Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι έχουν περάσει κιόλας 40 χρόνια από την ταινία «Κράμερ εναντίoν Κράμερ». Μία ταινία που, κάνοντας πρεμιέρα στις γιορτές του 1979, άνοιξε τον διάλογο για τα διαζύγια, έκανε τη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία της χρονιάς, ενώ το 1980 σάρωσε τα Οσκαρ, κατακτώντας πέντε χρυσά αγαλματάκια (Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Σεναρίου, α’ αντρικού και β’ γυναικείου ρόλου).
Και τότε και σήμερα βέβαια, υπάρχουν πτυχές της ταινίας που μοιάζουν να είναι από άλλη εποχή, ή σαν ένα τεχνούργημα από έναν πολιτισμό που είναι εντελώς ξένος και ακατανόητος. Και όσον αφορά τη δικαστική απόφαση, αλλά και την τελική στάση των γονιών «για το καλό του παιδιού τους».
Η υπόθεση αφορούσε ένα ζευγάρι, τον Τεντ (Ντάστιν Χόφμαν) και την Τζοάνα Κράμερ (Μέριλ Στριπ), που παίρνει διαζύγιο και όπως πάντα στη μέση βρίσκεται το παιδί, ο Μπιλ (Τζάστιν Χένρι).
Οταν η δικαστική μάχη για τη διεκδίκηση της κηδεμονίας αρχίζει, οι Τεντ και Τζοάνα είναι απροετοίμαστοι για τη σκληρή «δολοφονία» των χαρακτήρων τους από τους ίδιους τους δικηγόρους τους, οι οποίοι τους πιέζουν με πρωτόγνωρο τρόπο για να «σφαχτούν» μπροστά στα μάτια των δικαστών.
Το δικαστήριο τελικά δίνει «απλόχερα» την κηδεμονία στην Τζοάνα, όχι όμως επειδή υπήρχαν τεκμήρια ότι ο Τεντ θα ήταν λιγότερο καλός γονιός, αλλά επειδή «ένα παιδί είναι καλύτερο να μεγαλώσει με τη μητέρα του».
Η αυστηρή δικαστική απόφαση κατά του Τεντ Κράμερ και οι αντιδικίες των χωρισμένων γονιών αναφορικά με την επιμέλεια του παιδιού, θα μπορούσαν αδίκως να παρερμηνεύσουν το νόημα του φιλμ ως «προπαγάνδα ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Δικηγόρος εναντίων δικηγόρου
Οι γονείς διεκδικούσαν την κηδεμονία του παιδιού, όμως στην ουσία η μάχη έγινε μεταξύ των δικηγόρων που εκπροσωπούσαν το ζευγάρι. Δεν υπολόγισαν κανένα συναίσθημα, καμία ζωή, κανέναν ανθρώπινο κανόνα, ούτε βέβαια τους πελάτες τους. Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να κερδίσουν τη δίκη. Ηταν μία μάχη μεταξύ δικηγόρων.
Και παρότι όλα τα στοιχεία συνηγορούσαν υπέρ του πατέρα, ο δικαστής αποφάσισε ότι η μητέρα αναλαμβάνει την κηδεμονία και ότι αυτός θα μπορεί να βλέπει το παιδί του τέσσερις ημέρες τον μήνα.
Ακόμα και πριν από 40 χρόνια που προβλήθηκε για πρώτη φορά η ταινία, οι δικαστικοί είχαν εκπλαγεί από το σενάριο, διότι προέβαλε το επάγγελμα των δικηγόρων και των δικαστών ως «σκοταδιστικό». Επιχειρήματα επί επιχειρημάτων, καταρράκωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και τελικά μία απόφαση που βασιζόταν σε αντιλήψεις μιας άλλης εποχής.
