Η Ελλάδα έχει εξαιρετικές δυνατότητες εξέλιξης στις αερομεταφορές, αλλά με τρεις προϋποθέσεις: εκσυγχρονισμό διαχείρισης εναέριας κυκλοφορίας, έλεγχο χρεώσεων υπηρεσιών αεροδρομίου και αναβάθμιση χωρητικότητας τερματικών σταθμών και διαδρόμων προσγείωσης. Ετσι θα υποστηριχθεί η περαιτέρω ανάπτυξη των αερομεταφορών.
Τα παραπάνω ζητούμενα στα οποία πρέπει να ανταποκριθεί η Ελλάδα τόνισε ο Γενικός Διευθυντής και Διευθύνων Σύμβουλος της IATA Alexandre de Juniac, το πρωί της Τετάρτης, σε συνέντευξη Τύπου, με αφορμή την πρόσφατη έκθεση της ΙΑΤΑ για την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας στις αερομεταφορές.
Η Διεθνής Ενωση Αερομεταφορών (International Air Transport Association – ΙΑΤΑ) εκπροσωπεί σχεδόν 290 αεροπορικές εταιρείες οι οποίες ελέγχουν το 82% των παγκόσμιων αερομεταφορών.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η Ελλάδα θα πρέπει να εργαστεί στην κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού του εναέριου χώρου της, να διατηρήσει υπό έλεγχο τις χρεώσεις των υπηρεσιών αεροδρομίου και να επεκτείνει τη χωρητικότητα τερματικών σταθμών και διαδρόμων προσγείωσης, προκειμένου να είναι σε θέση να ικανοποιήσει μελλοντική αύξηση στη ζήτηση από την πλευρά των επιβατών και να συνεχίσει να αξιοποιεί την επιτυχία του κλάδου.
Η μελέτη με τίτλο «Ελλάδα – Δείκτες Ανταγωνιστικότητας Ρυθμιστικού Πλαισίου Αερομεταφορών», αποκαλύπτει ότι από πλευράς πλήθους αεροπορικών συνδέσεων, η Ελλάδα βρίσκεται στην όγδοη θέση στην Ευρώπη, με την αεροπορική συνδεσιμότητα να έχει αυξηθεί κατά 106% μεταξύ 2013 και 2018. Η συμβολή των αερομεταφορών στην ελληνική οικονομία είναι επίσης σημαντική, καθώς ο κλάδος υποστηρίζει 457.000 θέσεις εργασίας, ενώ η συνεισφορά του στο ελληνικό ΑΕΠ υπολογίζεται στα 17,8 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 10,2% του συνόλου.
Παρά την ήδη σημαντική συνεισφορά του κλάδου, η μελέτη προχώρησε σε μια σειρά κρίσιμων προτάσεων για τις αερομεταφορές στην Ελλάδα, ώστε να παραμείνουν σε τροχιά ανάπτυξης, δημιουργώντας ακόμη μεγαλύτερη αξία για την ελληνική οικονομία:
Πιο συγκεκριμένα, η Ελλάδα θα πρέπει να επιδιώξει τον εκσυγχρονισμό του εναέριου χώρου και των συστημάτων της, προκειμένου να βελτιωθεί η διαχείριση της εναέριας κυκλοφορίας και να μειωθούν οι καθυστερήσεις κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής περιόδου. Μεταξύ 2015 και 2017, οι σχετικές επενδύσεις ήταν πρακτικά ανύπαρκτες, με αποτέλεσμα σήμερα το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού να βρίσκεται πολύ κάτω από το επίπεδο που έχει συμφωνηθεί στο σχετικό πλάνο απόδοσης. Επίσης, στα αεροδρόμια όπου παρατηρείται κυκλοφοριακή συμφόρηση χρειάζεται να προστεθεί ένας αριθμός ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας.
Επίσης, η χώρα θα πρέπει να προστατεύει τους επιβάτες και τις αεροπορικές εταιρείες από υπερβολικές χρεώσεις στις υπηρεσίες αεροδρομίου, ενισχύοντας την αρμοδιότητα της ρυθμιστικής Αρχής να διατηρεί τις χρεώσεις σε ευθεία συνάρτηση με το πραγματικό κόστος. Αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό, δεδομένου ότι η ιδιωτικοποίηση των ελληνικών αεροδρομίων συνεχίζεται. Περιθώριο βελτίωσης υπάρχει επίσης και στη σχέση κόστους – αποδοτικότητας σε όλα τα αεροδρόμια της χώρας.
