όμως (1972) αρχίζει να ασχολείται – μαζί με τα αδέλφια του – με το εμπόριο υγρών καυσίμων. Τη δεκαετία του ’80 αγοράζει μεγαλύτερο πρατήριο, πάνω σε εθνικό δρόμο. Η εταιρεία της οποίας τα καύσιμα εμπορεύεται, η SUNOCO, τον έχει βραβεύσει κατ’ επανάληψη, για την κατοχή ρεκόρ αριθμού πωλήσεων, μέχρι 2.088.000 γαλόνια τον χρόνο.
Επεκτείνει σταδιακά τη δραστηριότητα του στην Ελλάδα, στεγάζοντας πρατήριο βενζίνης και χώρο στάθμευσης στο χαρακτηριστικό κτίριο με το κόκκινο τούβλο, στα Ιλίσια, στη διασταύρωση της Μιχαλακοπούλου με την Παπαδιαμαντοπούλου. Η ζωή έχει όμως – όπως πάντα – τα δικά της σχέδια, και η οικογένεια χάνει τη Λίνα «της» στα τέλη της δεκαετίας του ‘80. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Χρήστος Αδαμόπουλος πουλά τα πάντα στην Αμερική και αποφασίζει να επιστρέψει οριστικά στην Ελλάδα.
Ο Τύπος τον υποδέχεται μετά βαΐων και κλάδων. «Ο άρχοντας των Χαυτείων επιστρέφει». Οι φωτογραφίες που δεσπόζουν στην επιχείρησή του, με στιγμιότυπα από επίσημες συναντήσεις, με πρέσβεις και πολιτικά πρόσωπα, αποτυπώνουν την ευρύτερη αποδοχή του – ρίξτε μια κλεφτή ματιά. Τα λεφτά δεν τον έχουν αλλάξει. Διατηρεί παλιές φιλίες, στηρίζει ανθρώπους που γνωρίζει από τα νιάτα του, είναι πάντα εύχαρις, ευγενής, προσηνής.
Αν τύχει και περάσετε, με τα πόδια ή το αυτοκίνητο, παραμονή Πρωτοχρονιάς από την Ομόνοια και τα Χαυτεία, φανταστείτε τον να σας εύχεται «Ευτυχισμένο το 2020». Eίναι cult πια. Στην Αθήνα του 2030, μπορεί να του κάνουν το ολόγραμμά του –όλα είναι δυνατά. Το παρελθόν ακουμπά άλλωστε στο μέλλον πιο στέρεα από όσο μπορεί κανείς να φανταστεί.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News