Όλα ξεκίνησαν σαν παραμύθι. Σαν ένα παραμύθι κινουμένων σχεδίων. Τομ Και Τζέρι, για την ακρίβεια. Εκείνος ήταν μόλις δύο ετών και είδε στην τηλεόραση την ιστοριούλα «The Cat Concerto», με τον Γατούλη να παίζει στο πιάνο την Ουγγρική Ραψωδία Αρ. 2 του Φραντς Λιστ. Αυτό ήταν. Μαγεύτηκε. «Σκέφτηκα: Αφού μπορεί να παίζει έτσι ένας γάτος, γιατί όχι κι εγώ;»
Στα τρία έπαιζε ήδη πιάνο. Στα πέντε έδινε το πρώτο του ρεσιτάλ. Στα εννέα διαγνώσθηκε… «δίχως ταλέντο», προσπαθώντας να περάσει τις εξετάσεις για το Ωδείο του Πεκίνου. Πολύ σύντομα κέρδιζε το πρώτο βραβείο στον περίφημο Διαγωνισμό Τσαϊκόφσκι για νέους μουσικούς και, το 1995, στα 13 έπαιζε τις 24 Σπουδές για Πιάνο του Σοπέν στην Αίθουσα Συναυλιών του Πεκίνου.
Από εκεί και πέρα η πτήση δεν ήταν πλέον… χαμηλή. Απογειώθηκε στο στερέωμα της κλασικής μουσικής, έγινε το πιο διάσημο «εξαγώγιμο προϊόν» της Κίνας, ένας από τους 100 πιο ισχυρούς και επιδραστικούς ανθρώπους της υφηλίου για το 2009 κατά το περιοδικό «Time», ο «πιο καυτός καλλιτέχνης στον πλανήτη της κλασικής μουσικής» κατά τους «New York Times», ο πλέον περιζήτητος σολίστας, ο πιο απαιτητικός σταρ, το «παιδί-θαύμα» που έβγαζε γλώσσα στο σταρ σίστεμ, ο πιανίστας των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου και πολλά άλλα.
Ο Λανγκ Λανγκ, το «παιδί-θαύμα» της ιστορίας μας, υπό το άγρυπνο βλέμμα του τελειομανούς πατέρα του που επέμενε να επαναλαμβάνει σε κάθε συνάντηση, σε κάθε συνέντευξή του ότι είναι το «Νούμερο Ένα στον κόσμο», άρχισε να μεγαλώνει και να ρέπει όλο και περισσότερο στην υπερβολή. Την ώρα που μία ατάκα του γινόταν κάτι σαν τις Δέκα Εντολές σε συσκευασία της μιας, για τον κόσμο της κλασικής μουσικής: «Αγάπα απλά αυτό που κάνεις και προσπάθησε να παίζεις όλο και περισσότερο».
Όταν μεγαλώνεις και ανήκεις πλέον στην κατηγορία του ενήλικα πιανίστα ή ακόμη και του βετεράνου, το ζήτημα είναι, όπως έλεγε και ο μέντοράς του Λανγκ Λανγκ πιανίστας και μαέστρος – άλλοτε «παιδί-θαύμα» και εκείνος – Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ, «αν θα φύγει το παιδί και θα παραμείνει το θαύμα ή θα φύγει το θαύμα και θα μείνει πίσω το παιδί». Πολλοί πίστεψαν το δεύτερο για τον Λανγκ Λανγκ. Τον είδαν σαν το «κακό παιδί» Μότσαρτ (όπως μας τον σκιαγράφησαν θεατρικά έργα σαν του Πίτερ Σάφερ και ταινίες σαν το «Αμαντέους» του Μίλος Φόρμαν), άλλοι σαν εκκεντρικό Λιμπεράτσε, κάποιοι σαν έναν πιανίστα που ποντάρει στα πυροτεχνήματα και όχι στην ουσία της μουσικής εξέλιξης.
