1630
| Ρέα Βιτάλη/Protagon

Αγάπη, μωρέ! Λουίζα – Μάριος

Ρέα Βιτάλη Ρέα Βιτάλη 26 Δεκεμβρίου 2019, 08:46
|Ρέα Βιτάλη/Protagon

Αγάπη, μωρέ! Λουίζα – Μάριος

Ρέα Βιτάλη Ρέα Βιτάλη 26 Δεκεμβρίου 2019, 08:46

Σας το έγραψα στο προηγούμενο κείμενο μου. Φέτος τα Χριστούγεννα με πλημμύρισε η επιθυμία να γράψω μόνο για αγάπη, να συνομιλήσω με ανθρώπους που ευλογήθηκαν αγάπη, για σχέσεις φωτάκια. Σαν αυτά τα μικρούτσικα που γεμίζουν ξαφνικά το σύμπαν μας ετούτες τις μέρες. Αυτόματα, αυθόρμητα, ευλογημένα απευθύνθηκα πρώτα-πρώτα στην Φωτεινή και στον Αγγελό «της». Τι αποστάσεις διέτρεξε η αγάπη τους! Τι σχέση! Να δώσεις, να λάβεις… Αθήνα-Αιθιοπία. Από 800.000 παιδιά… Ενα!

Το διαβάσατε ήδη, αναγνώστες. Ετούτη τη φορά η ψυχή μου επέλεξε την ιστορία της Λουίζας και του Μάριου. 25 χρόνια μαζί μέχρι που… Αλλη, ετούτη η αγάπη. Της έστειλα ένα μήνυμα. Το ίδιο βράδυ, παραμονή Χριστουγέννων, συνομιλήσαμε. Αναντιστοίχο στη χαρά; Τι απροβλημάτιστα μίζερη προσέγγιση! Η αγάπη!… Οπως και να εξελιχθεί η σχέση…  Αγάπη, μωρέ!

-Λουίζα σκέφτηκα, ότι όταν κάποιος φεύγει για πάντα, πεθαίνει, δεν μπορείς παρά μόνο να τον αγαπάς.

«Εχεις δίκιο. Η πρώτη μου απορία όταν άρχισα να καταλαβαίνω τι είναι αυτό που μου έχει συμβεί είναι, το πού θα πάει αυτή η αγάπη; Πού πάει η αγάπη; Εγώ συνεχίζω να τον αγαπάω. Η δική του αγάπη τι γίνεται; Δεν το έχω λύσει ακόμα, ούτε κάποια απάντηση με ικανοποιεί. Ξέρεις, είναι όπως οι πόνοι της γέννας. Από την επόμενη μέρα θέλεις να κάνεις κι άλλο παιδί. Ξεχνάς όλα αυτά που σου τη “δίνανε” και που γι΄αυτά τσακωνόσασταν κάθε λεπτό και θυμάσαι την πραγματικότητα του ανθρώπου. Θυμάσαι την ουσία του. Γι’ αυτή που ήσουν μαζί του… 25 χρόνια ήμασταν μαζί. Δεν κάθεσαι με κάποιον 25 χρόνια, έτσι… Ετσι δεν είναι;»

-Η απουσία μαστιγώνει. Μπορεί κάποιος να φτάσει και σε ακρότητες;

«Δεν έκανα “εξωστρεφείς” ακρότητες. Είχα ακρότητες μέσα μου. Θυμάμαι, ότι δεν ήθελα να σηκωθώ από το κρεβάτι. Έπεφτα, κουκουλωνόμουν μέχρι επάνω και έλεγα «Παναγία μου, να μείνω εδώ για πάντα». Βέβαια, την επόμενη μέρα σηκωνόμουν γιατί ένοιωθα μια τρομακτική ευθύνη. Όλη η οικογένεια ήταν ξαφνικά επάνω μου. Αλλά ναι. Τότε θα ήθελα πάρα πολύ να πεθάνω».

