Τριάντα χρόνια μετά την πτώση του Τείχους, η Κεντρική Ευρώπη δεν είναι μόνο αυταρχισμοί και φασισμοί – στη Σλοβακία, στην Τσεχία, ακόμα και στη Βουδαπέστη, η δημοκρατική ανάκαμψη είναι πραγματική, και αφορά τους νέους γράφει η La Repubblica προλογίζοντας το υπό τον τίτλο «Η κληρονομιά του 1989» κείμενο του βρετανού ιστορικού και πανεπιστημιακού Τίμοθι Γκάρτον Ας, ειδικού στο θέμα των μεταπολεμικών καθεστώτων του λεγόμενου «ανατολικού μπλοκ». Και αυτή η εισαγωγή της εφημερίδας αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο τις απόψεις του αρθρογράφου.
«Φανταστείτε ένα άτομο που έπειτα από την εμπειρία της απελευθέρωσης της Δυτικής Ευρώπης, το 1945, επέστρεψε το 1975 και βρήκε πάλι δικτατορία. Ετσι και εγώ, που τριάντα χρόνια μετά τις βελούδινες επαναστάσεις του 1989 πήγα στην Κεντρική Ευρώπη. Στη Βουδαπέστη, πριν από λίγο καιρό, σε ένα μπαρ ξενοδοχείου, μίλησα με έναν παλιό αντικομμουνιστή φίλο, με τον αντιφρονούντα, τότε, Γιάνος Κις. Ο άνθρωπος χαρακτήρισε απερίφραστα το καθεστώς Ορμπαν απολυταρχία».
Στη συνέχεια του άρθρου του ο Ας παρουσιάζει στους αναγνώστες του το σημερινό πολιτικό πλαίσιο στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, αυτό δηλαδή που προέκυψε από την κατάρρευση των σοβιετικών «δορυφόρων» στο πέρασμα τριάντα ετών, γράφοντας τι συμβαίνει με τις δεξιές λαϊκιστικές κυβερνήσεις στην Πολωνία, στην Τσεχία, στην Ουγγαρία (αλλά και στη Γερμανία ακόμη).
Μνημονεύει τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ ο οποίος εφέτος το καλοκαίρι μίλησε στην Πολωνία, στο Γκντανσκ, και είπε στους ακροατές του ότι για να καταπολεμήσουν την εθνικολαϊκιστική κυβέρνηση του κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη πρέπει να εμπνευστούν από το παράδειγμα της αντικαθεστωτικής –επί σοβιετόφιλου καθεστώτος, τη δεκαετία του ‘80- οργάνωσης «Αλληλεγγύη» του Λεχ Βαλέσα. Για την Τσεχία του πρωθυπουργού Αντρέι Μπάμπιτς και του προέδρου Μίλος Ζέμαν λέει ότι ο δεύτερος δεν κρύβει τη συμπάθειά του προς τη Ρωσία του Πούτιν και την Κίνα του Σι.
Αλλά και στη Γερμανία στέκεται ο Ας, επειδή στις ανατολικές επαρχίες της το «βίαια ξενοφοβικό» ακροδεξιό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» καταγράφει επιτυχίες σε εκλογικό επίπεδο. «Και πού συμβαίνει αυτό;…» απορεί και εξίσταται: «Σε μία από τις πιο πλούσιες και πιο σταθερές δημοκρατίες του κόσμου!»
Ο αρθρογράφος καταλογίζει ευθύνη στον «πληθωρισμό των ιδεών μέσα στο Ιντερνετ» ο οποίος δημιουργεί θόρυβο γύρω από δήθεν θέματα, όπως είναι «το επικείμενο τέλος της Δημοκρατίας, μία νέα εποχή δικτατοριών, κ.λπ.». Η γνώμη του Ας είναι ότι όλα αυτά δεν είναι παρά υπερβολές, «ένα υπεραπλουστευμένο και κοντόφθαλμο όραμα». Αυτός επισημαίνει τα κατά την άποψή του ουσιώδη: «Δεν ήταν λάθος που γιορτάσαμε τα γεγονότα του 1989 στην Κεντρική Ευρώπη και αργότερα στις χώρες της Βαλτικής και στην πρώην Σοβιετική Ενωση ως έναν μεγάλο θρίαμβο της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της Ευρώπης και της Δύσης. Ηταν θρίαμβος, και από κάθε άποψη.
