1442
Ο Μονταλμπάνο, ντροπιασμένος από τα κατορθώματα της Αστυνομίας, θέλησε κάποτε να παραιτηθεί - ο Καμιλέρι δεν του έκανε το χατίρι | CreativeProtagon

Μονταλμπάνο: όταν μετανόησε ο Νόμος

Θόδωρος Βαρβάρης Θόδωρος Βαρβάρης 15 Αυγούστου 2019, 08:30
Ο Μονταλμπάνο, ντροπιασμένος από τα κατορθώματα της Αστυνομίας, θέλησε κάποτε να παραιτηθεί - ο Καμιλέρι δεν του έκανε το χατίρι
|CreativeProtagon

Μονταλμπάνο: όταν μετανόησε ο Νόμος

Θόδωρος Βαρβάρης Θόδωρος Βαρβάρης 15 Αυγούστου 2019, 08:30

«Κοίτα δασκαλάκο, αν έλθω άοπλος και εσύ πάρεις ένα πιστόλι και με σημαδέψεις λέγοντας “Κόλα Τζεντίλε, πέσε στα γόνατα”, ε, τι θα κάνω; Θα γονατίσω. Αυτό δεν σημαίνει ότι είσαι μαφιόζος επειδή εξανάγκασες τον Κόλα Τζεντίλε να γονατίσει. Σημαίνει ότι είσαι ένας ηλίθιος που κρατάει ένα πιστόλι.

»Αν πάλι εγώ, ο Κόλα Τζεντίλε, έλθω άοπλος και εσύ είσαι άοπλος επίσης και σου πω “Δασκαλάκο, κοίτα, είμαι… κάπως, πρέπει να σου ζητήσω να πέσεις στα γόνατα” και εσύ με ρωτήσεις “Γιατί” και εγώ σου πω “Δασκαλάκο, άσε με να σου εξηγήσω” και σε πείσω ότι οφείλεις να γονατίσεις και εσύ γονατίσεις, ε, αυτό με κάνει μαφιόζο.

»Αν αρνηθείς να γονατίσεις, πρέπει να σε πυροβολήσω. Ομως αυτό δεν σημαίνει ότι θα έχω νικήσει: θα έχω ηττηθεί, δασκαλάκο».

1949, Ρώμη. Ο Αντρέα Καμιλέρι, 24 χρόνων, συνομιλεί με τον συντοπίτη του, από το Αγκριτζέντο, ιταλοαμερικανό γκάνγκστερ Κόλα Τζεντίλε, 64 ετών, ο οποίος τον αποκαλεί «δασκαλάκο» (duttureddu στο σικελικό ιδίωμα, υποκοριστικό –εδώ με μάλλον ειρωνική χροιά– της κλασικής ευφημιστικής προσφώνησης για μορφωμένους Ιταλούς, dottore).

Ο Τζεντίλε μυήθηκε στην Κόζα Νόστρα στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ, έβαψε τα χέρια του με αίμα, και σε ηλικία 78 χρόνων, το 1963, Ρωμαίος πια και σε αποστρατεία από το ενεργό έγκλημα, κατέθεσε απομνημονεύματα. Το βιογραφικό του, εκτός από εκβιασμούς, φόνους, λαθρεμπόριο αλκοόλ και ναρκωτικών, περιελάμβανε διωγμούς από το φασιστικό καθεστώς και συνεργασία με τα συμμαχικά στρατεύματα μετά την απόβαση του 1943, όπως αναφέρει η ιστοριογραφία του ιταλικού υποκόσμου (John Dickie, Mafia Brotherhoods, Sceptre, UK 2012). O Τζεντίλε «επικηρύχθηκε» από τους αρχηγούς των μαφιόζων στο Παλέρμο επειδή οι αμερικανοί γκάνγκστερ θεώρησαν ότι συνεργάστηκε με την αμερικανική αστυνομία προτού επιστρέψει στην Ιταλία, ωστόσο η Φαμίλα της Κατάνιας δεν εξετέλεσε τη διαταγή εξόντωσής του την οποία έλαβε. Ετσι ο θάνατός του αφέθηκε στο κέφι τού Χάρου και η φροντίδα των στερνών του στο λαϊκό φιλότιμο: ο Τζεντίλε, πάμφτωχος, απέφυγε τη λιμοκτονία «χάρη στη φιλανθρωπία των γειτόνων του, που του προσέφεραν ένα πιάτο μακαρόνια» (John Dickie, Cosa Nostra, Hodder, UK 2007).

