Μέσα σε μία νύχτα, ο Ματ Τέιλορ ξεμπέρδεψε με το Tinder. Έτρεξε στον υπολογιστή του ένα λογισμικό που επέλεγε αυτόματα (swipe right) κάθε προφίλ το οποίο ήταν σύμφωνο με τις προτιμήσεις του. Και το πρωί, είχε επιλέξει τα προφίλ 25.000 ανθρώπων.
Εννέα τον επέλεξαν επίσης και μία, η Τσέρι, συμφώνησε βγει μαζί του. Ευτυχώς, της άρεσε και τώρα είναι παντρεμένοι. Και μάλλον δεν υπάρχει πιο αποτελεσματική χρήση μιας εφαρμογής γνωριμιών από αυτή του Ματ Τέιλορ, γράφει ο Γουίλιαμ Παρκ στο BBC.
Προφανώς ο Τέιλορ δεν θέλησε να αφήσει τίποτα στην τύχη. Γιατί να εμπιστευτεί τον αλγόριθμο για να του παρουσιάσει τα σωστά προφίλ, αφού μπορούσε να κάνει ο ίδιος (δεξί) κλικ σε όλα όσα τον ενδιέφεραν; Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί πλέον να το επαναλάβει, καθώς ο αλγόριθμος της εφαρμογής έχει επικαιροποιηθεί και «τιμωρεί» εκείνους που κάνουν δεξί κλικ σε όλα τα προφίλ που τους ενδιαφέρουν. Ή έτσι πιστεύουν οι χρήστες.
Για όσους μπορεί να χρησιμοποιούν το «packet sniffing», λογισμικό με το οποίο έπαιξε στο Tinder ο Ματ Τέιλορ, η υπόσχεση ότι, αν εμπιστευθούν έναν αλγόριθμο, μια εφαρμογή ή μια ιστοσελίδα μπορεί να βρουν το κατάλληλο ταίρι, είναι απόλυτα ελκυστική.
«Είναι κάτι το οποίο οι άνθρωποι που είναι μόνοι, θέλουν να υπάρχει, είναι το ρομαντικό ισοδύναμο μιας εύκολης δίαιτας για απώλεια βάρους», λέει η δρ Σαμάνθα Τζόελ, επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Δυτικού Οντάριο στο Λονδίνο του Καναδά, «Οι άνθρωποι το θέλουν επειδή οι συναντήσεις πρόσωπο με πρόσωπο είναι εξαντλητικές. Νομίζω ότι αξίζει, όμως, να αμφιβάλλουμε αν κάποιος ισχυρίζεται ότι μπορεί να το κάνει για μας».
Πολλές εφαρμογές και ιστοσελίδες ισχυρίζονται ότι μπορούν να χρησιμοποιήσουν δεδομένα για να ταξινομήσουν τα προφίλ έτσι ώστε να τα ταιριάξουν καλύτερα. Συμπληρώνοντας τα τεστ προσωπικότητας, λένε ότι μπορούν να γλυτώσουν τους χρήστες από το ψάξιμο και το κλικάρισμα. Το ζήτημα, όμως, για τους επιστήμονες, που θα ήθελαν να ερευνήσουν τα δεδομένα, και για τους δημοσιογράφους που θέλουν να ελέγξουν τους ισχυρισμούς αυτών των εταιρειών, είναι ότι οι αλγόριθμοι αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία τους, επομένως δεν είναι διαθέσιμες στο κοινό. Ολόκληρη η επιχείρησή τους βασίζεται στην ανάπτυξη αλγορίθμων έξυπνης αντιστοίχισης, τους οποίους φυσικά διατηρούν κρυφούς.
Τι κάνουν, λοιπόν, οι επιστήμονες όταν θέλουν να εξετάσουν τους παράγοντες πρόβλεψης της έλξης; Φτιάχνουν τους δικούς τους αλγόριθμους…
Για παράδειγμα, η Σαμάνθα Τζόελ και οι συνεργάτες της ζήτησαν από ανθρώπους να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο για τον εαυτό τους και για το τι αναζητούσαν σε έναν σύντροφο. Ορισμένες από τις ερωτήσεις ήταν παρόμοιες με αυτές που μπορεί να βρει κανείς σε οποιαδήποτε ιστοσελίδα γνωριμιών, ενώ άλλες ρωτούσαν πολύ περισσότερα πράγματα.
Οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν αν συμφωνούσαν με δηλώσεις του τύπου «Είμαι αισιόδοξος άνθρωπος», «Ανησυχώ ότι μπορεί να με εγκαταλείψει» και «Αν θα μπορούσα να ξαναζήσω τη ζωή μου, θα άλλαζα τα πάντα». Συνολικά, απάντησαν σε περισσότερα από 100 χαρακτηριστικά και προτιμήσεις. Στη συνέχεια, μετά από μια σειρά τετράλεπτων συναντήσεων με άλλους ενδιαφερόμενους ρωτήθηκαν αν ένιωσαν ρομαντικό ενδιαφέρον για κάποιον. Οταν ολοκληρώθηκε η έρευνα, οι επιστήμονες είχαν στη διάθεσή τους και τα τρία πράγματα που χρειαζόντουσαν για να προβλέψουν τη ρομαντική επιθυμία.
Το πρώτο είναι «η επιθυμία δράσης» ή σε πόσους ανθρώπους, κατά μέσο όρο, άρεσε το ραντεβού τους σε σύγκριση με άλλους, πράγμα που έδειξε πόσο επιθυμητό ήταν κάθε άτομο. Ταίριαξαν με πολλούς ανθρώπους ή δυσκολεύτηκαν να αισθανθούν χημεία; Συγκρίνοντας τους συμμετέχοντες μεταξύ τους ως προς την επιλεξιμότητα οι ερευνητές μπορούσαν να διακρίνουν τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να κάνουν πολλές πιθανές σχέσεις, κυρίως επειδή ήταν αρκετά ανοιχτοί σχετικά με το ποιους θα ήθελαν να γνωρίσουν.
Το δεύτερο είναι η «επιθυμία του συντρόφου» ή, πόσο πολύ άρεσε κάποιος σε σύγκριση με άλλα ραντεβού. Σε αντίθεση με την «επιθυμία δράσης», πρόκειται για το μέτρο της μέσης ελκυστικότητας. Αφαιρώντας την επιλεξιμότητα και την ελκυστικότητα από τους βαθμούς του ρομαντικού ενδιαφέροντος των συμμετεχόντων, οι ερευνητές είχαν ένα πιο ακριβές μέτρο συμβατότητας.
«Μερικοί άνθρωποι είναι πιο ελκυστικοί από άλλους και μπορούμε να προβλέψουμε ποιος τείνει να έχει περισσότερα ραντεβού για γνωριμία», λέει η Τζόελ, «Αλλά οι ιστοσελίδες γνωριμιών δεν έχουν αυτό τον ο στόχο. Δεν λένε ότι θα φιλτράρουν την δεξαμενή σας, ώστε να έχετε να διαλέξετε μόνο ανάμεσα σε ελκυστικούς ανθρώπους».
Η Τζόελ βρήκε ότι ο αλγόριθμός της θα μπορούσε να προβλέψει την «επιθυμία για δράση» και την «επιθυμία συντρόφου» αλλά όχι τη συμβατότητα. Ούτε κατ’ ελάχιστο. Μπορούσε να προβλέψει μόνο αρνητικά ποσοστά διακύμανσης, πράγμα που όμως είναι εντελώς άχρηστο.
«Η άποψή μου είναι ότι όταν δύο άνθρωποι συναντιούνται πραγματικά, μοιράζονται μια δυναμική που είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των τμημάτων της και δεν μπορεί να προβλεφθεί a priori», λέει η Τζόελ, «Οι ατομικές προτιμήσεις τους δεν αποτελούν την ουσία όλων εκείνων των πραγμάτων που θεωρούν ελκυστικά. Η βαθμολογία μου για το αν σας βρήκα αστείο κατά τη συνάντησή μας θα δείξει αν μου αρέσετε, πράγμα που δεν κάνουν η επιθυμία μου για ένα αστείο άτομο και το δικό σας μέτρο ως προς το πόσο αστείος είστε, γιατί είναι πιθανό να μην έχουμε την ίδια αίσθηση του χιούμορ».