Οι σκηνές έμοιαζαν σαν να είχαν διαδραματιστεί 50 χρόνια πριν γυριστεί η ταινία, όπου οι δικαστές δεν είχαν κανένα συναίσθημα και καμία ρεαλιστική και κριτική διάθεση για τις καταθέσεις και τα πρόσωπα που είχαν απέναντί τους. «Η ταινία τελικά μοιάζει σαν να είχε γυριστεί πριν από 90 χρόνια και η απόφαση του δικαστηρίου δεν βγάζει κανένα νόημα», έγραψε ο Guardian. Αυτό βέβαια όσον αφορά δικηγόρους και δικαστές, διότι το γκραν φινάλε της ταινίας, ήταν σαν να είχε «βγει» από κινηματογραφικό στούντιο 50 χρόνια αργότερα.
Γονείς υπέρ παιδιού
Προφανώς το σενάριο ήθελε να «φωτίσει» μία συγκεκριμένη πλευρά της Δικαιοσύνης, διότι συνολικά κάθε άλλο παρά αναχρονιστικό ήταν. Γιατί; Διότι πέρα από την απόφαση του δικαστή, οι γονείς πήραν τον νόμο στα χέρια τους και αποφάσισαν κάτι που ακόμη και σήμερα δεν είναι τόσο εύκολο να κάνουν ζευγάρια που χωρίζουν με τον πιο βελούδινο τρόπο.
Η μητέρα συνειδητοποιεί ότι ο πατέρας είναι καλύτερος γονιός και ότι το παιδί θα ήταν πιο ευτυχισμένο με τον πατέρα και θα μεγάλωνε με καλύτερο τρόπο. Ετσι, στην τελευταία σκηνή του έργου, αποφασίζει η ίδια το παιδί να μείνει με τον πατέρα του. Επίσης μία απόφαση – ορόσημο που ελάχιστες μητέρες ή και πατεράδες έχουν τη δύναμη να πάρουν, ειδικά όταν έχουν στα χέρια τους μία ξεκάθαρη δικαστική απόφαση.
Παρ’ όλα αυτά, το «Κράμερ εναντίον Κράμερ» παραμένει μία ταινία με τεράστια ευαισθησία. Το περιεχόμενο της βοηθά να ξεκαθαρίσει η σύγχυση που επικρατεί σχετικά με την πατρότητα, τους ρόλους των δύο φύλων, και τη διαδικασία της λήψης διαζυγίου, καθώς πρόκειται για καταστάσεις στενά συνδεδεμένες.
Στις ΗΠΑ η ταινία είχε ως αποτέλεσμα τα δικαστήρια για τα διαζύγια να απλοποιηθούν και να γίνουν οικονομικότερα. Αν ξεπεράσει κάποιος το νομικό μέρος της, η ταινία αντικατοπτρίζει μία αλλαγή κουλτούρας της εποχής, όπου οι γυναίκες μπορούσαν ευκολότερα να αποχωρήσουν από ένα δυστυχισμένο γάμο και να αυτοσυντηρηθούν.
Βέβαια, αυτό δεν απαλλάσσει από το στίγμα μία μητέρα που εγκαταλείπει το παιδί της, όπως έκανε στην ταινία η Μέριλ Στριπ ή τις κοινωνικές προκαταλήψεις ότι οι μητέρες είναι καλύτεροι φροντιστές για τα παιδιά, κάτι που στέρησε την επιμέλεια από τον Τεντ.
Οσο δύσκολο όμως είναι τελικά να γίνει η ταινία αποδεκτή από το κοινό ως ταινία διαζυγίου από νομική άποψη, τόσο αγαπητή και όμορφη μπορεί να γίνει ως ιστορία για έναν πατέρα που μαθαίνει να έχει μία πραγματική σχέση με τον γιο του και μία μητέρα που βρίσκει τη δύναμη να κάνει το καλύτερο για το παιδί της, ακόμη και αν η ίδια δεν περιλαμβάνεται στο «κάδρο» της ανάπτυξής του.
Το φιλμ προστέθηκε πρόσφατα στην ταινιοθήκη του Netflix.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News