Λάδι στη φωτιά της αμερικανικής πολιτικής σκηνής έβαλε η φράση, «Αν είχαμε καταλήξει ότι ο πρόεδρος ξεκάθαρα δεν είχε διαπράξει κάποιο έγκλημα, θα το είχαμε πει», του Ρόμπερτ Μάλερ κατά την πρώτη δημόσια δήλωσή του μετά τη σύνταξη της έκθεσης για την ανάμιξη των Ρώσων στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές.
Ο ειδικός εισαγγελέας, σε εννιάλεπτη δήλωσή του στους δημοσιογράφους, τόνισε επίσης ότι η άσκηση διώξεων εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ δεν αποτελούσε ποτέ μια «νομική επιλογή» της ομάδας του εισαγγελέων, καθώς κάτι τέτοιο είναι «αντισυνταγματικό».
Στις πρώτες του δηλώσεις για την έρευνα της ομάδας του για την ανάμιξη της Ρωσίας στις εκλογές του 2016 και για τη σύμπραξη της προεκλογικής εκστρατείας του προέδρου με την Μόσχα, ο 74χρονος πρώην επικεφαλής του FBI είπε ότι η έρευνά του δεν μπορούσε να απαλλάξει τον πρόεδρο από υποψίες για παρακώλυση του έργου της δικαιοσύνης.
«Η απαγγελία κατηγοριών σε βάρος του προέδρου… δεν ήταν μια επιλογή κατά την εκτίμησή μου», τόνισε κατά την ανακοίνωση της παραίτησής του. «Ενας εν ενεργεία πρόεδρος δεν μπορεί να διωχθεί με ομοσπονδιακό αδίκημα. Αυτό είναι αντισυνταγματικό», υποστήριξε, συμπληρώνοντας: «Καταλήξαμε ότι δεν μπορούσαμε να καθορίσουμε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αν ο πρόεδρος διέπραξε ένα έγκλημα».
Παράλληλα, έκρινε ότι δεν ήταν «κατάλληλο» να καταθέσει στο Κογκρέσο, παρά την επιθυμία των Δημοκρατικών να τον καλέσουν για ακρόαση αναφορικά με την έκθεσή του.
Τόνισε επίσης, ότι η έρευνα κατέδειξε ότι υπήρχαν «πολλαπλές και συστηματικές προσπάθειες εμπλοκής» στις αμερικανικές εκλογές από τους Ρώσους και ότι «αυτό αξίζει της προσοχής κάθε Αμερικανού».
Οι αναλυτές θεωρούν ότι ο Μόλερ έγνεψε καταφατικά προς το Κογκρέσο, για να ξεκινήσει τη διαδικασία παραπομπής για την καθαίρεση του Τραμπ, όταν δήλωσε ότι: «Το Σύνταγμα των ΗΠΑ απαιτεί την ενεργοποίηση μιας διαδικασίας εκτός του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης, προκειμένου να κατηγορήσει έναν εν ενεργεία πρόεδρο».
Οι αντιδράσεις, όπως αναμενόταν, ήταν άμεσες και καταιγιστικές από τους Δημοκρατικούς, όπως γράφει η Guardian. Τέσσερις υποψήφιοι για το χρίσμα, οι Καμάλα Χάρις, Ελίζαμπεθ Γουόρεν, Μπέτο Ο’Ρουρκ και Κόρι Μπούκερ συμφώνησαν ότι ο Μόλερ έδωσε το «πράσινο φως» στο Κογκρέσο να ξεκινήσει τη διαδικασία παραπομπής για την καθαίρεση του Τραμπ.
Ομως, η Δημοκρατική πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι, φαίνεται πως διαφωνεί με αυτό γιατί πιστεύει ότι το αίτημα θα περνούσε μεν από από τη βουλή, όπου την πλειοψηφία έχουν οι Δημοκρατικοί, αλλά θα καταρρεύσει στη Γερουσία, που «ανήκει» στους Ρεπουμπλικάνους. Αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα, την ενδυνάμωση του Τραμπ στα μάτια της κοινής γνώμης και θα «γυρίσει μπούμερανγκ» στην προσπάθεια των Δημοκρατικών να κερδίσουν τις εκλογές του 2020.
