Ναι, η Ανγκελα Μέρκελ εξακολουθεί να είναι η καγκελάριος της Γερμανίας. Παρότι το τελευταίο διάστημα δείχνει να αποφεύγει, όποτε μπορεί, τη δημόσια σκηνή. Επίσημα, πάντως, εάν ο συνασπισμός των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και των Χριστιανοκοινωνιστών (CSU) με τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) δεν διαλυθεί πρόωρα, η 65χρονη (τον ερχόμενο Ιούλιο) γερμανίδα ηγέτιδα πρόκειται να παραμείνει στη θέση της έως το 2021, χρονιά κατά την οποία θα διεξαχθούν βουλευτικές εκλογές στη πατρίδα της.
Το ότι η κ. Μέρκελ προτιμά να αποφεύγει το προσκήνιο της επικαιρότητας είναι γνωστό εδώ και πολλά χρόνια. Τους τελευταίους μήνες, ωστόσο, ειδικά τις εβδομάδες πριν από τις ευρωεκλογές, επέλεξε να παραμείνει σχεδόν απόλυτα σιωπηλή, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο για να αναλάβει δράση η διάδοχός της στην ηγεσία του CDU Ανεγκρέτ Κραμπ-Καρενμπάουερ.
Την επόμενη των ευρωεκλογών, ωστόσο, έσπασε τη σιωπή της, δίνοντας μια εκτενή τηλεοπτική συνέντευξη όχι σε κάποιο γερμανικό ή ευρωπαϊκό ΜΜΕ αλλά στο CNN. Και συνομιλώντας με την Κριστιάν Αμανπούρ, επικεφαλής διεθνών ειδήσεων του αμερικανικού δικτύου, σχολίασε πλήθος ζητημάτων, από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και την άνοδο του αντισημιτισμού στη Γερμανία έως τη σχέση της με τον έλληνα πρώην υπουργό Οικονομικών Γιάννη Βαρουφάκη.
Η επέλαση του εθνικολαϊκισμού
Η γερμανίδα καγκελάριος αναγνώρισε και χαιρέτισε το γεγονός πως στις εκλογές της 26ης Μαΐου για την ανάδειξη των νέων μελών του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου ψήφισαν περισσότεροι πολίτες συγκριτικά με το 2014. Προειδοποίησε, ωστόσο, πως η Γερμανία θα πρέπει να συνεχίσει να βρίσκεται σε κατάσταση επαγρύπνησης ενώπιον των εθνικιστικών και λαϊκιστικών κινημάτων, η στήριξη προς τα οποία συνεχίζει να αυξάνεται ανά την Ευρώπη. «Φυσικά στη Γερμανία θα πρέπει να αντιμετωπίζονται εντός ενός συγκεκριμένου πλαισίου, του πλαισίου που καθορίζεται από το παρελθόν μας, και αυτό σημαίνει ότι εμείς θα πρέπει να επαγρυπνούμε περισσότερο από τους άλλους», εξήγησε.
Σχολιάζοντας την άνοδο του λαϊκισμού αλλά και του ρατσισμού, η κ. Μέρκελ έκανε λόγο για μια ανησυχητική εξέλιξη η οποία, ωστόσο, προσφέρει τη δυνατότητα ενίσχυσης των δημοκρατικών θεσμών και αξιών. «Για αυτό είμαστε υπέρ της δημοκρατίας, για αυτό προσπαθούμε να βρούμε λύσεις, για αυτό πρέπει να μπαίνουμε πάντα στη θέση του άλλου, για αυτό δίνουμε μάχη κατά της μισαλλοδοξίας, για αυτό δεν ανεχόμαστε τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», υπογράμμισε.
Αναφερόμενη στο αποτέλεσμα των εκλογών στην πατρίδα της, αναγνώρισε ότι το κόμμα της, όπως και τα περισσότερα κεντροδεξιά κόμματα της Ευρώπης, δεν κατάφεραν να αναδείξουν και να θίξουν επαρκώς ζητήματα που απασχολούν ιδιαίτερα τους νεότερους ψηφοφόρους όπως, για παράδειγμα, η κλιματική αλλαγή και οι όποιες κατάλληλες πολιτικές για την αντιμετώπισή της.
