Πάντα, σε κάθε τάξη σχολείου ή σε κάθε γειτονιά, υπάρχει ένας νταής. Συνήθως έχει επιβλητικό όγκο και όχι ιδιαίτερα υψηλό ΙQ, κυριαρχεί δε μοιράζοντας κλωτσιές και σφαλιάρες κατά την δική του κρίση και αξιολόγηση. Τα κανονικά παιδιά μαθαίνουν με τον καιρό να μην τον προκαλούν για να μην γυρίσουν δαρμένα στο σπίτι τους, η συνηθέστερη δε πρακτική τους είναι να τον καλοπιάνουν ή να τον αποφεύγουν. Σε κάθε περίπτωση, έχουν επίγνωση ότι είναι αδύνατο να βγάλουν άκρη μαζί του.
Το λογικό θα ήταν να συνασπιστούν τέσσερα-πέντε απ’ αυτά και να τον αντιμετωπίσουν όλα μαζί, μόνο που αυτό δεν συμβαίνει ποτέ. Ο ατομικός φόβος για την στιγμή της σύρραξης κυριαρχεί στο μυαλό τους, δίχως να τα αφήνει να αναλογιστούν τα μακροπρόθεσμα οφέλη που θα έχει για την καθημερινότητα τους μια ήττα του παλικαρά. Ειδικά αν ο νταής βάλει στο στόχαστρο του κάποιο συγκεκριμένο παιδί, τότε αυτό δεν έχει πολλές επιλογές. Θα καταλήξει σάκος του μποξ για την εκτόνωση του μάγκα. Θα κάνει ίσως τα παράπονα του στον πατέρα του ή στον δάσκαλο, αυτοί όμως δεν θα τον διασώζουν σε κάθε διάλειμμα που θα περπατά μόνος του στην αυλή του σχολείου, με τον νταή να βρίσκεται στο κατόπι του.
Η μόνη πραγματική διέξοδος για τον μικρό, είναι να μάθει να παλεύει. Και να μάθει να μην φοβάται να παλέψει. Είναι η μοναδική μακροπρόθεσμη αποτελεσματική λύση για αυτόν. Μπαίνοντας στην μάχη με το παιδοβούβαλο, ίσως το ισχνό του δέματος του να μην του επιτρέψει να νικήσει ολοκληρωτικά, αν όμως του καταφέρει μια μπουνιά στην μύτη ή μια κλωτσιά στα σκέλια τότε ο τραμπούκος θα τον αφήσει ήσυχο δια παντός. Καθότι άπαντες έχουν εντός τους την ζυγαριά κόστους-οφέλους.
Μοιάζουν ίσως πολύ καουμπόικα όλα αυτά. Διόλου ευρωπαϊκά και πολιτισμένα επίσης. Κι εμείς είμαστε μια ευρωπαϊκή χώρα και κοινωνία. Είμαστε ένα κράτος που έχει να πολεμήσει εντός των συνόρων του επτά δεκαετίες. (Η Κορέα δεν ήταν δικός μας πόλεμος και ήταν μακριά, η Κύπρος ήταν μεν δική μας μάχη αλλά στην πραγματικότητα δεν πολεμήσαμε). Επτά δεκαετίες, σημαίνει τρεις γενιές εντελώς άκαπνες, με ειρηνική, ασφαλή και καλοπερασμένη ζωή.
Πλην τώρα εμφανίστηκε νταής στη γειτονιά μας. Καλό θα ήταν να μην ακούγαμε το κουτσαβάκικο σφύριγμα του στον δρόμο μας, όμως έσκασε μύτη πίσω από τις κολώνες και τώρα κάνει τον καμπόσο. Έχει λυμένο το ζωνάρι και πατάει πόδι στην αυλή μας. Πιστεύει ότι είμαστε πολύ καλομαθημένοι και μαλθακοί για να του αντισταθούμε, για να παλέψουμε μαζί του, για να πολεμήσουμε. Τα ίδια έλεγαν πριν ενενήντα χρόνια οι φασίστες της Ευρώπης. Ότι οι δυτικοευρωπαίοι ήταν τόσο καλομαθημένοι που δεν θα σηκώσουν όπλο.
«Ανθρωποι που πεθαίνοντας αφήνουν τις τεράστιες περιουσίες τους στους γάτους και στους παπαγάλους τους, είναι τόσο αλλοιωμένοι που θα προτιμήσουν την παράδοση από τις κακουχίες ενός πολέμου» έλεγε ο Μουσολίνι στους συγκεντρωμένους μελανοχίτωνες στην Piazza del Popolo. Τα ίδια πίστευαν οι ναζιστές Γερμανοί για τους Εγγλέζους, τα ίδια οι μιλιταριστές Γιαπωνέζοι για τους πλούσιους Αμερικάνους.
Αυτό ακριβώς πιστεύει και τώρα για τους Ελληνες ο Ταγίπ. Ο τσαμπουκάς του δεν στηρίζεται στην οπλική του υπεροχή έναντι ημών (που υφίσταται), αλλά στην πεποίθηση του ότι οι Ελληνες δεν θα πολεμήσουν με τα όπλα που έχουν. Η Ελλάδα μπορεί να μην έχει την δυνατότητα να τον σκοτώσει, έχει όμως και με το παραπάνω την δύναμη να του σπάσει την μύτη ή να τον κάνει να ουρλιάξει από τον πόνο στα σκέλια. Πιστεύοντας όμως ότι οι Ελληνες δεν θέλουν να πολεμήσουν, ο νταής υποθέτει βασίμως ότι και η πολιτικοστρατιωτική τους ηγεσία δεν θα το τολμήσει.
Οσο θα αφήνουμε τον Τούρκο να το πιστεύει αυτό, τόσο η θέση μας θα χειροτερεύει, εξάμηνο το εξάμηνο, χρόνο τον χρόνο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News