Μιλώντας για τις τουρκικές τηλεοπτικές σειρές, ο Αρτζού Ορτζουκμέν, καθηγητής Προφορικής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο Boğaziçi στην Κωνσταντινούπολη, αρνείται να τις χαρακτηρίσει σαπουνόπερες. Η Τουρκία, λέει, δεν παράγει σαπουνόπερες (όρος για σειρές κοινωνικό-αισθηματικού περιεχομένου από τις ΗΠΑ), τηλενουβέλες (ερωτικές τηλεοπτικές ιστορίες που προέρχονται από την Λατινική Αμερική) ή δράματα εποχής (κυρίως βρετανικά).
Οι τουρκικές τηλεοπτικές σειρές είναι «ντιζί» (dizi), ένα «είδος σε εξέλιξη», δηλώνει ο δρ Ορτζουκμέν σε συνέντευξή του στον Guardian, εξηγώντας ότι πρόκειται για μοναδικές ιστορίες, οι οποίες εκτυλίσσονται σε εντυπωσιακές τοποθεσίες, και με μουσική επένδυση που σημειώνει επίσης τεράστια επιτυχία. Μάλιστα είναι πολύ, πολύ δημοφιλείς.
Θα μάθουμε λοιπόν να τις λέμε κι εμείς ντιζί, που σαπουνόπερες τις λέγαμε εξαρχής και έχουμε δει πάρα πολλές αφού κάθε ελληνικό κανάλι …σεβόμενο το κοινό του προβάλλει τηλεοπτικές σειρές των γειτόνων με θεαματικότητες οι οποίες τις παλιές καλές εποχές ξεπερνούσαν το 50%.
Την αρχή έκανε το Mega το 2005 με τα «Σύνορα της αγάπης» (ο ταραγμένος έρωτας και ο γάμος του γιου ενός πανίσχυρου έλληνα επιχειρηματία με την την κόρη ενός τούρκου ζαχαροπλάστη από το Γκαζιαντέπ). Στον Alpha παίχτηκαν οι σειρές «Στην καρδιά της πόλης» και «Στα βάθη της Ανατολής» και λίγο αργότερα στο παιχνίδι μπήκε δυναμικά και ο ANT1 με τα made in Turkey «Χίλιες και μία νύχτες», «Ασημένια φεγγάρια», «Κισμέτ», «Εζέλ», «Πειρασμός», «Ασί», «Σον», «Καρανταγί» κ.λπ, το Mega συνέχισε με τα «Ερωτας και τιμωρία», «Μοιραίος έρωτας», «Το κορίτσι που αγάπησα», «Σιλά», «Φατμαγκιούλ», «Ζωές παράλληλες» και «Θανάσιμη ομορφιά», ενώ ακολούθησε και το Star με την «Προδοσία» και τις «Γυναίκες σε απόγνωση».
Χάρη στις διεθνείς πωλήσεις και την παγκόσμια τηλεθέαση, η Τουρκία έρχεται δεύτερη στην διανομή διεθνών τηλεοπτικών προγραμμάτων στις ΗΠΑ, αλλά διαθέτει τεράστιο κοινό στη Ρωσία, την Κίνα, την Κορέα και τη Λατινική Αμερική. Προς το παρόν, η Χιλή είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής των ντιζί ως προς τις πωλήσεις των σειρών, ενώ το Μεξικό και η Αργεντινή, πληρώνουν τα περισσότερα χρήματα για να τις αγοράσουν.
Τα ντιζί είναι επικά, κάθε τους επεισόδιο διαρκεί συνήθως δύο ώρες ή ακόμη περισσότερο. Ο χρόνος διαφήμισης είναι φτηνός στην Τουρκία και ο κρατικός ραδιοτηλεοπτικός σταθμός επιβάλλει σε κάθε 20 λεπτά περιεχομένου να παρεμβάλλονται επτά λεπτά διαφημίσεων. Κάθε ντιζί επενδύεται μουσικά με το δικό του πρωτότυπο soundtrack, και μπορεί να έχει έως και 50 βασικούς χαρακτήρες. Συνήθως τα γυρίσματα γίνονται στην καρδιά του ιστορικού κέντρου της Κωνσταντινούπολης, και το στούντιο χρησιμοποιείται μόνο όταν πρέπει.
