Παρακολουθώ την σαρωτική πορεία του Γιάννη Αντετοκούνμπο στην Αμερική (και τώρα πάλι στην εθνική ομάδα μπάσκετ), αναμετρώντας τον λαϊκό θαυμασμό που ξεσηκώνει εδώ στην πατρίδα η επιτυχία του. Και αναλογίζομαι ότι ζούμε σε μια χώρα βαθιά ανατολίτικη, αλλά από τη μοίρα ταγμένη να αποτελεί την πιο απομακρυσμένη επαρχία της δύσης μέσα στο σώμα της ανατολής. Δυϊσμός θανάσιμος. Ζούμε στην Ανατολή, αλλά ονειρευόμαστε την Δύση. Μας εκφράζει η ξάπλα του πασά με τον ναργιλέ, αλλά μας δελεάζουν οι επιτυχίες του επαγγελματισμού και του μπιζιμποντισμού της δύσης.
Ο ελληνισμός διέπρεψε παλιότερα στις παραδουνάβιες περιοχές, στην Μικρασία, στην βαθιά Ρωσία, στην Οδησσό ή στην Αλεξάνδρεια. Ποτέ όμως αυτοί οι τόποι (που έφτιαχναν πελώριες περιουσίες ισότιμες με τις αμερικάνικες) δεν απέκτησαν στο μυαλό των Ελλήνων την αίγλη της μαγευτικής χώρας του δολαρίου. Παρά την παγκοσμιοποίηση και την σημερινή ευκολία των μετακινήσεων, η φιγούρα του Έλληνα Μπρούκλη εξ’ Αμερικής, του φτωχόπαιδου που πέρασε τον Ατλαντικό πεινασμένος και άμοιρος, για να επιστρέψει στα πάτρια πλούσιος, διάσημος και κραταιός (έστω και μιλώντας τα ελληνοαμερικάνικα σαν τον Γκιωνάκη), παραμένει ως σήμερα αξεπέραστη.
Ειδικά με τους αθλητές που εδώ θα ήταν καταδικασμένοι αλλά «στο Αμέρικα» μεγαλούργησαν, έχουμε ένα είδος εθνικής ψύχωσης. Την δεκαετία του ’20, ο πατρινός Δημήτρης Τόφαλος έγινε θρύλος στην Ελλάδα, όταν –ανάπηρος στο αριστερό χέρι- σάρωσε όλους τους θηριώδεις αμερικανούς αθλητές του επαγγελματικού κατς. Πρόσθεσε και το όνομα του στο ελληνικό λεξικό. Μια δεκαετία αργότερα, ο Τζίμ Λόντος που ως τα δεκατέσσερα του χρόνια έβοσκε κατσίκες στο Κουτσοπόδι Αργολίδας, στα μάτια των τότε Ελλήνων έγινε ισότιμος με τον Δία. Παγκόσμιος πρωταθλητής της ελεύθερης πάλης στα κλειστά της τότε Αμερικής, μάζεψε 100.000 θεατές στο Καλλιμάρμαρο της Αθήνας όταν γύρισε στην πατρίδα για να εφαρμόσει το περίφημο αεροπλανικό του κόλπο τον Ρωσοπολωνό πρωταθλητή Ευρώπης Κοβριάνι. Όταν νίκησε, η Αθήνα γλέντησε μέχρι πρωίας και ο Μάρκος Βαμβακάρης του ‘γραψε ρεμπέτικο τραγούδι.
Oλοι αυτοί ήταν μυθικές φιγούρες για τους ταλαίπωρους Έλληνες, που μαράζωναν μέσα στην ελληνική φτώχεια και απομόνωση. Τα «παιδιά μας» που έφευγαν εξ αιτίας της πείνας, γύριζαν αυτοδημιούργητα, πανίσχυρα, πλούσια, πετυχημένα, διάσημα, έχοντας μεγαλουργήσει δίχως άλλα προσόντα πέραν της σωματικής τους δύναμης και του ελληνικού τους πείσματος. Ξεκίνησαν ξυπόλυτα από ένα ελληνικό χωριό κι έφτασαν στην κορυφή του αμερικάνικου, άρα και του παγκόσμιου ονείρου. Θεϊκές λύσεις.
Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο είναι ο Τζιμ Λόντος του 21ου αιώνα. Ενσαρκώνει το βαθύτερο όνειρο του καθενός μας. Να ξεκινήσουμε από τα πολύ-πολύ χαμηλά (πουλώντας CD στις πλατείες) και να αλώσουμε την παγκόσμια μητρόπολη, να εκτοξευτούμε σαν πύραυλοι προς την δόξα, τον πλούτο και τον παγκόσμιο θαυμασμό. Κι επειδή εμείς (πέραν των άτιμων προσόντων που δεν διακρίνονται εντός μας) δεν είμαστε διατεθειμένοι και να το προσπαθήσουμε καν, υπάρχει ο Γιάννης που το κάνει για μας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News