Είχε και παρακάτω, λοιπόν, ο κατήφορος. Η Εθνική μας έγινε η πρώτη ομάδα που δέχτηκε γκολ από το Λιχτενστάιν και του έδωσε βαθμό, στην προκριματική φάση του Euro 2020. Στις πέντε προηγούμενες αγωνιστικές, οι ερασιτέχνες ποδοσφαιριστές αυτού του πριγκιπάτου των 40.000 «ψυχών» δεν είχαν πετύχει ούτε ένα τέρμα – και είχαν δεχθεί 18! Σε εκτός έδρας ματς κατόρθωσαν να αποφύγουν την ήττα μόνον έξι φορές αυτόν τον αιώνα. Η έκτη ήταν το βράδυ της Κυριακής. Απέναντι στην Ελλάδα.
Η χάντρα του Λιχτενστάιν ήρθε να προστεθεί στο κομπολόι του καημού μας για την Εθνική της τελευταίας πενταετίας. Από τη μέρα που ο… οραματιστής πρόεδρος (της ΕΠΟ), Σαρρής, έδιωξε τον Φερνάντο Σάντος, επειδή η ομάδα έπρεπε να νικά με στιλ, έχουμε χάσει απ’ όλους της Γης τους πικραμένους: από τα Νησιά Φερόε (δύο φορές), το Λουξεμβούργο, τη Λευκορωσία, τη Σαουδική Αραβία, την Εσθονία, την Αρμενία… Και χθες, αποτύχαμε να κερδίσουμε μία χώρα, που όλοι της οι κάτοικοι δεν γεμίζουν το ΟΑΚΑ.
Μας έχει εγκαταλείψει και το «άστρο» του Ρεχάγκελ και του Σάντος, είναι αλήθεια. Προηγηθήκαμε με τον Μασούρα, είχαμε δύο δοκάρια στις αρχές του β’ μέρους και κάποιες, ακόμη, ευκαιρίες για να «κλειδώσουμε» το ματς. Δεχτήκαμε το γκολ της ισοφάρισης στη μια -και μοναδική- φορά που οι αντίπαλοί μας πέρασαν τη σέντρα. Αλλά, ακόμη κι αν νικούσαμε, η εμφάνιση της ομάδας θα άξιζε τις αποδοκιμασίες των 1.500 «ηρωϊκών» φιλάθλων, που έχασαν το βράδυ τους για να παρακολουθήσουν μια επίδειξη αδιαφορίας από τους (περισσότερους) διεθνείς, αντί για την «επανεκκίνηση» που τους έχουν υποσχεθεί.
Συμπληρώσαμε, λοιπόν, πέντε αγώνες χωρίς νίκη. Το δεύτερο ματς του Τζον Φαν’τ Σιπ στον γαλανόλευκο πάγκο ήταν ακόμη χειρότερο από το πρώτο (στη Φινλανδία). Ο Ολλανδός παραδέχτηκε τα χάλια της ομάδας του, χωρίς να ψάξει για δικαιολογίες. Είπε -στη συνέντευξη Τύπου- πως περίμενε ακόμη λιγότερο κόσμο στο γήπεδο. Γιατί η Εθνική, «με αυτά τα αποτελέσματα και αυτήν την εικόνα, δεν αξίζει να έχει φιλάθλους. Θα πρέπει η ίδια να τους ξανακερδίσει». Πώς θα συμβεί αυτό; «Με το χτίσιμο μιας νέας ομάδας, με ορίζοντα το Μουντιάλ του 2022, με νεαρούς σε ηλικία παίκτες και κάποιους από τους πιο έμπειρους που αγωνίζονται αυτή τη στιγμή».