Εφόσον εκείνη ήταν μια κουβέντα της καρδιάς –μια συμβουλή του παππού στον πιτσιρίκο–, η απόφανση του μαφιόζου στη συζήτηση του 1949 ότι η βία ηττάται μπροστά στη γενναιότητα και στην αξιοπρέπεια, τον καθιστά pentito (μεταμελημένο) όχι απέναντι στο κράτος φυσικά, αλλά μπροστά στον καθρέφτη του. Ο γέρος μαφιόζος δίκασε και καταδίκασε εκείνο το «είμαι… κάπως» που είχε ξεστομίσει ως δικαιολογία για την άσκηση της εξουσιαστικής επιβολής («io mi trovo in una situazione» ήταν η περίεργη φράση του Τζεντίλε όπως ο ίδιος ο Καμιλέρι τη μετέφερε στον δημοσιογράφο Ενρίκο Ντεάλιο).

Τον απόηχο των λόγων του Τζεντίλε φέρνει ο αέρας που σηκώνεται στις σελίδες των ιστοριών με τον «εναλλακτικό» αστυνόμο Σάλβο Μονταλμπάνο όταν ο εκπρόσωπος του Νόμου συνομιλεί με έναν γηραιό μαφιόζο της φανταστικής Βιγκάτα (π.χ. στο La gita a Tindari/Εκδρομή στο Τίνταρι) αλλά και σε άλλες περιπτώσεις.

Ο πραγματικός μαφιόζος του 1949 συναντήθηκε με τον φανταστικό αστυνόμο Μονταλμπάνο και το 2003, στο μυθιστόρημα Il giro di boa/Υποχρεωτική πορεία: τότε έγινε και ο Μονταλμπάνο ένας pentito «της απέναντι πλευράς», επειδή στο G8 της Γένοβας, το 2001, επί Μπερλουσκόνι, ο αστυνομικός μύλος άλεσε διαδηλωτές και έστησε «γεγονότα». Ο Μονταλμπάνο, ντροπιασμένος από την επιβολή της εννόμου τάξεως με όρους Μαφίας, θέλησε να παραιτηθεί. Δεν παραιτήθηκε. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο πήρε αναστολή και το φινάλε της σειράς με τα δημοφιλή μυθιστορήματα.

Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα ο αστυνόμος έκανε ό,τι μπορούσε για να αποδείξει στον Καμιλέρι ότι δεν ήταν πια ο μπάτσος που ήξερε και ότι έπρεπε κάπως να τελειώσει το παραμύθι, ωστόσο ο συγγραφέας βούλωνε τα αυτιά του. Ο Μονταλμπάνο μπορεί να μην έθιξε την αποκαθήλωση της πλακέτας στη μνήμη του Κώστα Γεωργάκη από την πιάτσα Ματεότι, δίπλα στο Παλάτσο Ντουκάλε των G8, επειδή ένα βιαστικό και αντιδραστικό γήρας τον εμπόδιζε να θυμηθεί ότι εκεί, στην καρδιά της αντιστασιακής Γένοβας, είχε αυτοπυρποληθεί ο έλληνας φοιτητής για να κάψει τη χούντα του Παπαδόπουλου, αλλά στις επόμενες περιπέτειές του επέδειξε τη σύμπασα κουλτούρα του όπως μπορούσε και με κάθε ευκαιρία, απαιτώντας το απολυτήριο από τον «βαρήκοο» πατέρα του: πότε ο Πιραντέλο και ο Ομηρος μπαινόβγαιναν στο μυαλό του και στο στόμα του (La danza del gabbiano/Ο χορός του γλάρου, το 2009), πότε ο παράκαιρος έρωτας ξυπνούσε μέσα του έναν κοιμισμένο από την εφηβεία του ποιητή (Il sorriso di Angelica/Το χαμόγελο της Αντζέλικα, το 2010), πότε ο Ανρί Ρουσό τον τύλιγε στη φυλλωσιά του (Un covo di vipere/Η φωλά της οχιάς, το 2013), πότε ένας πρωθυπουργός που είχε καταφέρει να παραγραφεί η κατηγορία για συνεργασία με τη Μαφία τον διαόλιζε, αλλά ο Μονταλμπάνο αν και λύσσαγε να τον κατονομάσει και να τον ξεφτιλίσει δεν είχε το δικαίωμα – διότι, αλίμονο, παρέμενε μπάτσος (Una voce di notte/Mια φωνή τη νύχτα, το 2012).