Λίγα λεπτά μετά τις δηλώσεις Μόλερ, ο ρεπουμπλικάνος πρώην κυβερνήτης του Νιου Τζέρσεϊ, αλλά και πρώην σύμβουλος του Τραμπ, Κρις Κρίστι, δήλωσε ότι τα όσα άκουσε, «έρχονται ξεκάθαρα σε αντίθεση με τα όσα είπε ο υπουργός Δικαιοσύνης, Γουίλιαμ Μπαρ, στα συμπεράσματά του για την ίδια έρευνα».
Ο Δημοκρατικός πρόεδρος της επιτροπής για τις Υπηρεσίες Πληροφοριών στην Βουλή των Αντιπροσώπων, Ανταμ Σιφ χαρακτήρισε τις δηλώσεις του Μόλερ ως «την άσκηση άμεσης κριτικής στον υπουργό Δικαιοσύνης».
Ο Σιφ υποστήριξε ότι ο Μπαρ έχει «από πρόθεση και επαναληπτικά παραπλανήσει τον αμερικανικό λαό».
Από την πλευρά της, η Πελόζι, δεν αναφέρθηκε ονομαστικά στον Μπαρ, δηλώνοντας ότι η ίδια «έχει απογοητευτεί σε μεγάλο βαθμό από το υπουργείο Δικαιοσύνης και σχετικά με την παραπλανητική παρουσίαση του πορίσματος του Μάλερ».
Παρά το γεγονός ότι οι δηλώσεις του Μόλερ επικεντρώθηκαν στα όσα εντόπισε από την έρευνά του για την υπόθεση εμπλοκής της Ρωσίας στις προεδρικές εκλογές του 2016, αλλά και για το αν ο Τραμπ παρακώλυσε το έργο της δικαιοσύνης, έγινε ξεκάθαρο ότι ο ίδιος έδωσε επίσης έμφαση, στον παλιό του φίλο Μπαρ και σε δημόσιες τοποθετήσεις του.
Ο Μόλερ αναζωπύρωσε τις υποψίες ότι ο σημερινός υπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Τραμπ προσπαθεί να προστατεύσει τον αμερικανό πρόεδρο και επισήμανε τις διαφορές του με τον Μπαρ σε αρκετά σημεία.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης είχε δηλώσει σε συνέντευξη Τύπου τον Απρίλιο, ότι «δεν υπήρχαν αποδείξεις για παρακώλυση του έργου της Δικαιοσύνης» από τον πρόεδρο Τραμπ. Ο Μόλερ είπε ότι εντόπισε «μη ικανοποιητικές αποδείξεις για την απαγγελία κατηγορίας σχετικά με μία ευρύτερη συνωμοσία και ως προς την παρακώλυση της Δικαιοσύνης».
Ο Μπαρ είπε ότι ήλπιζε πως ο Μόλερ δεν είχε την πρόθεση να αφήσει για το Κογκρέσο, την λήψη της παραπάνω απόφασης, «καθώς δεν είναι αυτός ο σκοπός που συγκροτούμε ομάδα ενόρκων και δεν διεξάγουμε ποινικές έρευνες».
Ο υπουργός Δικαιοσύνης εξελίσσεται σε «κόκκινο πανί» για τους προοδευτικούς του Δημοκρατικού Κόμματος, που έχουν ζητήσει την κατάθεση πρότασης μομφής εναντίον του.
Φαίνεται πως η πιο σημαντική διαφωνία μεταξύ του Μόλερ και του Μπαρ, που είναι φίλοι από τον καιρό της υπηρεσίας τους στο υπουργείο Δικαιοσύνης και επί προεδρίας Τζορτζ Μπους, είναι το ενδεχόμενο παραπομπής του προέδρου για παρακώλυση της δικαιοσύνης.
Οπως είπε ο Μόλερ, καθοριστικό χαρακτήρα στην διεξαγωγή της έρευνας του, είχε η πολιτική του υπουργείου Δικαιοσύνης, σύμφωνα με την οποία, δεν μπορεί να ασκηθεί δίωξη για ομοσπονδιακό αδίκημα σε βάρος ενός εν ενεργεία προέδρου των ΗΠΑ, καθώς κάτι τέτοιο είναι αντισυνταγματικό. Ετσι,το πόρισμα της έρευνας του δεν περιείχε κάποιο συμπέρασμα για το αν ο πρόεδρος Τραμπ παρακώλυσε το έργο της αμερικανικής δικαιοσύνης.