-Σε θυμάμαι στο νησί. Εσταζες δάκρυα από κάθε σου πόρο χωρίς μια σταγόνα δάκρυ. Και είχες πει κάτι που με στοίχειωσε. Ξέρω πόσο καλή μαγείρισσα είσαι και πόσο φιλόξενη. Πόσα εδέσματα θα είχε γευτεί ο Μάριος από τα χέρια σου! Κι ωστόσο, μου είχες πει πνιγμένη στις τύψεις, ότι σου είχε ζητήσει το αγαπημένο του φαγητό… Μπάμιες, αν θυμάμαι καλά… Και εσύ το ανέβαλες. Και σε κατάτρεχε αυτή η αναβολή. «Δεν ήταν να του είχα μαγειρέψει τις μπάμιες!». Για φαντάσου, με τι μπορεί να βασανίζεται ο άνθρωπος, είχα σκεφτεί τότε.

«Μωρέ, πού τα θυμάσαι; Ακόμα το σκέφτομαι, το πιστεύεις. Είναι αυτό, που σε τραβολογάει η καθημερινότητα της ζωής και λες εντάξει “Δεν χάθηκε ο κόσμος. Αύριο. Κάποια στιγμή μεθαύριο…”. Αυτό το “έχουμε χρόνο”. Και ξαφνικά συμβαίνει κάτι, τόσο τραγικό και μεγάλο, και σκέφτεσαι αυτά τα μικρά. Πιάνεσαι από τα μικρά. Δεν μπορείς να το διαχειριστείς… Είναι τόσο μεγάλο, που πρέπει να το κόψεις κομμάτια. Το σπας για να αντέξεις να το αντιμετωπίσεις κομμάτι-κομμάτι. Και κολλάει ο εγκέφαλος σε κάτι τέτοια. Ακόμα το σκέφτομαι με μαράζι. Δεν του μαγείρεψα τις αγαπημένες του μπάμιες».

-Λουίζα δεν σε έχω ρωτήσει ποτέ… Εκείνο το πρωί ξυπνήσατε μαζί;

«Όχι. Όχι. Το προηγούμενο βράδυ είχαμε μια σημαδιακή συζήτηση. Από αυτές, που την επόμενη μέρα προβληματίζεσαι αν μερικά πράγματα είναι τυχαία ή όχι. Είμασταν πολύ χαρούμενοι. Ο γιος μας είχε περάσει με περγαμηνές στο Πολυτεχνείο της Πάτρας και σκεφτόμασταν, εκείνος δηλαδή το σκεφτόταν, ότι θα έπρεπε να αγοράσουμε και άλλο αυτοκίνητο ώστε να μετακινείται Αθήνα-Πάτρα και εγώ διαφωνούσα, γιατί έλεγα ότι ο δρόμος είναι καρμανιόλα και άρχισα να τον κοροϊδεύω, ότι κακομαθαίνει τα παιδιά και ότι υπάρχουν και λεωφορεία και ότι τα έχει κάνει “πρίγκιπες’’ και “πριγκίπισσες’’. Και εκείνος είπε: “Μα, αυτή δεν είναι η ‘δουλειά μου’; Αλλωστε για να είναι πρίγκιπες, κάποια πρέπει να είναι και ‘βασιλομήτωρ’’’. Γελάγαμε πολύ με τον Μάριο. Και έτσι πήγαμε για ύπνο. Το πρωί που ξύπνησα είχε φύγει για τη δουλειά. Δεν χαιρετηθήκαμε. Και θα πέρναγα μπροστά από το σημείο που σκοτώθηκε αν δεν είχε χαλάσει ο printer που με καθυστέρησε γιατί έπρεπε να εκτυπώσω κάτι. Και τον έπαιρνα τηλέφωνο για να μου πει, τι να κάνω για να τον επιδιορθώσω και εκείνος δεν απαντούσε. Και ήμουν σίγουρη ότι είναι ήδη επάνω στο καράβι και δεν απαντούσε γιατί δεν άκουγε το τηλέφωνο. Κάτι που συνέβαινε συχνά. Αυτό όταν το σκέφτομαι… Να παίρνεις τηλέφωνο… Μερικά δεν χωράνε στο μυαλό μου… Ποτέ δεν θα χωρέσουν στο κεφάλι μου! Αδυνατώ να χωρέσω τη μικρότητα της στιγμής και το μεγαλείο της ζωής… Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;»

-Καταλαβαίνω. «Αδυνατώ να χωρέσω τη μικρότητα της στιγμής και το μεγαλείο της ζωής». Τι ωραίο αυτό που είπες;! Αλλά και πόσους έχει καταπιεί αυτή τη άσφαλτος! Αυτή η διαδρομή μέχρι το Σούνιο… Ενας από απέναντι, με μια λάθος κίνηση και… Νοσοκομείο Βούλας. Τέλος.

