«Ενδεχομένως σε αυτούς τους καιρούς κατά τους οποίους οι ήρωες της πολιτικής εκλείπουν τάχιστα και η αυθεντία και η αύρα είναι περισσότερο ευάλωτες από κάθε άλλη φορά, είναι απαραίτητη μια λιγότερο αφελής έννοια της μιντιακής βίας» υποστηρίζει σε κείμενό του που δημοσιεύτηκε στην γερμανική Die Zeit ο Μπέρνχαρντ Πόρκσεν, καθηγητής στο τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Τίμπινγκεν.
Εχουμε συνηθίσει να θεωρούμε πως τα κακά παιδιά της δημοσιογραφίας είναι οι αδιάκριτοι παπαράτσι με τις τρομακτικές κάμερές τους, οι αδίστακτοι δημοσιογράφοι των ταμπλόιντ, οι επιθετικοί αρθρογράφοι που διώκουν τους πολιτικούς. «Αυτές, ωστόσο, είναι ιδέες και αντιλήψεις ενός παρελθόντος που σταδιακά ξεθωριάζει. Δεν συνάδουν με την εποχή της διαδικτύωσης, αλλά με τη περίοδο των μεγάλων δημοσιογραφικών εξουσιών η οποία φτάνει σε ένα τέλος. Σήμερα η μιντιακή βία δεν μπορεί απλά να αποδοθεί μεμονωμένα στο άτομο. Είναι το αποτέλεσμα μιας ξαφνικής υπέρμετρης προσοχής και υπερδιέγερσης, μιας ζωώδους –για όσους πλήττονται– αλληλεπίδρασης τιτιβισμάτων, αναρτήσεων, βίντεο και σχολίων», σημειώνει ο γερμανός ειδικός, έχοντας στο μυαλό του κυρίως την Ανγκελα Μέρκελ.
Την περασμένη Τετάρτη η γερμανίδα καγκελάριος απαθανατίστηκε να τρέμει ξανά, τρίτη φορά μέσα σε λίγες εβδομάδες, καθώς στεκόταν δίπλα στον φινλανδό πρωθυπουργό Αντι Ρίνε αυτήν τη φορά. Κατά την ανάκρουση του εθνικού ύμνου της Γερμανίας η κάμερα καταγράφει έναν σπασμό. Ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά, διατρέχει προς τα κάτω το σώμα της Ανγκελα Μέρκελ και «η καγκελάριος, τώρα, για μια στιγμή, αποτελείται μόνον από δύο τρεμάμενα πόδια» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μπέρνχαρντ Πόρκσεν.
Αμέσως μετά, την ώρα που χιλιάδες άνθρωποι χλεύαζαν αναίσχυντα την γερμανίδα καγκελάριο στα διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πολλά Μέσα Ενημέρωσης είχαν ήδη αρχίσει να μιλούν για τον θάνατο της μητέρας της τον περασμένο Απρίλιο, για την άσχημη ψυχολογική κατάστασή της και για ασθένειες νευρολογικές. Εικάζοντας, ωστόσο, όχι γνωρίζοντας. Και σύμφωνα με τον Πόρκσεν, πίσω από αυτήν την «εικοτολογία σε ζωντανή μετάδοση», βρίσκονται «παραδημοσιογράφοι» που εκμεταλλεύονται τους αναγνώστες.
Για να γίνει αντιληπτή η αδιακρισία των σύγχρονων ΜΜΕ, ο γερμανός ακαδημαϊκός υπενθυμίζει πως ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ, ο άνθρωπος που κυβέρνησε τις ΗΠΑ από το 1933 έως το 1945, ήταν παράλυτος από τη μέση και κάτω. Ελάχιστοι, ωστόσο, ήταν οι Αμερικανοί που γνώριζαν εκείνη την περίοδο ότι ο πρόεδρός τους ήταν αναγκασμένος να μετακινείται με αναπηρικό καροτσάκι. «Η εξουσία και το χάρισμα, η αύρα και η δημόσια εικόνα συνδέονται θεμελιωδώς με τη δυνατότητα επιτυχούς ελέγχου των πληροφοριών» υποστηρίζει ο Πόρκσεν, αναφέροντας πως ο Βίλι Μπραντ είχε αποκρύψει την κατάθλιψή του, ο Χέλμουτ Σμιτ τις κρίσεις λιποθυμίας και ο Χέλμουτ Κολ ότι είχε υποβληθεί σε εγχείρηση προστάτη και νοσηλευτεί για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Σήμερα, ωστόσο, «το παρασκήνιο μεταλλάσσεται ολοένα και περισσότερο σε προσκήνιο, εξαλείφοντας τις προστατευόμενες και ήσυχες ζώνες απαρατήρητης ύπαρξης. Και η δυναμική του συστημικού μιντιακού εκφοβισμού ξετυλίγεται. Ετσι απλά. Δεν είναι απαραίτητες καν οι κακές προθέσεις. Βλέπουμε σχεδόν τα πάντα και αμέσως».
Και το ερώτημα που τίθεται, πλέον, είναι το εξής: «Μπορούν, σήμερα, οι πολιτικοί ηγέτες να επιβιώσουν υπό την απολυταρχία της διαφάνειας δίχως να είναι αναγκασμένοι να βελτιώνονται συνεχώς στο πλαίσιο μιας διαρκούς σκηνικής παρουσίας; Η τρεμούλα αποτελεί είναι ένα σύμπτωμα που αφορά ένα πρόσωπο, την καγκελάριο; Ή αναδεικνύει τη μιντιακή πραγματικότητά μας, την εκτυφλωτική υπερέκθεση συνθηκών οι οποίες κάποια στιγμή μεταμορφώνουν όποιον βρίσκεται στον πυρήνα της δημόσιας σφαίρας σε νάνο που τρέμει;»
Πρόκειται για ένα κρίσιμο δίλημμα που καλείται να αντιμετωπίσει η «σοβαρή» δημοσιογραφία. Γιατί «από τη μια πλευρά είναι σημαντικό να αποφύγουν την ατιμωτική έκθεση, από την άλλη πλευρά, θα ήταν λάθος και η εσκεμμένη απόκρυψη σημαντικών γεγονότων. Γιατί, φυσικά, και πρέπει να γνωρίζουμε εάν ένας καγκελάριος δεν είναι υγιής και σε θέση, πια, να επιτελέσει τα καθήκοντά του».
Την ίδια ώρα, όμως, υπογραμμίζει ο γερμανός ειδικός πρέπει να αποφευχθούν και οι κίνδυνοι της αναπόφευκτης θεαματοποίησης των γεγονότων: «Υπό τις παρούσες συνθήκες, ένα σημάδι αδυναμίας μετατρέπεται αναπόφευκτα σε παγκόσμιο δράμα και μπορεί να καταστεί -μέσω της κινηματογραφικής καταγραφής του- σε κυρίαρχη, χαρακτηριστική εικόνα. Η διαφάνεια δεν αποτελεί, συνεπώς, μια οργανική αξία, ένα μέσο με στόχο μια ουσιαστική, ενδεχομένως, αποκάλυψη, αλλά ένα γεγονός, μια μιντιακή πραγματικότητα που έχει τον δικό της τρόμο».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News