Εξώφυλλο αγγλικής έκδοσης του La piramida di fango/Η πυραμίδα της λάσπης: σε αυτό το μυθιστόρημα του 2014 η καταρρακτώδης βροχή εξήγησε στον Μονταλμπάνο τη σχέση της εκτελεστικής εξουσίας με τη λάσπη

Ο Μονταλμπάνο ήταν έτοιμος να πάρει το μεγάλο ρίσκο μιας νέας ζωής ως πρώην μπάτσος, αλλά ο Καμιλέρι ήταν αμετάπειστος – ίσως και να προστάτευε το παιδί του από μυθιστορήματα που, αν γράφονταν, θα έφερναν τον Σάλβο αντιμέτωπο ακόμη και με τα τέρατα του Στίβεν Κινγκ, και αυτό πια θα ήταν μία εντελώς διαφορετική λογοτεχνία. (Θα ήταν, στ’ αλήθεια, διαφορετική; Ο συγγραφέας δεν είχε λησμονήσει ότι στα σοβαρά πράματα, στα ζητήματα ζωής και θανάτου, η βιβλιοθήκη του γιου του φώτιζε το σκότος με Πόε, όχι με Σιμενόν, και μάλιστα από πολύ νωρίς, από την εποχή του Un mese con Montalbano/Τριάνατα ημέρες με τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο.)

Πού βρίσκει δουλειά ο άνεργος αστυνόμος;

Ο αναγνώστης του Καμιλέρι έχει κάθε λόγο να σκεφθεί ποια δουλειά άσχετη με τη Μαφία μπορεί να κάνει ένας παραιτημένος αστυνομικός, ένας πρώην μπάτσος, στη λογοτεχνική Βιγκάτα ή στην πραγματικότητα – και ο αναγνώστης το σκέφτεται το ζήτημα, είτε επιδίωκε ο Καμιλέρι να εισαγάγει τέτοιον προβληματισμό είτε όχι.

Ο μαφιόζος pentito του παλιού καιρού, και χωρίς να έχει «κελαηδήσει», αν είχε διεκδικήσει την ελευθερία του, θα είχε βρεθεί δολοφονημένος σε κάποιον «αγρό του κεραμέως», πεταμένος σε μια λασπωμένη γούρνα, με τα παπούτσια του επάνω στο στήθος του να δείχνουν ότι ήθελε να την κοπανήσει (Il campo del vasaio/Το ματωμένο χωράφι).

Ο αστυνόμος pentito αν διεκδικήσει την ελευθερία του και το κράτος τού κάνει τη χάρη να του δώσει τα παπούτσια στο χέρι, σε ποια λασπωμένη γούρνα θα ψάξει να βρει δουλειά ώστε να επιβιώσει; (Και, αν τα πράγματα αγριέψουν, πόσοι γείτονες θα βρεθούν να του προσφέρουν, έστω, μια μακαρονάδα;)

Πάντως και στις δύο συνθήκες μεταμέλειας –ας τις θεωρήσουμε άδολες– η εσωτερική εκπυρσοκρότηση των pentiti δεν ακυρώνει τη δίδυμη εξουσία της μαφιόζικης λουπάρας και του αστυνομικού πιστολιού (διότι από το κάδρο λείπει ο καθοριστικός ακυρωτικός παράγων: ο λαός).

