Με επίκεντρο την αγαπημένη του Νέα Υόρκη και στο γνώριμο ύφος των ρομαντικών κομεντί εκτυλίσσεται η νέα ταινία του Γούντι Αλεν.
Στο «Μια βροχερή μέρα στη Νέα Υόρκη», που ήδη παίζεται στις (ευρωπαϊκές) αίθουσες από τις 22 Αυγούστου, πρωταγωνιστούν ο Τιμοτέ Σαλαμέ και η Ελ Φάνινγκ, ένα ζευγάρι για το οποίο η απόδραση του Σαββατοκύριακου μετατρέπεται σε μια αλληλουχία τυχαίων συναντήσεων και ασυνήθιστων καταστάσεων.
Η Φάνινγκ υποδύεται την φοιτήτρια Ασλεϊ, που προσπαθεί να πάρει συνέντευξη από έναν διάσημο χολιγουντιανό σκηνοθέτη για λογαριασμό της εφημερίδας της σχολής της, με τον σύντροφό της, τον -διόλου τυχαία- αποκαλούμενο Γκάτσμπι (Σαλαμέ) να ενθουσιάζεται με το ταξίδι και να οργανώνει περίπατο στα αγαπημένα του και λιγότερο γνωστά αξιοθέατα της πόλης. Και εκεί ζουν ένα διήμερο γεμάτο απρόσμενες εκπλήξεις.
Με μια θεματική που διατρέχει κυρίως εκείνη της αναζήτησης της ταυτότητας του καθενός από εμάς αλλά και του τι ακριβώς είναι ο έρωτας και η αγάπη, ο Αλεν μίλησε για αυτά και για πολλά ακόμη θέματα σε συνέντευξή του στη Repubblica.
«Τι έχω καταλάβει για την αγάπη… Κάποιος μπορεί να κάνει μόνο εικασίες για την αγάπη, αλλά να πει πως την καταλαβαίνει ή την ελέγχει, όχι. Είμαστε στο έλεος της τύχης και πρέπει πάντα να ελπίζουμε να είμαστε τυχεροί στο θέμα αυτό, για αυτό άλλωστε και υπάρχει τόσος πόνος στην αγάπη, τόσα προβλήματα και δυσκολίες, είναι ένα πολύ περίπλοκο κομμάτι της ζωής μας. Ολοι οι μεγάλοι συγγραφείς έχουν γράψει για αυτόν, ο Τσέχοφ, ο Σταντάλ, ο Τολστόι, αλλά κανείς τους δεν σκέφτηκε ποτέ κάτι αποτελεσματικό προκειμένου να λύσει το πρόβλημα [του έρωτα]» σημειώνει ο αμερικανός auteur.
Ο Αλεν βάζει, όπως λέει, την πρωταγωνίστριά του, σε αυτήν την τρυφερή ηλικία των 20-21 ετών, να είναι γεμάτη ψευδαισθήσεις για τη ζωή της στο μέλλον, καθώς «εγώ, από την ηλικία κιόλας των οκτώ ετών, είχα συνειδητοποιήσει ότι η ζωή όλων μας μεγαλώνοντας θα είναι τρομακτική και δύσκολη. Και η δική μου ζωή μου το επιβεβαίωσε, αν και ευτυχώς κατάφερα να αποφύγω τις μεγάλες κακοτυχίες: έχω την υγεία μου, οι γονείς μου πεθάναν όταν εγώ είχα μεγαλώσει πολύ, έχω μια οικογένεια και μια αδελφή που είμαστε πολύ κοντά, αλλά δεν μπορώ να παραβλέψω το ότι κοιτάζω γύρω μου και βλέπω ανθρώπους που έχουν μια φοβερά δύσκολη ζωή και καθημερινότητα».
Φυσικά, όπως είναι λίγο έως πολύ αναμενόμενο, η Νέα Υόρκη είναι (ξανά) ο πρωταγωνιστής της ταινίας του, επειδή «είμαι οπαδός των μεγάλων πόλεων, είναι σαν πραγματικοί χαρακτήρες στις ταινίες μου, η Βαρκελώνη, η Ρώμη, το Παρίσι, η Νέα Υόρκη. Δεν τις απεικονίζω με έναν αναγκαστικά ρεαλιστικό τρόπο, αλλά με το πώς τις αισθάνομαι εγώ, μέσα μου. Αν δείτε τη Νέα Υόρκη του Σκορσέζε ή του Σπάικ Λι, διαφέρει πολύ από τη δική μου Νέα Υόρκη, των άλλων είναι ρεαλιστικές, ενώ εμένα μέσα στο μυαλό μου η πόλη φιλτράρεται με έναν μάλλον ιδεαλιστικό τρόπο».
Και καθώς η ταινία αφορά την αναζήτηση της ταυτότητας μέσα μας, ο Αλεν παραδέχεται πως σε αυτόν κάτι τέτοιο συνέβη «όταν ήμουν στο Γυμνάσιο: όλοι οι φίλοι μου έπρεπε να πάρουν μεγάλες αποφάσεις για το τι θα σπουδάσουν στο κολέγιο. Ολοι ήθελαν να γίνουν γιατροί, δικηγόροι, δάσκαλοι, επιστήμονες ή αρχιτέκτονες. Εγώ λοιπόν τότε ανακάλυψα ότι διέθετα την αίσθηση του χιούμορ και ότι μπορούσα να κάνω τους ανθρώπους γύρω μου να γελάνε. Συνειδητοποίησα ότι αυτή ήταν η ταυτότητά μου, και η αλήθεια είναι πως πολύ σύντομα αυτό το σενάριο ζωής είχε αποτέλεσμα, καθώς από έφηβος κιόλας πωλούσα ήδη τις πρόζες με την κωμωδία μου. Από τότε ήξερα ότι για όλη μου τη ζωή θα έγραφα κωμωδίες, είτε στην τηλεόραση είτε στο ραδιόφωνο είτε στον κινηματογράφο».
Γιατί συνεχίζεις λοιπόν να κάνεις ταινίες, ακόμη και στα 83 σου χρόνια, Γούντι;
«Γιατί η σκηνοθεσία μου αποσπά την προσοχή από το γεγονός πως γερνάω. Συνεχίζω να δουλεύω γιατί μου αρέσει, ακόμη και στην ηλικία αυτή, να εστιάζω στις λεπτομέρειες ενός έργου, ακόμη και τις πλέον ασήμαντες: στους χαρακτήρες, στη φωτογραφία, στους ηθοποιούς μου. Αν έχω πολύ χρόνο διαθέσιμο, ναι, θα κάνω λίγο αθλητισμό, θα το ρίξω στην ανάγνωση, αλλά τότε θα αρχίσω πάλι να σκέφτομαι τα ίδια και τα ίδια. Και οι εικόνες της ζωής μου είναι θλιμμένες, δεν είναι ευχάριστες. Για αυτό συνεχίζω να εργάζομαι» καταλήγει με νόημα ο Αλεν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News