«Εσύ να κοιμάσαι τον ύπνο του δικαίου και την ίδια στιγμή να έχει αλλάξει το σύμπαν όλο…»

-Και σ’ έσωσαν κατά μια έννοια, τα παιδιά και τα γλυκά… Για φαντάσου! Στην τόση πίκρα…

«Ναι. Το κίνητρο ήταν τα παιδιά μας και μια σκέψη που έκανα. Δηλαδή σκέφτηκα, ότι άραγε θα ήθελα η κληρονομιά αυτού του ανθρώπου να είναι μια κατεστραμμένη οικογένεια; Και μόλις έκανα αυτή τη σκέψη, κινητοποιήθηκα».

-Πόσα χρόνια έχουν περάσει;

«Δυόμιση».

-Τα Χριστούγεννα λογικά δεν παλεύονται.

«Εντάξει… Τι να λέμε; Θα σου πω κάτι. Το έλεγα χθες και στα παιδιά μου και γελάσαμε. Γιατί έχουμε αρχίσει να γελάμε πια. Για να σου πω όμως την ιστορία πρέπει πρώτα να σου διευκρινίσω, ότι όπως όλα τα ζευγάρια, είχαμε περάσει και δύσκλολες μέρες στα οικονομικά μας λόγω κρίσης… Οταν λοιπόν μπαίναμε στο σούπερ μάρκετ τον κοιτούσα και εκείνος έπιανε στον αέρα το βλέμμα μου και μου έλεγε, αστεία-ενθαρρυντικά, κάτι πολύ χαρακτηριστικό, «Feel rich» (γελάει δυνατά). Ρε Ρεάκι, δεν υπάρχει περίπτωση να μπω σε σούπερ μάρκετ μέρες γιορτής και να μην κουδουνάει στο κεφάλι μου η φράση του “Feel rich”».

-Λατρεύω τους κωδικούς των ζευγαριών. Δυο λέξεις και ένα δικό τους σύμπαν ενδοσυνεννόησης… Για τα γλυκά σου όμως δεν θα πούμε κάτι; Για αυτά τα έργα τέχνης που από χόμπι προέκυψε επάγγελμα; Μαχήτρια σε έχω στο μυαλό μου Λουιζάκι. Πώς τα έβγαλες πέρα;

«Τα γλυκά μου είναι όαση. Πηγή. Να σε διορθώσω, δεν είναι αυτό που είπες πριν, γλύκα στην πίκρα. Όχι. Είναι καλλιτεχνία. Το γεγονός ότι βγάζω «πράγματα» από μέσα μου. Θυμάμαι, ότι μόλις μια εβδομάδα αφότου έγινε το κακό, είχαμε μια παραγγελία για μια τεράστια καμηλοπάρδαλη, για τα γενέθλια ενός παιδιού. Τρισδιάστατη καμηλοπάρδαλη! Είχα πάει στο μαγαζί, μόνη μου ήμουν, νύχτωσα με την καμηλοπάρδαλη… Κι αν την έκλαψα εκείνη την καμηλοπάρδαλη! Την έφτιαχνα με εσωτερικό διάλογο. Την άλλη μέρα μπήκε μια συνεργάτιδα μας και άνοιξε το ψυγείο για να την παραδώσει και μου είπε μετά γελώντας: “Ετσι όπως με κοίταξε η καμηλοπάρδαλη, της είπα “καλημέρα”. Ηταν σαν να μου μίλαγε”. Τα γλυκά μου… “THE CAKERS”, Ρεάκι μου.

Οταν πρότεινα στη Λουίζα να μιλήσουμε για την προσωπική της ιστορία, μου απάντησε γραπτώς. «Ναι. Όχι για τα 15’ δημοσιότητας που μου αναλογούν αλλά γιατί θέλω να μιλάμε για τους νεκρούς μας και γιατί σ΄εμπιστεύομαι ότι θα προστατεύσεις την ιστορία αγάπης μας».

