Γενικά, η λέξη «υποψήφιος» είναι μια αγχωτική ιδιότητα γι’ αυτόν που τη φέρει. Είτε πρόκειται για υποψήφιο στις πανελλήνιες είτε σε εξετάσεις για δίπλωμα οδήγησης, πόσο μάλλον για τις εκλογές, το προηγούμενο βράδυ του δεν είναι και το πιο ευχάριστο, μιας και είναι επιφορτισμένο με το άγχος της επόμενης μέρας. Ειδικότερα, όμως, σε ό,τι αφορά τις εκλογές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης το πράγμα αντιστρέφεται: Πιεσμένος είσαι, όταν δεν είσαι υποψήφιος, μιας και γύρω σου υπάρχει πανσπερμία επίδοξων τοπικών αρχόντων. Όλο και κάποιος συγγενής, φίλος, γείτονας ή συνάδελφος θα σου ζητήσει τη στήριξη για τον ίδιο, το παιδί του, τον μπατζανάκη του ή ακόμα και τον κουμπάρο του, που «είναι καλό παιδί μωρέ και πρέπει να το βοηθήσουμε», μιας και «οι άλλοι, καλύτεροι είναι;».
Κι αλίμονο αν δώσεις το λόγο σου κάπου από την αρχή, γιατί ολοένα και αυξάνονται οι υποψηφιότητες κι όλο και κάποιο ακόμα γνωστό «καλό παιδί» θα συναντήσεις. Τότε αρχίζουν οι δισταγμοί, τα μισόλογα και ίσως επέλθουν και οι παρεξηγήσεις. Γιατί όπως και να το κάνουμε, όσο ανυστερόβουλος και να είναι κάποιος, όταν θέτει υποψηφιότητα, θέλει να εκλεγεί.
Ένα μικρό παράδειγμα: στην ιδιαίτερή πατρίδα μου, μια μικρή ακριτική πόλη της επαρχίας με έναν εγγεγραμμένο πληθυσμό (με δικαίωμα ψήφου) περίπου πενήντα χιλιάδων, αν ολοκληρωθούν οι συνδυασμοί που εξαγγέλθηκαν, θα έχουμε κάτι λιγότερο από χίλιους υποψηφίους. Με μια απλή ευκλείδεια διαίρεση αντιστοιχεί ένας υποψήφιος ανά 50 άτομα. Στατιστικά, κάθε πολυκατοικία σχεδόν θα έχει τον υποψήφιό της. Κι αν λάβουμε υπόψιν την ειδησεογραφία ολόκληρης της επικράτειας, το ίδιο σκηνικό επαναλαμβάνεται στους περισσότερους δήμους. Μολονότι, δεχόμαστε πως όλες αυτές οι προσωπικές φιλοδοξίες είναι θεμιτές στα πλαίσια της Δημοκρατίας, ας αναρωτηθούμε: τι προσφέρει θεσμικά όλη αυτή η κινητοποίηση; Αντανακλάται το ποσοστό των πολιτών που ενδιαφέρονται για τα Κοινά; Είναι άραγε τόσο πολιτικοποιημένη η κοινωνία μας ή μήπως όλοι μιλούν με ορίζοντα Κυριακής και τη Δευτέρα απλώς εξαφανίζονται;
Οι απαντήσεις είναι δυστυχώς αφοπλιστικά δυσοίωνες. Ως αφετηρία ας δεχτούμε ότι ως λαός παίρνουμε το θέμα των εκλογών ελαφρά τη καρδία (όπως και πολλά άλλα θέματα). Έτσι και οι φερόμενοι ως πολιτικοί, που είναι σαρξ εκ της σαρκός μας, δε διστάζουν να πουν το μεγάλο ναι στον «Ηγέτη» που τους προτείνει την «τιμητική» θέση στο ψηφοδέλτιό του. Δεν εξετάζουν γιατί έγινε αυτή η πρόταση, τους αρκεί που τους έγινε. Άλλωστε, αυτή η συγκεκριμένου είδους υποψηφιότητα δεν κοστίζει και πολλά: τα έξοδα είναι λιγοστά και η αναλογία σε χρόνο προσωπικής έκθεσης ελάχιστη. Παρέχεται, έτσι, η δυνατότητα να ισχυριστεί αζημίως κάποιος ότι είναι ενεργός πολίτης ακόμα κι αν η συνεισφορά του στα κοινά είναι μόνο η εντύπωση του ονοματεπωνύμου του επί χάρτου άπαξ ή έστω κατ’ εξακολούθηση.
