Στο τέταρτο επεισόδιο του τρίτου κύκλου της σειράς «The Crown», στο οποίο ο κύριος πρωταγωνιστής είναι ο βασιλικός σύζυγος πρίγκιπας Φίλιππος, παρουσιάζεται πώς ο Δούκας του Εδιμβούργου και η Ελισάβετ συμφώνησαν να προσκαλέσουν στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ μια ομάδα κινηματογραφιστών με σκοπό να γυρίσουν ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή των γαλαζοαίματων του Ηνωμένου Βασιλείου. Η σειρά ονόματι «The Royal Family» προβλήθηκε τελικά το καλοκαίρι του 1969, συγχρόνως στο BBC και στο ITV.
Παρότι η ταινία στην πραγματική ζωή επαινέθηκε και από τους κριτικούς και από το κοινό, στη σειρά (διαθέσιμη ήδη από την περασμένη Κυριακή στο Netflix) το όλο εγχείρημα παρουσιάζεται ως μια απερίσκεπτη ενέργεια του Φιλίππου ο οποίος, μέσω του ντοκιμαντέρ, επιδιώκει να αντισταθμίσει την εχθρική στάση των βρετανικών Μέσων Ενημέρωσης προς τη βασιλική οικογένεια και το θεσμό της βασιλείας αλλά και να αιτιολογήσει το αίτημά του για αύξηση του ετήσιου βασιλικού προϋπολογισμού ο οποίος παρέμενε στάσιμος επί μία δεκαπενταετία.
Τελικά καταφέρνει να εξοργίσει ακόμη περισσότερο τον Τύπο, ειδικά όταν επιλέγει να εκφράσει τα παράπονά του για τον ανεπαρκή βασιλικό προϋπολογισμό κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξής του στην καναδική τηλεόραση. Η υπεροπτική στάση του συζύγου της βασίλισσας ώθησε τον Τζον Αρμστρονγκ, έναν δημοσιογράφο του Guardian, να ασκήσει δριμύτατη κριτική στη βασιλική οικογένεια μέσω άρθρου στην εφημερίδα του.
Η αρνητική του γνώμη, ωστόσο, για τη βασιλεία αλλάζει άρδην, όταν έπειτα από παρέμβαση της πριγκίπισσας Αννας, της μοναχοκόρης του Φιλίππου και της Ελισάβετ, συναντά στο Μπάκιγχαμ και συνομιλεί με μια ηλικιωμένη και οστεώδη ορθόδοξη μοναχή η οποία, όποτε δεν μιλάει στα αγγλικά, προσεύχεται στα ελληνικά. Ο δημοσιογράφος αρχικά ξαφνιάζεται, στη συνέχεια συναρπάζεται και μένει άναυδος από όλα όσα ακούει για τη ζωή της, καταλήγοντας, τελικά, να πλέξει το εγκώμιο της μυστήριας καλόγριας η οποία κατάφερε στη σειρά να σώσει την τιμή όχι μόνον του γιου της αλλά και της βρετανικής μοναρχίας.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η εν λόγω μοναχή είχε κυριολεκτικά μια απίστευτη και, συγχρόνως, συνταρακτική ζωή δεδομένου ότι πριν αποφασίσει να αφοσιωθεί στον Θεό ήταν γνωστή ως η Πριγκίπισσα Αλίκη του Μπάτενμπεργκ, σύζυγος του πρίγκιπα Ανδρέα της Ελλάδας και της Δανίας, και μητέρα του πρίγκιπα Φιλίππου. Μάλιστα, σύμφωνα με την Αλις Βίνσεντ, δημοσιογράφο της Telegraph, η ιστορία του πολυκύμαντου βίου της είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μεταξύ των μελών της βασιλικής οικογένειας της Βρετανίας, δεδομένου ότι η δισεγγονή της βασίλισσας Βικτωρίας κατάφερε να αξιοποιήσει όλες τις δυσκολίες που κλήθηκε να αντιμετωπίσει, ως ευκαιρίες για να συνδράμει τους πιο αδύναμους.