Οι λογοτεχνικοί ήρωες (ιδίως οι κακοί και οι επαμφοτερίζοντες, οι τραγικοί) πάντα συστήνονται στον αναγνώστη (και πρωτίστως στον συγγραφέα) μέσα από σελίδες-κάτοπτρα του δικού του δυνητικού ειδώλου: «Δες τι θα μπορούσες να είσαι», του λένε, «αν…» Και τότε ο αναγνώστης (και ο συγγραφέας), νιώθοντας το δέος σε κάθε αράδα, ανατρχιάζει. Από αυτόν τον αναγνωστικό κανόνα του ρίγους εξαιρούνται όσοι είναι αστοί από κούνια: αυτοί δεν έχουν «προσλαμβάνουσες» ανάγκης, ούτε βίωση του διλήμματος «μαφιόζος ή μπάτσος» – αλλιώς διαβάζουν την αστυνομική λογοτεχνία οι πλούσιοι.

Το άγαλμα στο Πόρτο Εμπέντοκλε

Οι λογοτεχνικοί ήρωες συνήθως δεν γίνονται αγάλματα όπως έγινε ο αστυνόμος Μονταλμπάνο στο χωριό του Καμιλέρι, στο Πόρτο Εμπέντοκλε. (Ο «τουριστικός προορισμός» δεν πρέπει να κραυγάζει το άγχος του, αλλά, πάλι, για τον τζίρο του άλλου τι μπορείς να πεις.) Ισως στο μέλλον τιμηθεί και ο συγγραφέας, διακριτικά, όπως του αξίζει, χωρίς ενοχές, μα προς το παρόν έχουμε το άγαλμα του Μονταλμπάνο: ενός λογοτεχνικού ήρωα που θέλησε να απαλλαγεί από τον ρόλο του αστυνομικού μα δεν κατάφερε να πείσει τον Καμιλέρι να τον γλιτώσει, έτσι συμβιβάστηκε με τις αντιθέσεις της μοίρας του.

Μυστακοφόρος στο Πόρτο Εμπέντοκλε ο Μονταλμπάνο, κατά τη νόρμα του Καμιλέρι: ο αστυνόμος ξυρίστηκε αργότερα, στο κοφτερό γυαλί της TV, όταν ήρθε φάτσα με φάτσα με τον ηθοποιό Λούκα Τζινγκαρέτι (EPA/PASQUALE CLAUDIO MONTANA LAMPO)

Αν ντε και καλά το άγαλμα πρέπει να συμβολίζει κάτι πέρα από τα αγοραία και τουριστικά, αυτό είναι η αδυναμία δραπετεύσεως του καθενός σε ατομικό επίπεδο και στο δεδομένο πλαίσιο. Προτιμητέο πάντως από το άγαλμα του κανονικού αστυφύλακα, είτε είναι τσαλακωμένος σαν εκτελεστικό όργανο είτε ατσαλάκωτος σαν επιτελικός σχεδιαστής.

Από το βάθρο του ο Μονταλμπάνο δεν απειλεί κανέναν με σύλληψη – και είναι σχεδόν σίγουρο ότι απολαμβάνει αυτήν την ανικανότητά του. Αντιθέτως, η σέλφι είναι ο εφιαλτικός μπάτσος που δεν θα τον αφήσει σε χλωρό κλαρί, που θα τον συλλαμβάνει συνέχεια για να τον πετάει κάθε φορά στο ίδιο ηλεκτρονικό βάραθρο – και είναι βέβαιο ότι αυτή η ικανότητά της θα του σπάει τα καρύδια.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...