Εάν εννοεί αυτό που ο καθένας μας καταλαβαίνει, ο Ολλανδός είναι σε καλό δρόμο. Αυτό, ακριβώς, χρειάζεται τώρα η Εθνική: νέο «αίμα». Ποδοσφαιριστές, όχι απαραιτήτως στην πρώτη τους νιότη, που έχουν διάθεση, φιλοδοξίες, φιλότιμο, αθλητικό εγωϊσμό και όρεξη για δουλειά. Παίκτες που μπορεί να εξακολουθήσουν να χάνουν από την Ιταλία, το Βέλγιο, ή την Κροατία, αλλά θα αρνούνται να ρεζιλευτούν από ομάδες δεύτερης και τρίτης «ταχύτητας». Κανείς δεν απαίτησε να ξαναπάρουμε το Euro. Κανείς δεν αρνείται ότι το ταλέντο και η προσωπικότητα κάνει κύκλους, ακόμη και στις ομάδες – δυναστείες. Αλλά και κανένας δεν μπορεί να δεχτεί ότι αυτή η Ελλάδα, με τις σημερινές της αδυναμίες, δεν είναι σε θέση να ανταγωνιστεί τη Φινλανδία, την Αρμενία, τη Βοσνία, το Κόσοβο, την Ουκρανία, τη Βόρεια Ιρλανδία, την Ιρλανδία, την Ισλανδία, την Ουγγαρία, την Αυστρία…
Ο Φαν’τ Σιπ πρέπει να πάρει τη «σκούπα» του Οτο. Θυμάστε, πώς άρχισε η «χρυσή» ενδεκαετία 2003-2014; Ο Γερμανός είχε αφήσει εκτός ομάδας «αστέρες» που στα χρόνια του στην Ελλάδα μεσουρανούσαν: τον Γεωργάτο, τον Ζήκο, τον Μαχλά, τον Ελευθερόπουλο… Ολους όσοι πίστευε -δικαίως ή αδίκως- ότι δεν ταιριάζουν στην ομάδα που είχε στο μυαλό του. Οτι δεν είναι πρόθυμοι να ακολουθήσουν τους κανόνες του. Οτι του «χαλάνε» τα αποδυτήρια. Προτίμησε τους πιο συμβατούς με τις ιδέες του και δεν έκρινε από τα «ονόματα», παικτών ή συλλόγων. Πολλοί τον λοιδώρησαν, τότε, όμως έτσι γράφτηκε η ιστορία της ελληνικής επανάστασης στο ποδόσφαιρο.
Μετά τον Ρεχάγκελ (και τον Σάντος), το «κουμάντο» στην Εθνική το έκαναν οι παίκτες. Αυτοί απαξίωσαν τρεις προπονητές σε ένα χρόνο. Αυτοί «ψήφισαν» να μείνει ο Σκίμπε, κι αμέσως μετά τού φόρτωσαν μια ήττα στη Βουδαπέστη. Αυτοί απαίτησαν, δημοσίως, να φύγει ο Αναστασιάδης. Οι κόουτς έρχονταν και παρέρχονταν, καθώς οι διεθνείς, στο απυρόβλητο, τους φόρτωναν -με τον τρόπο τους- όλες τις αποτυχίες. Εάν ο Φαν’τ Σιπ δεν θέλει να πάθει τα ίδια, τώρα είναι η ευκαιρία του να διαλέξει ποιους θέλει στο καράβι του, και ποιους όχι. Τώρα που είναι άφθαρτος, ακόμη, στα μάτια του κόσμου, και η Ομοσπονδία δεν έχει άλλη επιλογή παρά να τον εμπιστευθεί.
Αλήθεια, τον Σκίμπε γιατί τον διώξαμε; Επί των ημερών του η Εθνική είχε, τουλάχιστον, την εικόνα μιας κανονικής ομάδας, που προσπαθεί. Δοκίμασε συστήματα και πρόσωπα, έβαλε μια τάξη στο χάος, πάλεψε την πρόκριση στο Μουντιάλ της Ρωσίας μέχρι την τελευταία στιγμή, και μάλιστα με αντιπάλους το Βέλγιο και την Κροατία. Οταν τον προσλάβαμε, είχαμε τερματίσει σε προκριματικό όμιλο πιο κάτω από τα Φερόε. Λίγο καιρό αφότου τον διώξαμε, πάμε να βγούμε τελευταίοι πίσω από το Λιχτενστάιν. Η δική του περίοδος μοιάζει, τώρα, με… παράδεισο.
Αλήθεια, ποιοί -και πώς- αποφασίζουν για την Εθνική;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News