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και η Μικρασιατική Καταστροφή
Η πριγκίπισσα Αλίκη ήρθε στον κόσμο το 1885 στο Κάστρο του Ουίνδσορ και παρότι γεννήθηκε κωφή, η μητέρα της, πριγκίπισσα Βικτωρία της Εσσης και του Ρήνου, κάθε άλλο παρά επιεικής υπήρξε μαζί της, απαιτώντας από τη θυγατέρα της να συμμετέχει από μικρή ηλικία στις συζητήσεις των μεγάλων, με αποτέλεσμα, λίγο πριν ενηλικιωθεί, η Αλίκη να μπορεί να διαβάζει τα χείλη των συνομιλητών της σε πολλές, μάλιστα, γλώσσες.
Συνάντησε το μετέπειτα σύζυγό της κατά τη στέψη του Εδουάρδου Ζ΄το 1902, διαπιστώνοντας πως ο πρίγκιπας Ανδρέας της Ελλάδος και της Δανίας, γιος του Γεωργίου Α΄των Ελλήνων, πέρα από τρία χρόνια μεγαλύτερός της, ήταν επίσης όμορφος και κοινωνικός. Παντρεύτηκαν τελικά την επόμενη χρονιά και επί μια δεκαετία σχεδόν έζησαν όπως αναμένεται να ζουν ακόμα και σήμερα οι πρίγκιπες και οι πριγκίπισσες όλων των βασιλικών οίκων της Γηραιάς Ηπείρου. Εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα και αφότου απέκτησαν τέσσερις κόρες, από το 1905 έως το 1914, η Αλίκη ξεκίνησε να ταξιδεύει ανά την Ευρώπη, προβαίνοντας σε φιλανθρωπίες, ενώ ο Ανδρέας αφιερώθηκε στη στρατιωτική του καριέρα στον ελληνικό στρατό.
Η δεύτερη δεκαετία της ζωής τους, ωστόσο, υπήρξε τραυματική. Αρχικά το πριγκιπικό ζεύγος έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους. Ο πρίγκιπας Ανδρέας, ο οποίος μετά το Κίνημα στο Γουδί είχε λάβει αναγκαστική εκπαιδευτική άδεια, επέστρεψε στις τάξεις του ελληνικού στρατού ενώ η σύζυγός του πρόσφερε τις υπηρεσίες της ως νοσοκόμα. Το 1913 τιμήθηκε, μάλιστα, για το έργο της με τον Βασιλικό Ερυθρό Σταυρό, ένα μετάλλιο που θέσπισε η προγιαγιά της Βασίλισσα Βικτωρία και απονέμεται σε νοσοκόμες που διακρίνονται εν καιρώ πολέμου.
Ξέσπασε, όμως, σχεδόν αμέσως μετά ο Α΄Παγκόσμιος Πόλεμος και τον Δεκέμβριο του 1916, όταν τα γαλλικά αεροσκάφη βομβάρδισαν την Αθήνα, η Αλίκη κατέφυγε μαζί με τις τέσσερις κόρες της στα κελάρια των ανακτόρων. Επειτα από έξι μήνες, τον Ιούνιο του 1917 η βασιλική οικογένεια αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί στην Ελβετία λόγω της εμμονής του φιλογερμανού βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ να παραμείνει η χώρα ουδέτερη παρά την επιμονή του Ελευθερίου Βενιζέλου να συνταχθεί με τους αγγλογάλλους Συμμάχους της Αντάντ.
Μετά το δημοψήφισμα του 1920 ο Κωνσταντίνος Α΄ επέστρεψε στην Ελλάδα, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της βασιλικής οικογένειας και μερικούς μήνες αργότερα η πριγκίπισσα Αλίκη έφερε στον κόσμο το πέμπτο της παιδί, τον Φίλιππο, ο οποίος γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1921 στο τραπέζι της κουζίνας της βασιλικής κατοικίας στην Κέρκυρα. Εγκατέλειψε, όμως, την Ελλάδα όντας ακόμα βρέφος μέσα σε ένα καφάσι από πορτοκάλια. Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή ο βασιλιάς και θείος του ήταν ανεπιθύμητος στη χώρα και εξορίστηκε στο Παρίσι, όπου μετέβη και ο πατέρας του φιλιππου πρίγκιπας Ανδρέας, παρότι είχε καταδικαστεί σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο το οποίο, όμως, στη συνέχεια μετέτρεψε την ποινή του σε εξορία.