Από την άλλη όμως και οι υποψήφιοι δήμαρχοι, καταρτίζουν ψηφοδέλτια με τον προφανή σκοπό να εκλεγούν. Γνωρίζουν, ότι στην ουσία τους σταυρούς τους κουβαλάνε (κυριολεκτικά και μεταφορικά) οι υποψήφιοι σύμβουλοι, γι’ αυτό αθροίζουν στις τάξεις τους, τους «κατάλληλους». Υπάρχουν πάντα και παντού λαμπρές εξαιρέσεις, αλλά αρκεί να είσαι από μεγάλο σόι, να είσαι ελαφρώς αναγνωρίσιμος στην τοπική κοινωνία και να έχεις λίγη πίστη στον εαυτό σου και θα βρεις σίγουρα μια θέση σε κάποιο ψηφοδέλτιο. Ειδικά τις τελευταίες μέρες που όλοι θέλουν να «κλείσουν» τον συνδυασμό.
Και θα μου πείτε: ωραία μέχρις εδώ, από κριτική πάμε καλά, πώς όμως το σώζουμε;
Αρκεί να αλλάξει η φιλοσοφία λειτουργίας του δημοτικού συμβουλίου, το οποίο άλλωστε είναι όργανο της διοίκησης και οι αποφάσεις του έχουν εκτελεστικό χαρακτήρα· δε νομοθετεί και δεν αποτελεί μια «μικρή τοπική Βουλή». Άρα οι ομάδες και η πολύφερνη δεδηλωμένη που κυνηγούν όλοι, ειδικά ελέω απλής αναλογικής, δεν θα έπρεπε να αποτελούν συστατικό του στοιχείο. Το δημοτικό συμβούλιο θα έπρεπε να είναι ένα ανεξάρτητο του δημάρχου όργανο, το οποίο θα κρίνει κατά περίσταση τις εισηγήσεις του, με φανερές ψηφοφορίες χωρίς να δεσμεύεται εκ των προτέρων από θεσμικούς «μικρομεγαλισμούς» τύπου συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης. Άλλωστε τα θέματα που διαχειρίζεται είναι εξ αντικειμένου πρακτικά ζητήματα της καθημερινότητας που πόρρω απέχουν από βαρύγδουπες θεωρητικές αναλύσεις και προσφέρονται για συναινέσεις.
Πρακτικά: 2 ψηφοδέλτια, στο πρώτο επιλέγουμε με σταυρό Δήμαρχο και στο δεύτερο Δημοτικούς Συμβούλους. Οι δε υποψηφιότητες για να κατατεθούν πρέπει να συγκεντρώνουν έναν συγκεκριμένο αριθμό υπογραφών, κατά τα πρότυπα των υποψηφίων προέδρων στα κοινοβουλευτικά κόμματα. Οι υπογραφές αυτές πρέπει να είναι δημόσιες ώστε να ξέρουμε ποιος προτείνει ποιον και να καλύπτουν ένα λογικό κατώφλι ώστε και να μην αποκλείεται κάποιος εύκολα αλλά ούτε και να δηλώνει ο καθένας, όπως γίνεται τώρα. Έτσι και μόνον έτσι, θα προκύπτουν συνθέσεις με όρεξη για δουλεία και όχι μικροπολιτικές ατζέντες.
Στη χώρα μας τις προηγούμενες δεκαετίες, υπερπολιτικοποιήσαμε τα πάντα στο πλαίσιο ενός φανατισμού που δεν είχε αντικειμενική αιτία. Αυτό σε συνδυασμό με τις εγγενείς αδυναμίες που είχαμε ως κράτος, μας κούρασε, μας έφθειρε και οδήγησε στην απαξίωση κάθε έννοια πολιτικής και εν τέλει αποπολιτικοποιήσαμε τα πάντα! Ή του ύψους ή του βάθους. Τώρα στη μεγάλη στροφή των πολλαπλών εκλογών, έχουμε την ευκαιρία μας, όχι μόνο σε επίπεδο ευρωεκλογών (που θα μονοπωλήσουν δυστυχώς τη συζήτηση) αλλά και στις τοπικές εκλογές, να κάνουμε σωστές επιλογές.
* Ο Οδυσσέας Μ. Λομβαρδέας είναι τριτοετής φοιτητής Ιατρικής ΑΠΘ
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News