Επιτρέψτε μου. Η δημόσια συζήτηση έχει πάρει λάθος διαδρομή. Το ερώτημα δεν είναι αν δικαιούται Πρωθυπουργός να ξεκουραστεί, ούτε αν μπορεί να φιλοξενηθεί σε σκάφος και και και… Το ερώτημα, πίσω απ’ όλα τα ερωτήματα είναι αν δικαιούται Πρωθυπουργός να μη συναισθάνεται. Αν μπορούμε να ήμαστε ήσυχοι, ότι για την τύχη μας ενεργεί ηγέτης ανάπηρος συναισθήματος.
Η άτιμη η Ιστορία έχει μια μπαμπεσιά. Κρίνουμε το παρελθόν ενώ ζούμε ένα παρόν. Κι αν αυτό συμβαίνει για ένα Μάτι, που ούτε καν χρόνισε ακόμα, φαντάσου για γεγονότα της Ιστορίας που δεν έχουμε καν ζήσει! Πόσο ανάπηροι μνήμης!
Ο Αλέξης Τσίπρας μιλάει για τον περασμένο Δεκαπενταύγουστο λες και ήταν… Ενας Δεκαπενταύγουστος. Οπως μιλάει για παράδειγμα για τον Στέλιο Κυμπουρόπουλο, ως να μην υπάρχει, ως να είναι μια αφηρημένη έννοια, ως να είναι νεκρός που δεν ακούει, δεν λαμβάνει μήνυμα.
Θα γυρίσω πίσω τον χρόνο. Πάμε πίσω στον περσινό μας Αύγουστο για να σας φέρω αντιμέτωπους… Το μπαλκόνι μας στην Τήνο γέμιζε αποκαΐδια, σκουπίζαμε στάχτες. «Είναι από το Μάτι» λέγαμε μέρες και μέρες. Οι νεκροί δεν μετρήθηκαν όλοι σε μια στιγμή. Δεν ήταν ημερήσια μάχη, που το ξημέρωμα μετράς τους νεκρούς της. Ολο τον Αύγουστο, κάθε μέρα μετρούσαμε. Σαν χαλασμένη βρύση που στάζει, μαύρη σταγόνα σταγόνα. Διαβάζαμε, βλέπαμε τραγικές ιστορίες. Ήταν ένα δράμα εν εξελίξει.
Η Λίλα είπε: «Δεν στέκομαι λεπτό εδώ. Πρέπει να βοηθήσουμε με κάθε τρόπο στο Μάτι»… Λίλες και Λίλες «κατατάχτηκαν» εκ συνειδήσεως. Πόσοι ηρωικοί εθελοντές χάρισαν τον Αύγουστό τους; Οι περισσότερες συναυλίες ακυρώθηκαν και όσες δεν… Πόσο ενοχικά ένοιωθαν οι άνθρωποι να συμμετάσχουν και πόσο μιλούσαν στο κοινό οι καλλιτέχνες για να αιτιολογήσουν-δικαιολογήσουν την παρουσία τους! Οσο υποκριτικό κι αν ήταν, οι τηλεπαρουσιάστριες θυμάμαι ντυνόντουσαν όλες στα μαύρα, γιατί ακόμα και στην «παρδαλή» τηλεοπτική εικόνα, οποιοδήποτε άλλο χρώμα δεν το άντεχε το μάτι σου, το κλωτσούσε η ψυχή σου.
Είχαμε μια αίσθηση τόσο εύθραυστης ψυχοσύνθεσης, που κάθε τι που θα «ξέφευγε» ενός εσωτερικού συνειδησιακού μέτρου, θα ήταν η μοιραία τελευταία σταγόνα σε νταμιτζάνα θυμού… Θέλω να πω δηλαδή ότι τον περσινό Αύγουστο ήμασταν όλοι ενοχικοί χωρίς να φταίμε. Και ας, εγώ προσωπικά, έβγαινα από έναν καρκίνο. Ο,τι δικό σου, ήταν τελικά μικρότερο από αυτό που ζούσαν «οι διπλανοί σου».
Το ξαναλέω… Το αεράκι έφερνε αποκαΐδια στο μπαλκόνι μας όλο τον Αύγουστο. Εφερνε ψυχές νεκρών στον αέρα μας.