»Το λάθος ήταν να πιστέψουμε ότι ήταν ο νέος κανόνας, η κατεύθυνση στην οποία κινείται η Ιστορία. Τώρα κινδυνεύουμε να κάνουμε το ίδιο λάθος, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο μελλοντικός θρίαμβος του αντιφιλελεύθερου αυταρχισμού δεν είναι πλέον αναπόφευκτος. Αυτός ο ισχυρισμός της επιφυλακτικής αισιοδοξίας σαφώς βρίσκει επιβεβαίωση στις ώριμες δημοκρατίες της Βρετανίας και των ΗΠΑ, στις οποίες οι δυνάμεις της φιλελεύθερης δημοκρατίας αντιτίθενται σθεναρά στην ερήμωση που προκαλεί ο εθνικιστικός λαϊκισμός. Ε, το ίδιο ισχύει και για την Κεντρική Ευρώπη».
Τα μηνύματα ανάκαμψης των δημοκρατικών ανακλαστικών στις κεντροευρωπαϊκές χώρες έρχονται από παντού σχεδόν, λέει ο Ας.
Στη Σλοβακία η δολοφονία του νεαρού ρεπόρτερ Γιάν Κούτσιακ, ο οποίος αποκάλυψε τη μετακομμουνιστική διαφθορά, και οι συνακόλουθες μαζικές διαμαρτυρίες ανάγκασαν σε παραίτηση τον λαϊκιστή Ρόμπερτ Φίτσο.
Τη σκυτάλη πήραν οι Τσέχοι που εφέτος το καλοκαίρι στις συγκεντρώσεις της ΜΚΟ «Εκατομμύρια στιγμές για τη δημοκρατία» διαδήλωσαν κατά χιλιάδες εναντίον του «τρομερού διδύμου Μπάμπιτς – Ζέμαν».
Στη Γερμανία, παρά τον πολύ θόρυβο, η εκλογική εσοδεία της «Εναλλακτικής», υποστηρίζει ό αρθρογράφος, «δεν αποτελεί απειλή για τη γερμανική δημοκρατία».
Υπάρχουν όμως οι εξαιρέσεις της Πολωνίας («εκεί το κυβερνών κόμμα προσπαθεί να μιμηθεί το παράδειγμα της Ουγγαρίας») και της Ουγγαρίας («είναι, μακράν, η χειρότερη κατάσταση»).
Ο Ας, παρεμπιπτόντως και μάλλον εκτός θέματος, θίγει και το θέμα του Brexit επιδοκιμάζοντας τις αντιδράσεις των φιλοευρωπαίων υποστηρικτών της παραμονής του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ, αλλά και εκείνο της Τουρκίας υπό τον Ερντογάν, θεωρώντας θετική εξέλιξη την «κατάληψη» της Πόλης από τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης – ένα κάποιο ξεκίνημα από το οποίο ενδέχεται να φανεί «φως».
Ως κατακλείδα του κειμένου του ο βρετανός πανεπιστημιακός ομολογεί ότι οι περισσότεροι αναλυτές, όπως και ο ίδιος, βλέποντας τις αντιδημοκρατικές εκτροπές στην Κεντρική Ευρώπη αναρωτιούνται «τι μπορεί να πήγε στραβά» στα χρόνια μετά τις «βελούδινες επαναστάσεις», τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και το τέλος του παλιού Ψυχρού Πολέμου. Παρηγορείται στην ιδέα ότι οι νεότερης ηλικίας Κεντροευρωπαίοι –«η γενιά της Πτώσης του Τείχους»– αγωνίζονται «για την υπεράσπιση των ελευθεριών με τις οποίες οι ίδιοι έχουν μεγαλώσει». Χαίρεται που «η ΕΕ υποστηρίζει τη δημοκρατία στα κράτη-μέλη της» και εξ αυτών συμπεραίνει ότι «υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι η επόμενη επέτειος, των σαράντα χρόνων, το 2029, θα μας προσφέρει ακόμη μία ευκαιρία για να γιορτάσουμε».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News