Τα σενάρια καλύπτουν τα πάντα, από βιασμούς που διαπράττουν συμμορίες μεθυσμένων νεαρών μέχρι ίντριγκες στις οποίες συνήθιζαν να επιδίδονται οι βασίλισσες της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Είναι «Ντίκενς και αδελφές Μπροντέ μαζί», λέει στην ανταποκρίτρια του Guardian, Φατίμα Μπούτο, ο Εσέτ, ένας νεαρός σεναριογράφος και κινηματογραφιστής από την Κωνσταντινούπολη: «Κάθε χρόνο παρουσιάζουμε τουλάχιστον δύο εκδοχές της Σταχτοπούτας στην τουρκική τηλεόραση. Η Σταχτοπούτα μπορεί να είναι μια 35χρονη γυναίκα με παιδί, ή μια ηθοποιός 22 ετών, που λιμοκτονεί».
Σύμφωνα με τον Εσέτ, ο οποίος εργάστηκε και στον «Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή» -το πιο διάσημο ντιζί μέχρι στιγμής-, υπάρχουν κάποιοι αφηγηματικοί κανόνες, τους οποία ακολουθούν πιστά οι σεναριογράφοι των τουρκικών τηλεοπτικών σειρών:
- Δεν μπορείς να βάλεις όπλο στο χέρι του κεντρικού ήρωα.
- Η οικογένεια βρίσκεται στο επίκεντρο κάθε δράματος.
- Στο ντιζί εμφανίζεται κάποιο πρόσωπο, που δεν ανήκει στο συγκεκριμένο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον, το οποίο συνήθως είναι διαμετρικά αντίθετο από το δικό του, π.χ. κάποιος μετακινείται από ένα χωριό στην πόλη.
- Ο ζεν πρεμιέ δεν μπορεί να αγαπήσει γιατί η καρδιά του έχει ραγίσει οριστικά στο παρελθόν.
- Τίποτα δεν μπορεί να διαλύσει ένα ερωτικό τρίγωνο.
Τα ντιζί δομούνται στον βωμό των «κοινών πόθων», τόσο του τηλεοπτικού κοινού όσο και των χαρακτήρων: «Θέλουμε να δούμε τον καλό άντρα με το καλό κορίτσι, αλλά, διάβολε, η ζωή είναι κακή και γύρω τους υπάρχουν κακοί χαρακτήρες», λέει ο Εσέτ.
Ο «ιμπεριαλισμός» των ντιζί ξεκίνησε το 2006. Εκείνη την εποχή στη Μέση Ανατολή μεσουρανούσαν «Τα ασημένια φεγγάρια», μια σύγχρονη εκδοχή της ιστορίας της Σταχτοπούτας. Η πραγματική παγκόσμια επιτυχία, όμως, σύμφωνα με τον Ιζέτ Πίντο, ιδρυτή της τηλεοπτικής εταιρίας Global Agency με έδρα την Κωνσταντινούπολη, ήρθε με τη σειρά «Χίλιες και μία Νύχτες», που πουλήθηκε σε 80 χώρες προκαλώντας για πρώτη φορά μια πραγματική έκρηξη θεαματικότητας.
Στη σειρά πρωταγωνιστούσαν η πανέμορφη Μπεργκιουζάρ Κορέλ και ο γαλανομάτης ζεν πρεμιέ, και σύζυγός της στην πραγματική ζωή, Χαλίτ Εργκέντς, ο οποίος στη συνέχεια θα ενσάρκωνε τον ρόλο του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς στην ομώνυμη σειρά με την Μεριέμ Ουζερλί στο πλευρό του στο ρόλο της σκλάβας Χιουρέμ, που τον μάγεψε και έγινε Σουλτάνα.