23 Ιουλίου 2018. Ο Πρωθυπουργός της χώρας είχε παρουσιαστεί σε εκείνη την πιο θλιβερή, ακραία γελοία, τελειωμένα φθηνή παντομίμα στο κέντρο επιχειρήσεων της Πυροσβεστικής και μετά είχε χαθεί. Η κυρία Δούρου για μέρες επίσης εξαφανισμένη. Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης. Σιωπή είχε απλωθεί. Ενας λαός που χτυπάει κόρνες αν ο μπροστά του δεν ξεκινήσει αυτόματα με το πράσινο… Πρώτη φορά στην Ιστορία μας… Σιωπή! Ο,τι ήταν να φωνάξουν το φώναξαν τις πρώτες μέρες… Μετά; Δεν είχε ήχο η εικόνα μας. Είχε τη βουβαμάρα της μοναξιάς και της ματαιότητας.
Μα πώς μπορέσαμε να τα ξεχάσουμε όλα αυτά; Πώς τολμάμε και ξεχάσαμε την απορία «μα πού είναι ο Πρωθυπουργός;» που κάλπαζε από στόμα σε στόμα. Αμέτρητοι άνθρωποι ήταν απίκο και άλλοι τόσοι έσπευδαν από παντού.
Και ας πούμε ότι είσαι σύζυγος Πρωθυπουργού… Μετρήστε μέρες ως τον Δεκαπενταύγουστο… Μέρες ήταν διάβολε… Είσαι σύζυγος του ανθρώπου που κρατάει την τύχη της χώρας στα χέρια του, του πιο πάνω στην πυραμίδα να δώσει κατευθύνσεις και εντολές. Σύζυγος αυτού, που όπως και να το κάνεις, θα πέσουν επάνω του και τα περισσότερα πυρά από οποιαδήποτε πυρά και «πυρά». Είναι δυνατόν να τον ρωτήσεις: «Τι κάνουμε Δεκαπεντάυγουστο, Αλέξη μου; Κάπου να πάμε να ξεσκάσουμε για λίγο».
Και ας πούμε ότι ο Αλέξης σου λέει: «Ασε με τώρα έχω σκοτούρες». Μα εσύ επιμένεις γιατί πάνω απ’ όλα (πιο πάνω πεθαίνεις!) έχεις φρικτά εαυτουλίστικα, την οικογένειά σου και μόνο: «Τα παιδιά μας είναι μικρά. Θέλουν τον πατέρα τους. Πάει και τελείωσε κάπου θα πάμε για μερικές μέρες. Αρκετά κουράστηκες».
Και ουφοειδώς απηυδισμένα ξεπετάς: «Αντε και να πάμε! Πού διάολο να πάμε;».
Πόσες πιθανότητες δίνετε να εκστομίσει σύντροφος: «Να πάμε με το σκάφος της φίλης μας της Κατερίνας. Μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι σε είδε χάλια, χάλια. Είδες; Δεν το βλέπω μόνο εγώ, αγόρι μου. Σου χρειάζονται διακοπές. Το σκάφος είναι ο ιδανικός τόπος. Ξέρεις πόσο μερακλού είναι η Κατερίνα και κιμπάρισα. Καμπίνες, σαλόνια, προσωπικό, θα ζήσουμε σαν μόνοι, σαν σε παράδεισο!».
Σας ξαναρωτώ, πατριώτες, με το χέρι στην καρδιά, (και ό,τι ψηφίζετε, ας ψηφίζετε) πόσες πιθανότητες θα δίνατε να απαντήσει Πρωθυπουργός «πάμε βρε Μπετάκι! Ωραία ιδέα» και πόσες «πας καλά; Εδώ καίγεται το σύμπαν και εμένα θα με δούνε να κόβω βόλτες με σκάφος; Πας καλά; Θα μας λιντσάρει ο κόσμος! Έχεις αίσθηση; Πρωθυπουργός είμαι βρε Μπέτυ!».
Με το χέρι στην καρδιά απαντήστε. Γι΄αυτό σας λέω. Το ερώτημα δεν είναι αν δικαιούται ο Πρωθυπουργός της χώρας ολιγοήμερες διακοπές ή αν δικαιούται να φιλοξενηθεί σε σκάφος αλλά αν δικαιούται κάποιος στεγνός συναισθήματος, ανάπηρος ενσυναίσθησης, κούφιος ηθικών αναστολών, νεκρός συνείδησης, να κατέχει τον τίτλο του Πρωθυπουργού. Και να περιφέρεται ως γλάστρα κορδωμένος γαλόνια επιτυχημένου.
Ελεος, πατριώτες!
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News