Βέβαια, καθηλώνονταν κι εκείνοι από τις ερμηνείες του σε έργα του Ρομαντισμού ή σε έργα Μότσαρτ και Μπετόβεν που τους έδινε άλλη πνοή και μια ιδιαίτερη «φλόγα». Όπως η υφήλιος καθηλώθηκε από τον ήχο του, όταν ο Ζανγκ Γιμού τον κάλεσε να παίξει στην Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2008, στο Πεκίνο, περικυκλωμένος από χιλιάδες εθελοντές.
Για τον Λανγκ Λανγκ όλα αυτά ήταν απλώς… θόρυβος. Για κείνον, ο μεγάλος φόβος του ήταν μην πάθουν κάτι τα χέρια του και δεν μπορέσει να ξαναπαίξει πιάνο. «Και έτσι, θα καταντήσω ανίκανος για ζωή», όπως έλεγε. Πάνω που το αστέρι του έλαμπε πιο αστραποβόλα από ποτέ, οι φόβοι του επιβεβαιώθηκαν τραγικά. Μια οξεία τενοντίτιδα από τραυματισμό, το 2017, παρέλυσε ουσιαστικά το αριστερό του χέρι και η ανάρρωση δεν ήταν όσο σύντομη αναμενόταν. Πάνω από ενάμιση χρόνο. Πάμπολλες ακυρώσεις συναυλιών. Στο Χονγκ Κονγκ. Στην Φιλαρμονική του Βερολίνου. Στις μεγαλύτερες αίθουσες και με τις μεγαλύτερες ορχήστρες του κόσμου. Σούσουρο. Και οι επικριτές να καραδοκούν σε κάθε γωνιά. Ο φθόνος επίσης.
Εδώ ξεκινάει η σιωπηρή, σκοτεινή περίοδος του Λανγκ Λανγκ. Μόνον που εκείνος μέσα σε αυτό το σκοτάδι θυμήθηκε ότι έχει γεννηθεί από την… ηλιόλουστη πλευρά της ζωής. Στην πόλη Σενγιάνγκ της νοτιοανατολικής Κίνας. Που Σενγιάνγκ σημαίνει η γιανγκ (η φωτεινή) πλευρά του ποταμού Σεν. Μια πόλη με πληθυσμό μεγαλύτερο από την Αθήνα (πάνω από 6,3 εκατ. κάτοικοι) που δεν σκοτείνιασε αν και γνώρισε τον ζυγό δύο κατακτητών: των Γιαπωνέζων και των Σοβιετικών.
Όταν βρέθηκε να παίζει πιάνο, παιχνιδιάρικα, τις προάλλες ενώπιον 19.000 θεατών (που είχαν προαγοράσει τα εισιτήρια εν ριπή οφθαλμού), στο Μάντισον Σκουέρ Γκάρντεν του Μανχάταν, μαζί με τον «πολύ» κύριο Μπίλι Τζόελ, κάποιοι χάρηκαν: ο Λανγκ Λανγκ επέστρεψε. Άλλοι ξίνισαν: Θα το γυρίσει στην ποπ τώρα; Κι άλλοι – οι επαΐοντες – κατέβασαν λίγο τα γυαλιά πρεσβυωπίας και με σνομπ ύφος αποφάνθηκαν: Πάνε πια τα ρεπερτόρια; Θα μας ξεπετάει με λίγο Μότσαρτ και Μπετόβεν; Και με ποπ; Καμία εξέλιξη; Καμία καλλιτεχνική ακεραιότητα; Μόνον δημοφιλία;
Ο ίδιος ο Λανγκ Λανγκ δεν ακούει κανέναν από όλους. Εκείνος, που πέρασε το ζόρι του χειρότερου φόβου του, νιώθει πως ξαναγεννήθηκε. Δια της ενδοσκοπήσεως, που λένε. Βούτηξε βαθιά μέσα του, είδε, ξαναείδε, σκέφτηκε και αναδύθηκε καθαρός και καινούργιος, στα 37 του. Βέβαια, δεν είπε και «απεταξάμην» στις υπερβολές. Ο γάμος του με την πιανίστρια Τζίνα Αλίς Ρέντλιντζερ, στο Παρίσι άφησε εποχή. Καταρχάς έγινε στις Βερσαλλίες, όπου είχε παίξει (και απαθανατίσει σε DVD και BluRay) Σοπέν και Τσαϊκόφσκι πριν από το ατύχημα. Ναι, μέσα στο Παλάτι. Με τόνους ακριβής ροζ σαμπάνιας να κυλάει, σε ρυάκια, μέσα σε βουνά από κρυστάλλινα ποτήρια. Και με τον ίδιο πανευτυχή με την «πριγκίπισσά» του να φωτογραφίζεται παντού με το Λουί Βιτόν κομψό φράκο του. Ο σταρ ποτέ δεν ξαποσταίνει.