Και κατά τη διάρκεια της συνέντευξης – αναφέρει σε ρεπορτάζ της η DW – διαφάνηκε πως η εντυπωσιακή άνοδος του ποσοστού των Πρασίνων στη Γερμανία, οι οποίοι οικειοποιήθηκαν απόλυτα τα ζητήματα της κλιματικής αλλαγής, της προστασίας του περιβάλλοντος και της μεταχείρισης των ζώων, σημάδεψε την κ. Μέρκελ. Κυρίως γιατί είχε διατελέσει η ίδια υπουργός Περιβάλλοντος κατά τη θητεία του Χέλμουτ Κολ ενώ στη συνέχεια, στην αρχή της δικής της θητείας στην καγκελαρία, κέρδισε την προσωνυμία «καγκελάριος του κλίματος» λόγω των περιβαλλοντικών πολιτικών που εφάρμοσε. Και εξήγησε πως η επιτυχία των Πρασίνων αποτελεί «μια πρόκληση για εμάς να βρούμε ακόμα καλύτερες απαντήσεις και λύσεις σε αυτά τα θέματα».
Οι πρόσφυγες, οι μετανάστες και η άνοδος του αντισημιτισμού
Η κ. Μέρκελ θέλησε επίσης να θίξει την άνοδο του αντισημιτισμού στην πατρίδα της, δηλώνοντας ευθαρσώς, μάλιστα, πως στη Γερμανία «πάντα υπήρχε ένας συγκεκριμένος αριθμός αντισημιτών, δυστυχώς». Πρόσφατα ο επίτροπος αντισημιτισμού της Γερμανίας Φέλιξ Κλάιν προκάλεσε αίσθηση αναφέροντας πως «δεν μπορώ να συστήσω στους Εβραίους να φοράνε διαρκώς και οπουδήποτε το κιπά». Και στη συνέντευξη που παραχώρησε η γερμανίδα καγκελάριος εξέφρασε τη δυσφορία της για το γεγονός πως «ακόμα και σήμερα δεν υπάρχει ούτε μία συναγωγή, ούτε ένα κέντρο ημερήσιας φροντίδας, ούτε ένα σχολείο για εβραιόπουλα που να μην χρειάζεται να φυλάσσεται από τη γερμανική αστυνομία. Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να ξεριζώσουμε αυτά τα κακά. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα φαντάσματα του παρελθόντος, να πούμε στους νέους ποιες ήταν οι φρικαλεότητες του πολέμου για εμάς και τους άλλους».
Από το 2015 έως και σήμερα, πολλοί, πολίτες και πολιτικοί, υποστηρίζουν πως η κ. Μέρκελ φέρει μεγάλο μέρος της ευθύνης για την άνοδο του εθνικολαϊκισμού στην Ευρώπη και, κυρίως, για την ανάδειξη του ακροδεξιού και ξενοφοβικού κόμματος «Εναλλακτική για τη Γερμανία» σε μια από τις κύριες πολιτικές δυνάμεις της γερμανικής πολιτικής λόγω του τρόπου που επέλεξε για να αντιμετωπίσει την προσφυγική κρίση. Απαντώντας σε σχετικό ερώτημα η κ. Μέρκελ, υπερασπίστηκε την απόφασή της να επιτρέψει την είσοδο 1.000.000 προσφύγων στη χώρα της.
Μιλώντας κυρίως για τους πρόσφυγες από τη Συρία και το Ιράκ υπογράμμισε πως «δεν ήμασταν προσεκτικοί όπως θα έπρεπε, δεν αντιληφθήκαμε ότι οι πολίτες σε αυτές τις χώρες δεν είχαν δουλειά, ούτε εκπαίδευση ούτε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, και έτσι αναγκάστηκαν να εμπιστευτούν τις ζωές τους στους διακινητές. Σε αυτήν την ανθρωπιστική κρίση προσφέραμε τη βοήθειά μας. Αλλά αυτή η κατάσταση δεν είναι βιώσιμη μακροχρόνια. Όλοι εμείς ως κράτη, έχουμε καθήκον να διαχειριζόμαστε και να κατευθύνουμε τις μεταναστευτικές ροές. Όχι αποκλείοντας οι μεν τους δε, αλλά βοηθώντας οι μεν τους δε στην αντιμετώπιση αυτών των ανθρωπιστικών κρίσεων και στη δημιουργία νέων ευκαιριών σε αυτές τις χώρες».