Τέλος, η ανάπτυξη νέων υποδομών – τερματικοί σταθμοί και διάδρομοι προσγείωσης – θα πρέπει να συνεχιστεί σύμφωνα με τα υπάρχοντα σχέδια, ώστε να μπορεί να καλυφθεί μελλοντική αύξηση της ζήτησης από την πλευρά των επιβατών. Θα πρέπει επίσης να υπάρχει αποτελεσματική διαβούλευση με τις αεροπορικές εταιρείες, τους βασικούς χρήστες των αεροδρομίων, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι υποδομές καλύπτουν επαρκώς τις ανάγκες τους και ότι το κόστος ανάπτυξης και λειτουργίας τους παραμένει προσιτό.
«Τα αποτελέσματα της μελέτης έρχονται να μας υπενθυμίσουν ότι η ύπαρξη αξιόπιστων αεροπορικών συνδέσεων συνεπάγεται πολλά οφέλη για την οικονομία και την κοινωνία. Οι αερομεταφορές δημιουργούν θέσεις εργασίας, διευκολύνουν τον τουρισμό, στηρίζουν το διεθνές εμπόριο και αποτελούν σημαντικό παράγοντα της ελληνικής οικονομίας», τόνισε ο κ. de Juniac. «Με περισσότερους από 25 εκατομμύρια επιβάτες να αναχωρούν από τα ελληνικά αεροδρόμια κάθε χρόνο, υπάρχουν πολλοί λόγοι να είναι κανείς περήφανος για όσα έχει πετύχει ο κλάδος των αερομεταφορών στη χώρα. Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα έχει μια μοναδική ευκαιρία να διασφαλίσει το ότι ο κλάδος είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις προκλήσεις του μέλλοντος, εντείνοντας τις προσπάθειες για αύξηση της ανταγωνιστικότητας στον τομέα των αερομεταφορών. Η IATA είναι έτοιμη να προσφέρει εξειδικευμένες γνώσεις και διεθνή εμπειρία ούτως ώστε να βοηθήσει την Ελλάδα να αποκομίσει τα μέγιστα από τον κλάδο των αερομεταφορών, προς όφελος του ελληνικού λαού και της οικονομίας της», πρόσθεσε.
Αερομεταφορές και κλιματική αλλαγή
Απαντώντας στη συνέχεια σε ερώτηση του Protagon για την πολιτική που ακολουθείται σχετικά με τις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής, ο γενικός διευθυντής και διευθύνων σύμβουλος της IATA, τόνισε ότι «η αεροπορική βιομηχανία αναγνωρίζει την ανάγκη αντιμετώπισης της παγκόσμιας πρόκλησης της αλλαγής του κλίματος και από το 2009 ενέκρινε σειρά φιλόδοξων στόχων για τον μετριασμό των εκπομπών CO2 από τις αεροπορικές μεταφορές».
Και υπογράμμισε: «Είμαστε η μόνη βιομηχανία που έχουμε αποτελέσματα σε αυτό».
Ο ίδιος επισήμανε ότι οι στόχοι περιλαμβάνουν τη μέση βελτίωση της απόδοσης καυσίμου κατά 1,5% ετησίως από το 2009 έως το 2020. Στόχος ο οποίος έχει ξεπεραστεί καθώς υπολογίζεται ότι το ποσοστό βελτίωσης είναι 2,3%. Επίσης, ανώτατο όριο για τις καθαρές εκπομπές CO2 από την αεροπλοΐα από το 2020 (carbon neutral) και μείωση των εκπομπών CO2 αεροπορίας κατά 50% έως το 2050, σε σχέση με τα επίπεδα του 2005.
Οι αεροπορικές μεταφορές αντιπροσωπεύουν το 2% των παγκόσμιων ανθρωπογενών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Το 2017, η πολιτική αεροπορία, ως σύνολο, εκπέμπει περίπου 859 εκατομμύρια τόνους CO2, που αντιπροσωπεύει περίπου το 2% των ανθρωπογενών εκπομπών άνθρακα.
Κάθε νέα γενιά αεροσκαφών είναι κατά μέσο όρο 20% πιο αποδοτική από το μοντέλο που αντικαθιστά και κατά την επόμενη δεκαετία οι αεροπορικές εταιρείες θα επενδύσουν 1,3 τρισεκατομμύρια δολάρια σε νέα αεροπλάνα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News