Υπήρχε πάντα ο φόβος και η υποψία στον αέρα αλλά όταν ακούγεται και σαν επίσημη πρόταση από δημοτική παράταξη (Θεσσαλονίκη μαζί — Κατερίνα Νοτοπούλου), ε τότε τα πράγματα σοβαρεύουν: «…Ιδρύουμε “Μουσείο – Κέντρο διαλόγου ερωτικού προσανατολισμού και κοινωνικού φύλου”, σε συνεργασία με τις σχετικές συλλογικότητες της πόλης», λέει η ανακοίνωση και μάλλον επιβεβαιώνεται το δύσκολο: Είμεθα πόλη ερωτικώς αποπροσανατολισμένη, μη σας πω και Εθνος άνευ ερωτικής πυξίδας.
Ελπίδα γεννά βέβαια εκείνο το «…Κέντρο διαλόγου ερωτικού προσανατολισμού…». Ο διάλογος ποτέ δεν έβλαψε, ειδικά αφότου εφευρέθηκε το αξεπέραστο «πες μας την άποψη σου και φύγε». Οι στήλες περιοδικών εξάλλου με περιεχόμενο «Η κυρία Κλάρα σας απαντά» για χρόνια αύξησαν κυκλοφορίες λαμβάνοντας επιστολές ερωτικώς αποπροσανατολισμένων με ψευδώνυμα του στυλ «Πικραμένο νυχτολούλουδο», «Προδομένη Γαζία» ή «Γιατί καλέ γειτόνισσα». Με την κρίση των εντύπων, κάτι προσπάθησαν να κάνουν τα ίνμποξ αλλά μια «κυρία Κλάρα» αυτοπροσώπως ως ένα είδος δημοτικής εξειδικευμένης υπαλλήλου πολλά θα είχε να προσφέρει στο μπερδεμένο ερωτικώς δημοτικό ακροατήριο. Και σίγουρα θα μπορούσε με τρόπο κατηγορηματικό και επίσημο να αποφαίνεται για το μείζον δίλημμα της εποχής: τι είναι σεξιστικό και τι όχι.
Η απορία γεννάται με τη λέξη «Μουσείο» στην αναγγελία της πρότασης. Ποια θα ήταν τα εκθέματα ενός Μουσείου Ερωτικού Προσανατολισμού (και ιδίως Αποπροσανατολισμού συνάμα); Ας μην κρυφτούμε πάλι πίσω από το βάρος της «ερωτικής» πόλης των ποιητών. Αυτοί έκαναν το βίωμα υψηλή Τέχνη και άντε να μπουν στο χώρο του Μουσείου κάποια αποσπάσματα της Ζωής Καρέλη, του Γιώργου Ιωάννου ή του Ντίνου Χριστιανόπουλου.
Ποια όμως θα είναι τα μελλοντικά «εκθέματα», που ερωτικώς μας καθόρισαν; Θα μπορούσαν να λείπουν από το Μουσείο τεύχη του περιοδικού των κατηχητικών σχολείων «Η Ζωή του Παιδιού» ή η «ενάρετη» γραμμή του Κόμματος στη δεκαετία του ’70 για τις σχέσεις των φύλων προς τα παιδιά, που είπαν το μεγάλο ναι; Πώς να γίνουν μουσειακό έκθεμα καφετζούδες, χαρτορίχτρες, μέντιουμ, μάγισσες και λοιπές κασκαντέρ ειδικότητες, που έδωσαν λύσεις σε τόσα ερωτικά αδιέξοδα; Θα γινόταν να λείπει το πάρκο της ΧΑΝΘ, τα γρασίδια του Αστεροσκοπείου του ΑΠΘ ή τα περιώνυμα «πολεμικά», το πάρκο-καταφύγιο ζευγαρακίων με τους ακούρευτους επίτηδες θάμνους στο σημείο όπου έδεναν τα πολεμικά πλοία την περίοδο της ΔΕΘ; Πώς ν’ αναπαρασταθεί μουσειακά το cine «Λαϊκόν» της παραβαρδαρίου εμπόλεμης ζώνης ή τα πιο κεντρικά «Ελλήσποντος» και «Σινεέπ»; Και ποιες ταινίες του τρολ πριν-εμφανιστούν-τα-τρολ Κώστα Γκουσγκούνη θα άντεχε ο επιμελητής του Μουσείου να προβάλει στις αίθουσες; (Νά ‘τα τα πουλάκια μου!).
Πρόχειρος είναι ο κατάλογος, αν λάβει κανείς υπόψη πως στη Θεσσαλονίκη υπήρξε στις αρχές του 20ου αιώνα η πρώτη στη χώρα «ερωτική» συνοικία, η Μπάρα, που όλο και κάποια ίχνη της βρίσκονται. Πώς όμως να βρεθούν ίχνη, αποτυπώματα κι ατμόσφαιρες των σκληρά εργαζόμενων στην πρωτόγονη ερωτική βιοτεχνία παλαιοτέρων δεκαετιών, που καθόρισαν έρωτες, οπτική και συμπεριφορές, που ενέπνευσαν πάθη και πυρετούς;
Οι άνθρωποι του ημίφωτος ποτέ δεν αφήνουν ίχνη. Είναι δυνατό η θρυλική «Αμαλία» –όχι ο γνωστός παλαιός εξτρέμ του ΠΑΟΚ–, η περιβόητη ιερόδουλος της δεκαετίας του ’60, που τόσους και τόσους περασμένων γενεών μύησε στην «τέχνη» της, να γίνει μουσειακό έκθεμα και πώς;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News