Πρότυπο για τις γυναίκες όλου του κόσμου
Η Ανγκελα Μέρκελ βρίσκεται σχεδόν στη μέση της τέταρτης θητείας της στην καγκελαρία. Και γνωρίζοντας πως από το 2005, όταν ανέλαβε για πρώτη φορά τη διακυβέρνηση ενός από τα πιο ισχυρά κράτη στον κόσμο, η ίδια κατέληξε να είναι η πιο ισχυρή πολιτικός στην Ευρώπη αλλά και η πιο ισχυρή γυναίκα στον κόσμο, θέλησε να αναφερθεί στην ευθύνη που φέρει ως πρότυπο για τις γυναίκες όλου του κόσμου.
Οταν η δημοσιογράφος του CNN την ρώτησε εάν είναι φεμινίστρια, η καγκελάριος σημείωσε πως μπόρεσε να ερμηνεύσει την έννοια του φεμινισμού χάρη στη βασίλισσα Μάξιμα της Ολλανδίας. Ανέφερε πως η ολλανδή γαλαζοαίματη της εξήγησε ότι φεμινισμός σημαίνει ότι «οι γυναίκες έχουν τα ίδια δικαιώματα παντού και πως αυτό αποκαλείται ισότητα… στην πολιτική, στα ΜΜΕ, στον κόσμο των επιχειρήσεων. Αυτός πρέπει να είναι ο στόχος μας άλλα δεν τον έχουμε ακόμα πετύχει». «Φαίνεται πως κατά την παραμονή μου στην καγκελαρία, κατέληξα πράγματι να αποτελώ πρότυπο για πολλά κορίτσια», παραδέχτηκε, τονίζοντας ότι «χρειαζόμαστε περισσότερες γυναίκες σε αυτές τις θέσεις και αυτό σημαίνει πως οι άνδρες θα πρέπει να αλλάξουν τον τρόπο ζωής τους», δεδομένου ότι για να μπορούν να συμμετέχουν με αξιώσεις στην πολιτική και κοινωνική ζωή, θα πρέπει οι γυναίκες να εγκαταλείψουν κάποια από τα παραδοσιακά, οικογενειακά και οικιακά, καθήκοντά τους.
Οι δηλώσεις Βαρουφάκη
Λίγο πριν από το τέλος της συνέντευξης η Κριστιάν Αμανπούρ αναφέρθηκε στους εχθρούς της Ανγκελα Μέρκελ, μεταξύ των οποίων ξεχώρισε τον Γιάνη Βαρουφάκη. Και αφού υπενθύμισε στη γερμανίδα καγκελάριο πως ο έλληνας πρώην υπουργός Οικονομικών είχε δηλώσει κατά το παρελθόν ότι «η Μέρκελ ήταν μια καταστροφή, αλλά θα μας λείψει, γιατί όποιος τη διαδεχθεί θα είναι χειρότερος», την ρώτησε εάν εκλαμβάνει τα λεγόμενα του κ. Βαρουφάκη ως κομπλιμέντο.
«Αυτό που συνάγεται είναι ότι ο κ. Βαρουφάκης και εγώ πολύ συχνά και ανοιχτά έχουμε διαφωνήσει. Εξακολουθώ να πιστεύω πως στην Ελλάδα η ευημερία θα έρθει μόνον εάν εφαρμοστούν συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις. Το υποστηρίζω αυτό όπως εκείνη την περίοδο υποστήριξα την παραμονή της Ελλάδας στη ευρωζώνη. Εμείς στη Γερμανία λέμε “περισσότεροι εχθροί, μεγαλύτερη τιμή”, και θεωρώ πως αυτό αντικατοπτρίζεται στη γνώμη που εξέφρασε ο κ. Βαρουφάκης. Υπερασπίστηκα με σθένος την ακεραιότητα της ευρωζώνης, δίχως ωστόσο να αποκηρύξουμε τις αρχές μας, βάζοντας τα πάντα στο ίδιο τσουβάλι και μην πραγματοποιώντας μεταρρυθμίσεις».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News