Η υπερπαραγωγή «Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής» προβλήθηκε για πρώτη φορά στην Τουρκία το 2011, και αμέσως η δημοτικότητά της εκτινάχθηκε στα ύψη καθηλώνοντας κάθε βράδυ το ένα τρίτο του τηλεοπτικού κοινού της χώρας. Ο ξένος Τύπος αποκάλεσε τη σειρά «το “Sex and the City” της Οθωμανικής αυτοκρατορίας», ενώ τη συνέκρινε επίσης με το «Game of Thrones». Στην πραγματοποίησή της συνέβαλαν ως σύμβουλοι πολλοί ιστορικοί και μια ομάδα παραγωγής 130 ατόμων, ενώ αποκλειστικά για τα κοστούμια εργάστηκαν 25 άτομα.
Η σειρά -μια από τις ναυαρχίδες της τουρκικής τηλεοπτικής βιομηχανίας- ήταν τόσο δημοφιλής στη Μέση Ανατολή, ώστε στη συνέχεια εκτινάχθηκε στα ύψη και ο αριθμός των τουριστών που έφθαναν στην Κωνσταντινούπολη από τις Αραβικές χώρες. Ο υπουργός Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκίας, μάλιστα, σταμάτησε να χρεώνει ορισμένες αραβικές χώρες με το ειδικό τέλος για τους τουρίστες.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Global Agency -ακόμα και χωρίς να συνυπολογίζει τους πρόσφατους αγοραστές στη Λατινική Αμερική- περισσότεροι από 500 εκατ. τηλεθεατές παρακολούθησαν τον «Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή» σε όλο τον κόσμο. Ήταν το πρώτο ντιζί, που αγόρασε η Ιαπωνία, το οποίο άνοιξε τον δρόμο για τις πωλήσεις και άλλων τουρκικών σειρών. Από το 2002, περίπου 150 τουρκικά ντιζί έχουν πωληθεί σε περισσότερες από 100 χώρες.
Η διεθνής επιτυχία μιας τέτοιας σειράς είναι απλά ένα δείγμα του τρόπου, με τον οποίο οι νέες μορφές μαζικής κουλτούρας του 21ου αιώνα που μας έρχονται από την Ανατολή -από το ινδικό σινεμά του Bollywood μέχρι την ποπ μουσική της Νότιας Κορέας K-pop– αμφισβητούν την κυριαρχία της αμερικανικής ποπ κουλτούρας.
Ο Χαλίτ Εργκέντς θεωρεί ότι η επιτυχία των ντιζί οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι η αμερικανική τηλεόραση διασκεδάζει μεν αλλά δεν συγκινεί γιατί «δεν αγγίζει τα συναισθήματα που μας κάνουν ανθρώπινους».
Αρχικά η ματιά της Τουρκίας ήταν στραμμένη στη Δύση. Η τουρκική βιομηχανία του θεάματος μελέτησε επισταμένα -στις ταινίες και την τηλεόραση- το πώς συμπεριφέρεται κανείς σε έναν κόσμο σύγχρονο, που κινείται με γρήγορους ρυθμούς, αλλά σήμερα πια οι αμερικανικές σειρές προσφέρουν ελάχιστη καθοδήγηση.
Αντίθετα από τα σύγχρονα δυτικά πρότυπα, και το μοντέλο ενός ανθρώπου, που μπορεί να διατηρεί περισσότερες από μία σχέσεις ταυτόχρονα αλλά στην πραγματικότητα είναι μοναχικός και αποτυγχάνει αναζητώντας την ευτυχία, οι τουρκικές σειρές κατέκτησαν το παγκόσμιο τηλεοπτικό κοινό, με σενάρια τα οποία στη συναισθηματική και πνευματική διαφθορά του σύγχρονου κόσμου αντιτάσσουν παραδοσιακές αρχές και αξίες.