Την ίδια ώρα η περίφημη εταιρεία πιάνων Steinway, μόνιμος χορηγός του, ονόμαζε «Lang Lang Black Diamond» την νέα της, εξκλούσιβ σειρά κλειδοκυμβάλων. Σε σχέδια του Ντακότα Τζάκσον – καμία σχέση με την συνονόματή του πρωταγωνίστρια των ερωτικός «Πενήντα αποχρώσεων του γκρι». Ο «αναγεννημένος» Λανγκ Λανγκ δήλωνε, μετά τη συναυλία με τον Μπίλι Τζόελ στη Νέα Υόρκη, ότι θα επανέλθει αλλά θα περιορίσει στις 70 το χρόνο τις συναυλίες του, από 130 και βάλε που ήταν προηγουμένως, για «να ζήσει την ζωή του και να αφιερωθεί στα εκπαιδευτικά του προγράμματα» (με το Ίδρυμα του, το Lang Lang International Music Foundation, υπέρ των νεότερων γενεών).
«Όταν ερμηνεύω, ακολουθώ απλά τη μουσική και την καρδιά μου και όλα έρχονται φυσικά», παρατηρεί ο ώριμος πλέον Λανγκ Λανγκ. «Δεν νομίζω ότι τα πάντα είναι σόου πλέον. Και έτσι, πιστεύω, θα αγγίξει η ερμηνεία μου και την καρδιά εκείνων που με ακούνε».
Εκείνος, πάντως, που τον ακούει επίσης είναι και ο διάσημος σκηνοθέτης Ρον Χάουαρντ, που συλλέγει τις λεπτομέρειες της ιλιγγιώδους πορείας του προς το στερέωμα της κλασικής μουσικής. Από την Σενγιάνγκ στις μεγαλύτερες αίθουσες του κόσμου. Με ηχητικό φόντο το νέο άλμπουμ του Λανγκ Λανγκ, που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2019, δύο μήνες πριν τον αστραφτερό γάμο του στις Βερσαλλίες. Και τον ακούει για να πλάσει την δική του βιογραφική ταινία. Για τα «Χίλια Μίλια» που έκανε από τα κουρέλια στα πλούτη, που λέει και η αμερικανική έκφραση from rags to riches. Όπως είναι και το τίτλος της «αυτο»-βιογραφίας του Λανγκ Λανγκ, γραμμένης μαζί με τον Ντέιβιντ Ριτς, «Journey of a Thousand Miles» (Ταξίδι των Χιλίων Μιλίων, Εκδ. Spiegel & Grau, 2009), μεταφρασμένης σε 11 γλώσσες.
Αυτή η μετάβαση από το σταρ «παιδί-θαύμα» π.τ. (προ τραυματισμού) στον ίσως και λίγο ξεχασμένο, ήδη, βετεράνο του πιάνου που δηλώνει ότι επιστρέφει δριμύτερος δεν είναι και το ευκολότερο, κατά τον μέντορά του Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ. Έμεινε το θαύμα κι έφυγε το παιδί; Ή το αντίθετο;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News