Η απαγγελία κατηγορίας σε βάρος του προέδρου “δεν ήταν μία επιλογή,” είπε χαρακτηριστικά ο Μάλερ, ενώ από την άλλη μεριά, μία απαγγελία κατηγορίας που θα μπορούσε να εκδικαστεί στα δικαστήρια, θα παραβίαζε “τις αρχές δικαίου,” σύμφωνα με την άποψη του.
Ο Μάλερ δεν αναφέρθηκε σε κάτι που δεν περιείχε το πόρισμά του, το οποίο και δημοσιοποιήθηκε στις 18 Απριλίου.
Ωστόσο, τόσο πολιτικοί, αλλά και νομικοί αναλυτές σημείωσαν την έμφαση που έδωσε ο ίδιος στην μη απαγγελία κατηγοριών σε βάρος του προέδρου Τραμπ για παρακώλυση του έργου της Δικαιοσύνης, αλλά και στην τοποθέτησή του, ότι η ομάδα του «αν γνώριζε με νομική επάρκεια ότι ο πρόεδρος δεν είχε διαπράξει ένα έγκλημα θα το είχε δηλώσει».
«Ο Μόλερ αφιέρωσε το ένα τρίτο του χρόνου της δήλωσής του για να εξηγήσει γιατί το γραφείο του δεν απήγγειλε κατηγορία παρακώλυσης της Δικαιοσύνης στον πρόεδρο, και αυτό εξηγεί ότι το θεωρούσε σημαντικό για να το πράξει, ώστε να γίνει κατανοητό από την αμερικανική κοινή γνώμη», σύμφωνα με την άποψη ενός πρώην αξιωματούχου του Λευκού Οίκου που έχει δώσει κατάθεση στον Μόλερ.
Στο μεταξύ, ο πρώην διευθυντής του FBI Τζέιμς Κόμεϊ υποστήριξε σε σχόλιό του στην εφημερίδα Washington Post ότι ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ λέει «ανόητα ψέματα», όταν επιτίθεται στο FBI, αλλά και στις έρευνες που έγιναν για την προεκλογική του εκστρατεία το 2016.
Το άρθρο ακολουθεί την επανεξέταση από τον Μπαρ του αρχικού σταδίου της έρευνας του FBI για την υπόθεση εμπλοκής της Ρωσίας, στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2016.
Από την πλευρά του, ο Τραμπ έχει διατάξει τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών να βοηθήσουν τον υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος έχει και την αρμοδιότητα αποχαρακτηρισμού δημοσίων εγγράφων, ώστε αυτά να μην είναι απόρρητα και να μπορούν να δημοσιευθούν.
«Προχωρήστε και ερευνήστε όσους έκαναν έρευνες, αν αυτό επιβάλλεται», έγραψε χαρακτηριστικά ο Κόμεϊ.
«Οταν όλες αυτές οι έρευνες ολοκληρωθούν θα βρείτε ότι όλα έγιναν όπως έπρεπε, ενώ η προσπάθεια επικεντρώθηκε στην αποκάλυψη της αλήθειας για σοβαρούς ισχυρισμούς. Δεν υπήρξε διαφθορά. Δεν υπήρξε προδοσία. Δεν έγινε προσπάθεια καταστρατήγησης. Αυτά είναι ψέματα και ανόητα ψέματα. Υπήρξαν μόνο καλοί άνθρωποι που προσπαθούσαν να καταλάβουν τι ήταν αλήθεια, υπό συνθήκες που δεν είχαν προηγούμενο».
Στο μεταξύ, ο Τραμπ αντέδρασε άμεσα στις δηλώσεις του Ρόμπερτ Μόλερ, τονίζοντας ότι τίποτε δεν άλλαξε και πως, «υπήρχαν ανεπαρκή στοιχεία και συνεπώς, στην χώρα μας, ένα άτομο είναι αθώο».
Δείτε απόσπασμα από τις δηλώσεις του Ρόμπερτ Μόλερ:
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News