Μερικές ώρες μετά τη συνομιλία μας έλαβα και ένα μήνυμα-μονόλογο: «Θέλω να σου πω ακόμα πόσο θύμωσα με την ζωή που το επόμενο πρωί συνέχισε να κυλά κανονικά… Πόσο συγκεντρωμένη και γυρισμένη προς τα μέσα ήμουν για μήνες, μην τυχόν και μου ξέφευγε τίποτα τώρα, που τα δυο μυαλά είχαν γίνει ένα… πόσο στα σοβαρά διαπραγματευόμουν με τον Θεό να τραβήξει για λίγο την κουρτίνα να ρωτήσω τον Μάριο τι να κάνω για ένα σωρό πράγματα… Για ένα λεπτάκι, μόνο! Πόσο μου λείπει το χιούμορ του, η ευφυία του, οι ατάκες του, οι γκριμάτσες του, πόσο μου λείπει η μυρουδιά του, η φροντίδα του. Ακόμα και η γκρίνια του όταν πηγαίναμε κάπου και βαριόταν και μου έλεγε συνωμοτικά “ώρα μας;”. Πόσο θα ήθελα να τον ξανακούσω να με αποκαλεί “κυρία μου” ή να μου αφήνει στο τραπέζι του σαλονιού μια σοκολάτα ΙΟΝ υγείας με ολόκληρα αμύγδαλα. Πόσο ισοβίως ευγνώμων νοιώθω για το safety net μου, για τους ανθρώπους που με άντεξαν τον πρώτο καιρό. Που δέχτηκαν να ακουμπήσω λίγο από το βάρος μου επάνω τους αψηφώντας ο καθένας τους, τον δικό του φόβο θανάτου κάθε που ήταν μαζί μου…Και ξέρεις, δεν ήταν εύκολο να ήταν κάποιος κοντά μου τον πρώτο καιρό…Πώς πονούσε για χρόνια το σώμα μου λες και ήμουν γεμάτη μώλωπες. Μόνο η αγκαλιά της μάνας μου και των παιδιών μου με ηρεμούσε. Πως κοιμόμουν όπου στεκόμουν ακίνητη περισσότερο από δύο λεπτά σαν ασφάλεια που έπεφτε. Πως έλεγα κάθε βράδυ στον εαυτό μου “την έβγαλα και σήμερα”. Πως υποσχόμουν στον εαυτό μου να μην κλάψω κάθε που με ρωτούσαν “οικογενειακή κατάσταση”… Με τι άγρια χαρά θα έγδερνα το κεφάλι του Βερύκιου όταν τον άκουσα στην τηλεόραση να λέει “Οι χήρες κάτω των 50 να πάνε να δουλέψουν! Δεν κατάλαβα… Που μου θέλουν και σύνταξη!”. Πόσο αφόρητες έγιναν οι συνήθειες της καθημερινότητας όπως να καθίσουμε στο τραπέζι όλοι μαζί αλλά και πόσο γαλήνεψα όταν έφεραν την τέφρα του στο σπίτι… Ενιωσα σαν να ξαναγύρισε! Πόσο οδυνηρό είναι ακόμη και σήμερα να κάνω τα ίδια πράγματα που έκανα με τον Μάριο αλλά και πόσο οδυνηρό να μην κάνω τα ίδια πράγματα που έκανα με τον Μάριο. Ναι. Η ζωή συνεχίζεται. Αλλά είναι μια άλλη ζωή. Δεν θα μπορούσες να το οπτικοποιήσεις καλύτερα από την μαύρη σελίδα που είχες βάλει στο πρώτο σου βιβλίο, το δικό σου Ρέα μου, χωρίζοντας το στα δυο”». (Αναφέρεται στο «Κάποτε θα γράψω ένα βιβλίο» εκδόσεις Ποταμός)

Η Λουίζα και ο Μάριος. Μια ακόμα ιστορία αγάπης. Βαθιάς αγάπης. Πόσες όψεις, πόσες αποχρώσεις, πόσες γεύσεις έχει η αγάπη. Όσοι μοίρασαν αγάπη, όσοι έλαβαν… Feel rich! Rich… to the sky!

Υ.Γ.: Η φωτογραφία είναι επιλογή της Λουίζας. Οσοι θα μας μιλήσουν σ΄αυτή τη σειρά συνομιλιών με τίτλο «Αγάπη, μωρέ!» επιλέγουν τη φωτογραφία. «Είναι η αγαπημένη μου. Δείχνει όσα του άρεσαν. Να σχεδιάζει, να δίνει λύσεις, να καπνίζει, να φοράει καλοσιδερωμένα μακρυμάνικα πουκάμισα Και φυσικά τα χέρια του. Ακόμα τα λατρεύω τα χέρια του».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...