«Να σκοτωθούν αυτοί που πρέπει να σκοτωθούν, να καταδικαστούν αυτοί που πρέπει να καταδικαστούν» δήλωνε πριν από τριάντα χρόνια δίχως τον παραμικρό ενδοιασμό ο θερμόαιμος πρώην επαναστάτης και αντιπρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας Γουάνγκ Ζεν κατά τη διάρκεια μιας σύσκεψης που έλαβε χώρα σε μια από τις αίθουσες του Ζονγκνανχάι, της έδρας του Κομμουνιστικού Κόμματος και του Εθνικού Συμβουλίου της Κίνας, που βρίσκεται δίπλα στην Απαγορευμένη Πόλη και ένα οικοδομικό τετράγωνο μακριά από την πλατεία Τιενανμέν.
Η σφαγή στην πλατεία είχε ήδη ολοκληρωθεί και οι επικεφαλής του Κόμματος χάρασσαν τη γραμμή που επρόκειτο να ακολουθήσουν στη συνέχεια.
Ολες οι μοιραίες αποφάσεις που είχαν ως κατάληξη την εκτέλεση εκατοντάδων Κινέζων, με την επίσημη παραδοχή -αλλά έως και χιλιάδων ανεπίσημα-, ανθρώπων που διαμαρτύρονταν επί πενήντα σχεδόν ημέρες στην κεντρική πλατεία του Πεκίνου, ελήφθησαν εντός των τειχών αυτού του πρώην αυτοκρατορικού κήπου και, κατόπιν, αρχηγείου του κινεζικού καθεστώτος.
Στο Ζονγκνανχάι μετέβη ο Ντενγκ Σιάοπινγκ μαζί με τους συνεργάτες του στα μέσα του Απριλίου του 1989, όταν άρχισαν να συγκεντρώνονται στην Τιενανμέν οι πρώτοι από τους χιλιάδες ανθρώπους που θα αψηφούσαν τους όποιους κινδύνους μόνο και μόνο για να αποτίσουν φόρο τιμής στον Χου Γιάομπανγκ, τον πρώην γενικό γραμματέα του κόμματος (αποπέμφθηκε λόγω των φιλελεύθερων απόψεών του) που είχε πεθάνει από ανακοπή καρδιάς στις 15 του μήνα.
Στο Ζονγκνανχάι υπογράφτηκε και ο στρατιωτικός νόμος της 18ης Μαΐου, την ώρα που οι διαμαρτυρόμενοι φοιτητές, μαζί με τους οποίους συμπαρατάχθηκαν στη συνέχεια και χιλιάδες εργάτες, απαιτούσαν δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, πάταξη της διαφθοράς, τερματισμό της λογοκρισίας αλλά και αποχώρηση των υπερήλικων αξιωματούχων του κόμματος που παρέμεναν προσκολλημένοι στην εξουσία. Στο Ζονγκνανχάι δόθηκε και η διαταγή για τον καθαρισμό της πλατείας με πυροβόλα όπλα και τεθωρακισμένα τη νύχτα μεταξύ της 3ης και της 4ης Ιουνίου του 1989 ενώ επίσης εκεί συσκέπτονταν από την 19η έως την 21η Ιουνίου τα ηγετικά στελέχη του κόμματος ούτως ώστε να καθορίσουν τη μετέπειτα στάση τους.
Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, στο πλαίσιο της προληπτικής λογοκρισίας το καθεστώς εξακολουθεί να αντιτίθεται σε κάθε απόπειρα απόδοσης τιμών στα θύματα της πλατείας Τιενανμέν. Στο Χονγκ Κονγκ ωστόσο, χάρη στο ιδιότυπο ημιδημοκρατικό καθεστώς που ισχύει στην πρώην βρετανική αποικία, μόλις κυκλοφόρησε ένα βιβλίο -«The Last Secret: the final documents from the June Fourth crackdown»- στο οποίο εμπεριέχονται τα έως σήμερα απόρρητα πρακτικά των συνομιλιών μεταξύ των μελών του Πολιτμπιρό που έλαβαν χώρα τις ημέρες αμέσως μετά τη σφαγή.
Διέρρευσαν στον Τύπο από έναν πρώην αξιωματούχο που συμμετείχε στις συνομιλίες και κατάφερε να τα διατηρήσει έως σήμερα. Ο ακριβής αριθμός των ανθρώπων που συμμετείχαν στις συσκέψεις δεν είναι γνωστός. Γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι ήταν διευρυμένες ενώ ενεργό ρόλο διαδραμάτισαν και πολλοί «υπερήλικες πρώην αξιωματούχοι» που εξακολουθούσαν να δρουν στο περιθώριο, οι άνθρωποι, δηλαδή, κατά των οποίων διαμαρτύρονταν χιλιάδες Κινέζοι.
Το νέο βιβλίο αποκαλύπτει πώς οι ηγέτες του κόμματος αποφάσισαν να ενισχύσουν το πολιτικό αφήγημα σύμφωνα με το οποίο και το Κόμμα και η Κίνα βρίσκονταν στο στόχαστρο κακόβουλων και μυστικών δυνάμεων, άποψη που εξακολουθεί –υποστηρίζουν οι New York Times σε δημοσίευμά τους – να καθορίζει την κινεζική πολιτική και υπό την ηγεσία του Σι Τζινπίνγκ, ειδικά στο πλαίσιο του εμπορικού πολέμου που μαίνεται με τις ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ.