Η εύρεση, λοιπόν, ενός τρόπου για ακριβείς προβλέψεις δεν πρόκειται για κάτι απλό.
Εμπιστεύεστε τις εφαρμογές;
Εάν στην πραγματική ζωή είμαστε πολύ πιο ευέλικτοι από ό, τι λέμε ότι είμαστε όταν το γράφουμε, ίσως το να ανησυχεί κανείς υπερβολικά ψάχνοντας προφίλ για γνωριμίες, στην πραγματικότητα τον δυσκολεύει περισσότερο να βρει το σωστό πρόσωπο.
Στο ένα άκρο του φάσματος των online γνωριμιών είναι ιστοσελίδες όπως οι Match.com και eHarmony οι οποίες, στο πλαίσιο της διαδικασίας εγγραφής, ζητούν από τους χρήστες να συμπληρώσουν σχετικά εκτεταμένα ερωτηματολόγια γιατί ελπίζουν ότι έτσι θα μειώσουν τον όγκο της ταξινόμησης που πρέπει να κάνει ο χρήστης, συλλέγοντας δεδομένα και φιλτράροντας τις καλύτερες επιλογές του.
«Εξετάζουμε τις βασικές αξίες, τις αποκωδικοποιούμε και ταιριάζουμε ανθρώπους που μοιάζουν όσο το δυνατόν περισσότερο», λέει η Ρέιτσελ Λόιντ, υπεύθυνη σχέσεων στο eHarmony, «Από τα χρόνια της εμπειρίας μας, όσο περισσότερα κοινά έχουν δύο άνθρωποι, τόσο πιο πιθανό είναι να επιτύχει μια σχέση. Ξεκινήσαμε με 150 ερωτήσεις, οι οποίες, όμως έχουν αλλάξει και έχουν βελτιωθεί με την πάροδο του χρόνου.»
Η Λόιντ εξηγεί ότι ο στόχος του αλγόριθμου του eHarmony είναι να βρει «ικανοποιητικές σχέσεις», κάτι που είναι ελαφρώς διαφορετικό από τον στόχο που είχε η εταιρεία το 2000 όταν ιδρύθηκε. Τότε, ο γάμος ήταν πολύ πιο σημαντικός. Αυτή η μετατόπιση αντανακλά τη μικρή αλλαγή στις στάσεις των ανθρώπων τα τελευταία 20 χρόνια.
Ερευνητές του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης ανέλυσαν δεδομένα από 150.000 συνδρομητές του eHarmony και επιβεβαίωσαν τα ευρήματα της Τζόελ σχετικά με τους λόγους που οι σχέσεις διαλύονται: για παράδειγμα, γενικά οι άνθρωποι ενοχλούνται λιγότερο από πράγματα όπως το κάπνισμα και το ποτό από ό,τι μπορούσαν να υποθέσουν.
«Είδαμε επίσης ότι οι αλτρουιστές γενικά τα πάνε καλά», λέει η Λόιντ, «Οι άνθρωποι που μιλούν για φιλανθρωπία και προσφορά προκαλούν μεγαλύτερο ενδιαφέρον κατά 34%. Όπως δείχνει ο αλγόριθμός μας, η καλοσύνη εξακολουθεί να είναι πολύ σημαντική, πολύ περισσότερο από ό,τι η σεξουαλικότητα, που τείνει να μην λειτουργεί τόσο καλά».
Τα δεδομένα δείχνουν επίσης ότι το να είναι κανείς πολύ ελκυστικός δεν του προσφέρει πλεονεκτήματα σε σχέση με το να είναι μέτρια ελκυστικός.
