Μπορεί οι τουρίστες που επισκέπτονται τη χώρα μας να είναι λιγότεροι βάσει του δείκτη «Μέσης κατά Κεφαλήν Δαπάνης» (ΜΚΔ), όμως αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το τουριστικό προϊόν έχει μειωθεί. Η πτώση του εν λόγω δείκτη οφείλεται, σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ), κατά περίπου 65% στη μείωση της μέσης διάρκειας παραμονής και κατά το υπόλοιπο 35% στην αλλαγή του «μπουκέτου» των επισκεπτών, καθώς καταγράφονται περισσότερες αφίξεις από τα Βαλκάνια και από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Στον αντίποδα, η Μέση Ημερήσια Δαπάνη έχει παραμείνει σχεδόν σταθερή, καθώς καταγράφονται μόνο μικρές αυξομειώσεις. Συνεπώς, η μείωση της Μέσης κατά Κεφαλήν Δαπάνης μεταξύ 2005 και 2018 κατά 30% (από 745,7 ευρώ σε € 519,6 ευρώ), δεν αποτελεί ένδειξη υποβάθμισης του ελληνικού τουριστικού προϊόντος αναφέρει ο ΙΝΣΕΤΕ σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που εκπόνησε, στην οποία εξετάζονται οι λόγοι μείωσης της Μέσης κατά Κεφαλήν Δαπάνης των τουριστών στην Ελλάδα, ενώ γίνεται σύγκριση και με τη Μέση κατά Κεφαλήν Δαπάνη των τουριστών στην Ισπανία.
Η νέες αγορές μείωσαν τη δαπάνη
Η μεταβολή στα μερίδια των αγορών της χώρας μας, δηλαδή η αλλαγή του μείγματος των επισκεπτών, δεν οφείλεται σε υποκατάσταση των παραδοσιακών με υψηλή δαπάνη από νέες αγορές χαμηλότερης δαπάνης, αλλά στην ανάπτυξη των νέων αγορών (αύξηση 137%, από 3,2 εκατ. το 2012 σε 7,6 εκατ. το 2018), με ταχύτερο ρυθμό από αυτόν που αναπτύσσονται οι παραδοσιακές (αύξηση 82%, από 6,3 εκατ. το 2012 σε 11,5 εκατ. το 2018).
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, η Μέση Ημερήσια Δαπάνη των τουριστών από τις παραδοσιακές αγορές της Ελλάδας αυξήθηκε αντισταθμίζοντας τη μειωμένη Μέση Ημερήσια Δαπάνη των τουριστών από τις νέες αγορές (αύξηση 6% από τις χώρες της Ευρωζώνης έναντι μείωσης 11% από τις άλλες χώρες της ΕΕ και μείωση 9% από τις υπόλοιπες). Στο γεγονός αυτό οφείλεται η διαχρονική σταθερότητα της Μέσης Ημερησίας Δαπάνης (ΜΗΔ) τα τελευταία χρόνια (71,1 ευρώ το 2012, 69 ευρώ το 2018).
Εφόσον η Μέση κατά Κεφαλήν Δαπάνη της Ελλάδας υπολογισθεί μόνο για όσους διανυκτέρευσαν, ανέρχεται σε 546,3 ευρώ το 2018, είναι δηλαδή υψηλότερη κατά 26,7 ευρώ έναντι της δημοσιευμένης ΜΚΔ 519,6 ευρώ.
Εξέλιξη και σύγκριση με την Ισπανία
Η διαφορά της Μέσης κατά Κεφαλήν Δαπάνης μεταξύ Ελλάδας και Ισπανίας, περιορίζεται για το 2018 σε 53,7 ευρώ (546,3 ευρώ και 600 ευρώ αντίστοιχα) και μπορεί να αποδοθεί αφενός σε στατιστικές διαφορές και αφετέρου στο διαφορετικό μείγμα των επισκεπτών των δύο χωρών, καθώς η συμμετοχή των βαλκανικών αγορών και των αγορών της Ανατολικής Ευρώπης στην Ισπανία είναι αναλογικά πολύ χαμηλότερη από την αντίστοιχη στην Ελλάδα.
Η διαφορά μεταξύ της ΜΚΔ σε Ισπανία και Ελλάδα διευρύνεται από τα 26,5 ευρώ το 2016 σε 53,7 ευρώ το 2018. Καθοριστικό παράγοντα για την εξέλιξη αυτή αποτελεί η αποκλίνουσα πορεία της ΜΚΔ για τις τρεις κύριες αγορές των δύο χωρών (Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία), ενώ στην Ελλάδα έχει μειωθεί μεταξύ 2016 και 2018, στην Ισπανία έχει αυξηθεί.
Το κόστος του αεροπορικού εισιτηρίου από τις παραδοσιακές ευρωπαϊκές αγορές προς την Ισπανία είναι σημαντικά χαμηλότερο από το αντίστοιχο προς την Ελλάδα, μεταξύ άλλων λόγω εγγύτητας και διαφορετικών φορολογικών επιβαρύνσεων. Αυτό αφενός δίνει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην Ισπανία, αφετέρου –βάσει της παρόμοιας Μέσης κατά Κεφαλήν Δαπάνης για δαπάνες στην κάθε χώρα– είναι πολύ πιθανόν το συνολικό κόστος για τον ευρωπαίο τουρίστα να είναι υψηλότερο για ένα ταξίδι στην Ελλάδα, απ’ ό,τι για ένα ταξίδι στην Ισπανία.
Με αφορμή τη μελέτη, ο κ. Ηλίας Κικίλιας, γενικός διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ τόνισε ότι «όπως έδειξε και πρόσφατη μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ για την αξιολόγηση του τουριστικού brand Ελλάδα, η στόχευση σε υψηλότερη Μέση κατά Κεφαλήν Δαπάνη, είτε μέσω της αύξησης της Μέσης Ημερήσιας Δαπάνης είτε μέσω της Μέσης Διάρκειας Παραμονής, προϋποθέτει τη δημιουργία ενός πιο σύνθετου προϊόντος με υψηλότερα ποιοτικά χαρακτηριστικά που αναβαθμίζει την συνολική εμπειρία του επισκέπτη και αφορά σε όλους τους επιμέρους κρίκους της αλυσίδας αξίας που συνθέτουν το τουριστικό προϊόν. Προς την κατεύθυνση αυτή, κρίσιμο στοιχείο είναι, επίσης, η αποτελεσματική διαχείριση των προορισμών με συγκεκριμένο στρατηγικό σχεδιασμό, συνένωση δυνάμεων και ευρύτερες συνεργασίες σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο. Παράλληλα, είναι αναγκαίο να προχωρήσει ο εκσυγχρονισμός των υποδομών για ενεργειακή επάρκεια, καθαριότητα, επαρκή αστυνόμευση, ενίσχυση υπηρεσιών υγείας, κλπ., ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες, τόσο των τουριστών όσο και των κατοίκων της χώρας. Μόνο έτσι ο ελληνικός τουρισμός θα διατηρήσει τη δυναμική του και θα σταθεροποιηθεί σε μια νέα, πιο ώριμη και μακροχρόνια φάση ανάπτυξης».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News