Ο Ζίγκμουντ Φρόιντ και η Χριστιανική Αδελφότητα της Μάρθας και της Μαρίας
Μακριά από την Ελλάδα ο Ανδρέας ξεπέρασε εύκολα τα όσα δραματικά είχαν προηγηθεί. Η σύζυγός του, ωστόσο, όντας εκ φύσεως πιο συνεσταλμένη και σοβαρή, κλονίστηκε ιδιαίτερα και άρχισε να εντρυφεί στον μυστικισμό με τον οποίο είχε έρθει σε επαφή κατά τα χρόνια της εξορίας στην Ελβετία.
Το 1928, παρότι η Αλίκη είχε αναπτύξει μια θυελλώδη ερωτική σχέση με έναν Αγγλο η ταυτότητα του οποίου παραμένει ακόμα άγνωστη, το πριγκιπικό ζευγάρι γιόρτασε την 25η επέτειο του γάμου του, γεγονός μετά το οποίο, ωστόσο, τα πάντα άλλαξαν. Η πριγκίπισσα ασπάστηκε την Ορθοδοξία και στη συνέχεια υπέστη νευρικό κλονισμό. Και επειδή ο εξωσυζυγικός έρωτάς της έμεινε χωρίς ανταπόκριση, αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στον Ιησού Χριστό, υποστηρίζοντας πως ήταν η μοναδική που μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί του.
Τον Φεβρουάριο του 1930 διαγνώστηκε ότι έπασχε από σχιζοφρένεια με αποτέλεσμα να την μεταφέρουν, παρά τη θέλησή της, σε ένα σανατόριο στην Ελβετία όπου ανέλαβε να την «κουράρει» ο ίδιος ο Ζίγκμουντ Φρόιντ, ο οποίος έσπευσε να αποδώσει την κατάστασή της σε σεξουαλική διαταραχή. Αποφάσισε, οπότε, να της προκαλέσει πρόωρη εμμηνόπαυση, δίνοντας εντολή να την υποβάλουν σε ηλεκτροσόκ και να βομβαρδίσουν τις ωοθήκες της με ακτίνες Χ ούτως ώστε να αφανίσουν τη λίμπιντό της.
Παρότι προσπάθησε να αποδράσει από το σανατόριο πολλές φορές, τελικά η Αλίκη παρέμεινε εκεί για δύο χρόνια, κατά τα οποία ο σύζυγός της την επισκέφθηκε μόλις μία φορά, προτιμώντας να περνάει τις ημέρες του στη Νότια Γαλλία, πίνοντας και παίζοντας χαρτιά, περιτριγυρισμένος από αιθέριες υπάρξεις.
Αφότου επανέκτησε την ελευθερία της, η Αλίκη επέλεξε να μην επιστρέψει στην οικογένειά της. Περιφερόταν ανά την Ευρώπη, δίχως να γνωρίζει κανένας την πραγματική ταυτότητά της και επί σχεδόν μια οκταετία δεν είχε καμιά επαφή με τα παιδιά της. Με τον Φίλιππο δεν επικοινώνησε ούτε μία φορά ενώ δεν παρέστη στο γάμο καμιάς από τις τέσσερις κόρες της.
Μια ακόμη τραγωδία, ωστόσο, την ανάγκασε να γυρίσει πίσω. Το 1937 η κόρη της, πριγκίπισσα Καικιλία, σκοτώθηκε, όντας οχτώ μηνών έγκυος, μαζί τον σύζυγό της, τα δύο παιδιά τους και την πεθερά της, σε αεροπορικό δυστύχημα. Στην κηδεία της η Αλίκη και ο Ανδρέας συναντήθηκαν για πρώτη φορά μετά από μια εξαετία.
Την επόμενη χρονιά η Αλίκη αποφάσισε να επιστρέψει στην Αθήνα για να υπηρετήσει τους άπορους και τους κατατρεγμένους. Εχοντας αποποιηθεί την αριστοκρατική της καταγωγή κατέληξε να ζει για κάποιο διάστημα σε ένα δυάρι, κοντά στο Μουσείο Μπενάκη, το οποίο το 1944 ο Χάρολντ ΜακΜίλαν, μετέπειτα πρωθυπουργός της Βρετανίας, περιέγραψε ως «ταπεινό, για να μην πω τρισάθλιο». Παρότι λιμοκτονούσε και η ίδια, κατάφερε να στήσει ένα συσσίτιο απόρων με στόχο να συνδράμει κυρίως τα μικρά παιδιά που δεν είχαν να φάνε. Και όταν της τελείωσαν τα χρήματα, μετέβη στη Σουηδία για να συγκεντρώσει πόρους.