Στο άλλο άκρο του φάσματος, εφαρμογές όπως το Tinder και το Bumble ζητούν πολύ λίγα πράγματα σε σχέση με τις προτιμήσεις πριν αρχίσουν να σας παρουσιάζουν προφίλ: συνήθως, το φύλο του ατόμου που σας ενδιαφέρει, ηλικία και απόσταση από εκεί που ζείτε. Αυτές οι εφαρμογές βελτιώνουν τις προτάσεις τους καθώς μαθαίνουν σχετικά με τις προτιμήσεις του χρήστη.
«Θα έλεγα ότι το Tinder είναι πολύ καλύτερο γιατί σας δείχνει ανθρώπους και σας ρωτάει αν σας αρέσουν», λέει η Τζόελ, «Μου φαίνεται, σύμφωνα με τα δεδομένα, ότι τα προκαταρκτικά φίλτρα δεν λειτουργούν».
«Για να ταιριάξουν [οι ιστοσελίδες γνωριμιών] δυο ανθρώπους μακροπρόθεσμα, απαιτούνται πολλά μακροπρόθεσμα δεδομένα. Ο ισχυρισμός αυτός μου φαίνεται συναρπαστικός, αλλά για να τον τεστάρουμε σωστά, θα πρέπει να ακολουθήσουμε τους ανθρώπους για χρόνια», λέει η Τζόελ, «Ένας άλλος πιθανός λόγος που ίσως δεν βρήκαμε κάτι είναι ότι οι άνθρωποι δεν ξέρουν τι θέλουν. Ίσως να μην έχουν και πολλή ιδέα για το τι βρίσκουν ελκυστικό και τι πραγματικά τους αρέσει».
Μακροπρόθεσμη επιτυχία
Έχουμε διαφορετικά σύνολα προτιμήσεων ανάλογα με το αν ψάχνει κάποιος για κάτι μακροπρόθεσμο ή βραχυπρόθεσμο, λέει ο δρ Ντάνιελ Κονρόι-Μπιμ, βοηθός καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Σάντα Μπάρμπαρα στην Καλιφόρνια. Σε γενικές γραμμές, όταν κάποιος ενδιαφέρεται μόνο για βραχυπρόθεσμες σχέσεις, δίνει προτεραιότητα στη φυσική έλξη, ενώ για μακροπρόθεσμες σχέσεις μεγαλύτερη προτεραιότητα έχουν η ευγένεια και άλλα μηνύματα που δείχνουν φροντίδα.
Αλλά, ο Κονρόι-Μπιμ λέει ότι άλλες προτιμήσεις αφήνουν επίσης να εννοηθεί τι ψάχνει κάποιος, και αυτές οι προτιμήσεις μπορούν να ομαδοποιηθούν. Έτσι, θεωρητικά, μπορείτε να κάνετε «μια αρκετά καλή εικασία» για το αν κάποιος ενδιαφέρεται για μια ουσιαστική, μακροπρόθεσμη σχέση εξετάζοντας το σύνολο των χαρακτηριστικών, που τον ενδιαφέρουν περισσότερο.
Για την Λόιντ, τα δεδομένα των χρηστών του eHarmony υποδηλώνουν ότι το να είναι κανείς ανοικτός ως άνθρωπος είναι ένα πραγματικά σημαντικό χαρακτηριστικό για μια επιτυχημένη μακροπρόθεσμη σχέση. «Όσο πιο γνήσιος και σίγουρος είναι κάποιος τόσο καλύτερα θα τα πάει», λέει η Λόιντ, «αυτή η προσέγγιση πραγματικά λειτουργεί. Οι online γνωριμίες μάς έχουν δώσει πολλά οφέλη, αλλά έχουν επίσης δημιουργήσει την αίσθηση ότι είμαστε όλοι επιφανειακοί και ρηχοί. Το σημαντικό πράγμα που πρέπει να τονίσουμε είναι ότι απαιτείται χρόνος».
Ίσως, λοιπόν, η ρομαντική επιθυμία δεν μπορεί να προβλεφθεί με ακρίβεια πριν σας δοθεί η ευκαιρία να μιλήσετε ή να συναντήσετε τους πιθανούς συντρόφους σας. «Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι άνθρωποι κάνουν διαβολικά πολύπλοκες επιλογές», λέει ο Κονρόι-Μπιμ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News