Στο «Σακάκι» του Ανέστου Δελιά, ένα από εκείνα τα ρεμπέτικα που ο δωρικός στίχος ζωγραφίζει με λίγες λέξεις κόσμους ολόκληρους, η εισαγωγική στροφή έχει μια σπάνια δύναμη:
«Η τύχη του το έφερε να κλέψει ένα σακάκι, (δις)/ το φόρεσε και πάγαινε για του Καραϊσκάκη (δις)»
Στις πρώτες πέντε λέξεις, «η τύχη του το έφερε», μέσα στην αμφισημία και τη φαινομενική παραδοξότητά τους, δίνεται με ποιητικό τρόπο μια ολοκληρωμένη κοινωνιολογία του περιθωρίου. Η τύχη, εδώ, δεν είναι η ευκαιρία. Είναι μάλλον η μοίρα, καλύτερα η κοινωνική κατάσταση. Του φτωχού, του πρόσφυγα, όπως ήταν ο ρεμπέτης Δελιάς. Που ήταν και πρεζάκιας, έγραψε και το σχετικό σπαρακτικό τραγούδι. Που του φέρνει «η τύχη του», ίσως δηλαδή η ανάγκη του, να την κάνει την παρανομία. Κλέβει ένα σακάκι, το σήμα κατατεθέν άλλης κοινωνικής τάξεως, το φοράει και παγαίνει για του Καραϊσκάκη. Αλλά αμέσως μετά:
«Κατά κακή του σύμπτωσις να και τ’ αφεντικό του, (δις)/
το τράβαγε, του φώναζε, πως ήτανε δικό του, /
το τράβαγε, του έλεγε, πως ήτανε δικό του.»
Το σύντομο διάλειμμα λήγει στα γρήγορα, το αφεντικό εμφανίζεται, τραβάει το σακάκι, ζητά πίσω αυτό που του ανήκει. Έτσι είναι αυτά. Η «κακή του σύμπτωσις» είναι στην πραγματικότητα η μοίρα του. Ακολουθεί η τιμωρία:
«Τον μάγκα τον επιάσανε, τη μάπα του την πήραν,(δις)/
στο ξύλο τον τρελάνανε, στη φυλακή τον πήγαν. (δις)»
Στη φυλακή, εντάξει, αλλά δείξτε έλεος. Ο ταυτιζόμενος με το μάγκα τραγουδοποιός, ο Δελιάς, «το Ανεστάκι», όπως τον έλεγαν, «ένας άγγελος πεταμένος στα σκουπίδια» κατά το Μάρκο Βαμβακάρη, ζητά λίγη κατανόηση. Δεν το ‘θελε για δικό του, κι ας το φόρεσε για λίγο. Να το πουλήσει ήθελε:
«Μη τον βαράτε ρε παιδιά, για ‘να παλιό σακάκι, (δις) /
το πάγαινε για πούλημα να πιει ένα τσιμπουκάκι /
το πάγαινε για πούλημα μεσ’ στου Καραϊσκάκη».
Λίγα λόγια, για πολλούς σημερινούς ανθρώπους, που φαίνεται να λείπουν από το οπτικό πεδίο των πολιτικών σχεδιασμών. Κάμποσα χρόνια τώρα, από την εποχή πριν «τα μνημόνια», όσοι με οποιοδήποτε τρόπο ασχολούμαστε με τους εξαρτημένους, τους άστεγους, τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, τους φτωχούς πάντως, μιλούσαμε για την ένταση του κοινωνικού αποκλεισμού. Ένας ολόκληρος κόσμος φυτοζωεί και βιοπορίζεται, όπως – όπως, δίπλα μας. Συχνά μάλιστα «η τύχη του το φέρνει» να παρανομήσει.
Απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα περιθωριοποίησης, που συνοδεύονται αναπόφευκτα από παραβατικότητα, «οχλήσεις» στο δημόσιο χώρο και αίσθημα ανασφάλειας σε γειτονιές, ποια είναι η απάντηση της Πολιτείας; Από τη μία, ένας λόγος περί δικαιώματος στην ασφάλεια, που είναι βέβαια αναγκαία, αλλά δεν θα κατακτηθεί μόνο με αστυνομικά μέτρα. Και όλοι οι άστεγοι, εξαρτημένοι κλπ να μπορούσαν να συλληφθούν και να φυλακισθούν, δεν θα εξαφανίζονταν. Την επομένη της αποφυλάκισης θα συμβιώναμε ξανά μαζί τους, με πιθανή, σχεδόν βέβαιη την υποτροπή στην παραβατικότητα. Από την άλλη μεριά, οι επιμέρους προνοιακές πολιτικές που ακολουθούνται είναι παθητικές, θέτουν τον πήχη χαμηλά. Απαλύνουν το πρόβλημα, χωρίς φιλοδοξίες για μια ολοκληρωμένη αντιμετώπισή του.
Να λοιπόν μια μεγάλη πολιτική προτεραιότητα για μια χώρα που θα γιορτάσει σε δυο χρόνια δυο αιώνες ζωής: να ασχοληθεί στα σοβαρά με τη μοίρα αυτού του κόσμου, για να την αλλάξει, κινητοποιώντας κοινωνικές δυνάμεις με ένα συνεκτικό σχεδιασμό. Όχι μόνον για λόγους ανθρωπιάς. Αλλά γιατί είναι μια πολιτική πραγματικής προστασίας του κάθε πολίτη.
* Ο Γιάννης Φ. Ιωαννίδης, είναι δικηγόρος, Πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News