Ο Ζάο Ζιγιάνγκ, ο μεταρρυθμιστής ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας είχε ήδη αποπεμφθεί λόγω της αντίθεσής του στην αιματηρή, όπως εξελίχτηκε, καταστολή των φοιτητών και εργατών που διαδήλωναν υπέρ της δημοκρατίας. Και όλοι οι υπόλοιποι ηγέτες, ένας ένας, καταδίκασαν τις κινητοποιήσεις, υποστηρίζοντας πως οργανώθηκαν από ανατρεπτικά στοιχεία που είχαν την υποστήριξη των Αμερικανών. Και όλοι συμπαρατάχθηκαν με τον Ντενγκ Σιάοπινγκ, ο ο οποίος διέταξε τη βίαιη καταστολή, βάλλοντας κατά του μετριοπαθούς Ζάο Ζιγιάνγκ. «Η δικτατορία έχει τα δικά της εργαλεία, δεν είναι μόνο λόγια ή κάτι που έχουμε ανυψώσει ώστε να το θαυμάζουμε – υπάρχει ώστε να τα χρησιμοποιούμε» υποστήριξε τότε ο Μπο Γιμπό, ένας άλλος πανίσχυρος βετεράνος αξιωματούχος.
«Εκείνη την περίοδο το κόμμα είχε απλά τεθεί στο περιθώριο όπως και η κυβέρνηση είχε τεθεί στο περιθώριο. Ημασταν παντού περιορισμένοι» υπενθύμισε στους υπόλοιπους αξιωματούχους ο Τσεν Σιτόνγκ, δήμαρχος του Πεκίνου από το 1983 έως το 1993, στέλεχος που είχε ταχθεί υπέρ της βίαιης καταστολής. Από τα σχόλια των κινέζων ηγετών συμπεραίνεται πως ανησυχούσαν ιδιαίτερα για το ενδεχόμενο να χάσουν την εξουσία, γεγονός που εξηγεί γιατί αμέσως μετά τη σφαγή επέλεξαν να προβούν στην άμεση καταστολή κάθε μορφής εναντίωσης προς το καθεστώς που θα μπορούσε να επιφέρει εκτεταμένη κοινωνική αναταραχή.
Σύμφωνα με τον Μπάο Που, εκδότη του βιβλίου και διευθυντή New Century Press, ενός εκδοτικού οίκου που αψηφά την κινεζική λογοκρισία, «το ύστατο μυστικό που εντοπίζεται σε αυτά τα ντοκουμέντα αφορά τον μηχανισμό που διαθέτει το κόμμα ώστε οι αξιωματούχοι να αποκηρύσσουν τις πεποιθήσεις τους και την ηθική τους και να υπακούν τον απόλυτο ηγέτη. Οταν ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ αποκαλύπτει τα χαρτιά του, όλοι συμμορφώνονται».
Μέσω του βιβλίου γίνεται επίσης σαφές πως η πλειονότητα των κινέζων ηγετών υποστήριζε πως η Κίνα απειλούταν από εξωτερικές δυνάμεις, ειδικά από τις ΗΠΑ. Σε παρέμβασή του, ο τότε υπουργός Δημόσιας Ασφάλειας είχε στρέψει τα πυρά του κατά του Τζορτζ Σόρος (ο οποίος εξακολουθεί έως σήμερα να αποτελεί των πρωταγωνιστή πολλών θεωριών συνωμοσίας), καταγγέλλοντας πως στήριζε τους φιλελεύθερους αξιωματούχους του κόμματος.
Δαιμονοποιώντας τους επικριτές της κυβέρνησης στο εσωτερικό της χώρας και υπερβάλλοντας τον ρόλο εξωτερικών δυνάμεων, οι συντηρητικοί που είχαν καταφέρει να επιβληθούν στα ανώτερα κυβερνητικά κλιμάκια απέδειξαν πως δεν μπορούσαν να διακρίνουν τα πραγματικά ζητήματα που επηρέαζαν αρνητικά το καθεστώς, σημειώνει στην εισαγωγή του βιβλίου ο Αντριου Νέιθαν, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών με ειδίκευση στα κινεζικά θέματα του Πανεπιστημίου Κολούμπια.
Παρ’ ότι οι σκληροπυρηνικοί ηγέτες αναγνώριζαν τη λαϊκή οργή για την εκτεταμένη διαφθορά και τον υψηλό πληθωρισμό, απέρριπταν τις κινητοποιήσεις και τα αιτήματα των πολιτών για πιο ανοιχτή διακυβέρνηση και περισσότερη δημοκρατία, προπαγανδίζοντας πως υποκινούνταν από τη Δύση με στόχο την ανατροπή του καθεστώτος.
Αλλα παρά την έντονη αντιδυτική ρητορική, τα πρακτικά αποκαλύπτουν πως ο Ντενγκ Σιάοπινγκ δεν ήταν διατεθειμένος να περιορίσει το άνοιγμα της Κίνας στους ξένους επενδυτές. «Σε ό,τι αφορά τον φόβο να σταματήσουν οι ξένοι να επενδύουν στην Κίνα, δεν με ανησυχεί. Οι ξένοι καπιταλιστές θέλουν να βγάλουν χρήματα και δεν πρόκειται ποτέ να εγκαταλείψουν μια μεγάλη αγορά σαν την κινεζική» είχε τονίσει τον Ιούνιο του 1989 ο Γουάνγκ Ζεν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News