Η δραματική σειρά «Ποιο είναι το έγκλημα της Φατμαγκιούλ;» αναφερόταν στον βιασμό μιας κοπέλας από μια παρέα μεθυσμένων νεαρών και τον αγώνα της για δικαιοσύνη. Στην Ελλάδα, ειδικά, είχε τόσο μεγάλη απήχηση όταν προβαλλόταν Mega που κυκλοφόρησε στα ελληνικά και το ομώνυμο βιβλίο του τούρκου συγγραφέα Βεντάτ Τουρκαλί από τις εκδόσεις Λιβάνη-
Στην Αργεντινή, η επιτυχία της «Φατμαγκιούλ» ήταν επίσης τεράστια, το ίδιο και στην Ισπανία όπου έφτασαν να την παρακολουθούν περίπου ένα εκατομμύριο θεατές ανά επεισόδιο. Μάλιστα, σύντομα, θα αρχίσει να προβάλλεται κάθε απόγευμα ένα ισπανικό remake της τουρκικής σειράς, σε ημίωρα επεισόδια.
Ακόμη, ένα ρεπουμπλικανικό «think tank» στις ΗΠΑ προσέλαβε τον Εσέτ για να γράψει το σενάριο για ένα ντιζί που θα λέει την «καλή αμερικανική ιστορία» για μια γυναίκα στη Μέση Ανατολή προβάλλοντας «μια θετική εικόνα των ΗΠΑ». Ο Εσέτ το έγραψε αλλά «δεν κατάφεραν να το πουλήσουν».
Εκτός όμως από τις ιστορίες με κοινωνικό περιεχόμενο, και τα πέντε μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια της Τουρκίας προβάλλουν επίσης σειρές που δοξάζουν τον στρατό, σύμφωνα πάντα με το πνεύμα της εποχής. Οι κακοί είναι είτε «εσωτερικοί εχθροί» είτε ξένοι κακοποιοί. Το «Söz», για παράδειγμα, εκτυλίσσεται σε μια Τουρκία που βιώνει βία και υπαρξιακές απειλές. Οι στρατιώτες είναι παντού, πυροβολώντας αδιάκριτα μέσα σε συντρίμμια βομβιστικών επιθέσεων αυτοκτονίας σε εμπορικά κέντρα και κυνηγώντας τρομοκράτες…
Όποιοι κι αν είναι οι τρομοκράτες, το «Söz» είχε τεράστια επιτυχία, είναι η πρώτη τουρκική σειρά που ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο συνδρομητές στο YouTube. Όμως ίσως είναι μάλλον δύσκολο να προωθηθεί στο εξωτερικό. «Θα θέλαμε να προβληθεί σε όλον τον κόσμο», λέει ο Τιμούρ Σαβτσί, ιδρυτής των Tims Productions, «αλλά αυτό τον καιρό δεν υπάρχουν πολλές χώρες που να ενδιαφέρονται πραγματικά να παρακολουθούν τους τούρκους στρατιώτες να δοξάζονται».
Ο Σαβτσί, που δίνει τον τόνο στην τουρκική τηλεοπτική βιομηχανία, δεν έχει το παραμικρό ενδιαφέρον να παίρνει αμερικανικές σειρές και να τις μετατρέπει σε τουρκικές: «Κάνουμε μόνο πρωτότυπες. Είναι καλύτερες», λέει γελώντας. Αντίθετα ετοιμάζει τώρα μια αγγλική προσαρμογή του «Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς». Ηρθε, φαίνεται, η ώρα για την διείσδυση των τουρκικών ντιζί στον αγγλόφωνο κόσμο.
Το τηλεοπτικό κοινό στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν παρακολουθεί ευχάριστα υποτιτλισμένες σειρές, ίσως όμως φταίει και το γεγονός ότι πρόκειται για ισλαμικές παραγωγές. Θα συμβεί το ίδιο και με τον «Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή» έστω τον μεταγλωττισμένο; «Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι, την εποχή εκείνη, η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν η υπερδύναμη του κόσμου, αυτό που είναι σήμερα οι ΗΠΑ. Αν οι άνθρωποι το δουν από αυτή την οπτική γωνία, θα μπορούσαν να το καταλάβουν καλύτερα, αλλά αν δεν το γνωρίζουν αυτό, θα μπορούσαν ίσως να αισθανθούν απειλημένοι», λέει ο Σαβτσί. Και σύντομα θα φανεί αν έχει δίκιο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News