Μετά το ξέσπασμα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου συνέχισε το φιλανθρωπικό της έργο με την ίδια ένταση και σε όσους την προειδοποιούσαν πως θα μπορούσε να τραυματιστεί, ακόμα και να σκοτωθεί, από κάποια αδέσποτη σφαίρα, εκείνη απαντούσε: «Μου λένε ότι δεν ακούς τη σφαίρα που σε σκοτώνει και, ούτως ή άλλως, εγώ είμαι κουφή. Γιατί, οπότε, να ανησυχώ;».
Το 1943, στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Αθήνα, δεν δίστασε να κρύψει στο σπίτι της μια γυναίκα εβραϊκής καταγωγής, την Ραχήλ Κοέν, μαζί με τα πέντε παιδιά της. Αρκετά χρόνια μετά, όταν συνάντησε τυχαία ένα μέλος της οικογένειας Κοέν στη Ρώμη που την ευχαρίστησε για ό,τι είχε κάνει, εκείνη απάντησε: «έκανα απλά το καθήκον μου».
Το 1949 ίδρυσε στην Αθήνα τη Χριστιανική Αδελφότητα της Μάρθας και της Μαρίας που φιλοξενούσε κλινική αλλά και σχολή για μοναχές ενώ η ίδια ξεκίνησε να φοράει γκρι ράσα για το υπόλοιπο της ζωής της.
Ενα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ήταν το ότι κάπνιζε αρειμανίως, γεγονός που ώθησε την μητέρα της να διερωτηθεί «πού ακούστηκε ηγουμένη να καπνίζει και να παίζει κανάστα;». Στην Ελλάδα η Αλίκη παρέμεινε έως τα μέσα του 1967, ταξιδεύοντας, συγχρόνως, ανά τον κόσμο με στόχο τη συγκέντρωση χρημάτων ενώ κάποια περίοδο μετέβη στην Τήνο, σκοπεύοντας να ιδρύσει εκεί ένα μοναστήρι.
Η επιστροφή στη Βρετανία
Μετά, ωστόσο, το χουντικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, δεδομένου ότι η σύζυγός του ήταν πλέον βασίλισσα της Βρετανίας, ο Φίλιππος αποφάσισε να ζητήσει από τη μητέρα του να επιστρέψει στην Αγγλία. Αλλά η Αλίκη αρνήθηκε, αρχικά, την προσφορά και μόνον όταν της είπαν πως το ζήτησε προσωπικά η Ελισάβετ αποδέχτηκε την πρόσκληση. «Με προσκάλεσε η Λίλιμπετ; Ωραία, αναχωρούμε το απόγευμα», απάντησε πριν εγκαταλείψει την Αθήνα ενώ μόλις συνάντησε τη βασίλισσα της εκμυστηρεύτηκε ότι «δεν ήθελα πραγματικά να είμαι εδώ αλλά ο βασιλιάς Κωνσταντίνος (σσ. ο οποίος διατηρούσε ακόμη, ως τον Δεκέμβριο του 1967, τον θρόνο του) 9εννοεί τον λέει ότι πρέπει να εγκαταλείψω την Ελλάδα».
Η πριγκίπισσα Αλίκη πέρασε τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής της σε ένα δωμάτιο του Μπάκιγχαμ. Εγκατέλειψε τα εγκόσμια την 5η Δεκεμβρίου του 1969 στην ηλικία των 84 ετών.
Αρχικά ενταφιάστηκε στο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου στο Κάστρο του Ουίνδσορ, παρόλο που η ίδια είχε ζητήσει να ταφεί στη μονή της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής στην Ιερουσαλήμ, ώστε να βρίσκεται κοντά στην αγαπημένη θεία της «Ελλα», τη Μεγάλη Δούκισσα της Ρωσίας Ελισάβετ Φεοντόροβνα, που δολοφονήθηκε κατά τη Ρωσική Επανάσταση.
Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, ωστόσο, η επιθυμία της Αλίκης πραγματοποιήθηκε με τη σορό της να μεταφέρεται τελικά στην Ιερουσαλήμ. Επειτα από μια πενταετία η Αλίκη ανακηρύχθηκε Δίκαιη των Εθνών από το ισραηλινό κράτος για τη διάσωση της οικογένειας Κοέν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News