Μια πολύ ενθαρρυντική ιστορία για το μέλλον της δημοσιογραφίας και της βιομηχανίας της πληροφόρησης στην ψηφιακή εποχή, εκτυλίσσεται στη Σουηδία. Και ο άνθρωπος που την αφηγείται είναι ο ουαλικής καταγωγής σερ Μάικλ Μόριτζ, ένας πρώην δημοσιογράφος και νυν δισεκατομμυριούχος επενδυτής επιχειρηματικών κεφαλαίων, ένας από τους κορυφαίους στη βιομηχανία της τεχνολογίας.
Μπορεί η Apple να τράβηξε πρόσφατα την προσοχή μέσω της παρουσίασης της νέας της υπηρεσίας ενημέρωσης και ειδησεογραφίας «αλλά η πραγματική ιστορία για την τόνωση της ποιοτικής και κερδοφόρου δημοσιογραφίας γράφεται αλλού – και πουθενά με περισσότερο οίστρο από όσο στη Στοκχόλμη», υποστηρίζει σε κείμενό του στους Financial Times.
Πριν από λιγότερο από δέκα χρόνια η Dagens Nyheter (DN), η κορυφαία εφημερίδα της Σουηδίας, ψυχορραγούσε, όπως και πάρα πολλές άλλες εφημερίδες και περιοδικά ανά τον κόσμο. Εξαιτίας της γήρανσης των αναγνωστών της, της δραματικής μείωσης των διαφημιστικών εσόδων της και της απόλυτης κυριαρχίας του Facebook και της Google που μονοπώλησαν το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού και των διαφημιστών.
Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και το γεγονός πως από το 2009 έως το 2013 το ποσοστό των ενήλικων Σουηδών που διάβαζαν καθημερινά μια εφημερίδα έπεσε από το 75% στο 56 τοις εκατό. Το 2000 η DN πουλούσε καθημερινά περί τα 370.000 φύλλα ενώ το 2015 περίπου 250.000. Την ίδια χρονιά οι διαδικτυακές συνδρομές ήταν μόλις δύο χιλιάδες. Σήμερα, ωστόσο, λιγότερο από πέντε χρόνια μετά, η εφημερίδα είναι και πάλι κερδοφόρα με 160.000 συνδρομητές που έχουν πρόσβαση (έναντι 11,5 ευρώ τον μήνα) αποκλειστικά στην ηλεκτρονική έκδοσή της, και άλλους 170.000 που λαμβάνουν καθημερινά και την έντυπη έκδοση.
Όσον αφορά το μυστικό της επιτυχίας, η Dagens Nyheter μπόρεσε να ανακάμψει επειδή «κατάφερε να αποχωρίσει το “χαρτί” από την “εφημερίδα”, αγοράζοντας έτσι ένα εισιτήριο για το μέλλον», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μόριτζ, σημειώνοντας πως πέρυσι τα διαφημιστικά έσοδα της DN ανήλθαν σε 44 εκατομμύρια ευρώ (το 1/3 σε σχέση με το 2000) ενώ φέτος εκτιμάται πως τα κέρδη της θα ξεπεράσουν τα εννιά εκατομμύρια ευρώ.
Με απλά λόγια, τα επιτελικά στελέχη της εφημερίδας ξεκίνησαν να αντιμετωπίζουν τo smartphone ως ένα περίπτερο πώλησης εφημερίδων το οποίο είναι ανοιχτό 24 ώρες την ημέρα καθημερινά. Διαπίστωσαν επίσης πως οι αναγνώστες – καταναλωτές είναι παραπάνω από πρόθυμοι να πληρώσουν για περιεχόμενα που εκτιμούν ενώ δεν διατίθενται να κάνουν το ίδιο για υλικό που μπορούν να βρουν εύκολα και αλλού. Κατά συνέπεια τα τελευταία χρόνια η Dagens Nyheter επικεντρώνεται κυρίως στην παραγωγή ποιοτικής δημοσιογραφίας, παρόλο που είναι ακριβή.
Από το 2013, όταν ανέλαβε τη διεύθυνση της εφημερίδας σε ηλικία 34 ετών, ο επικεφαλής της Πιέτερ Βολοντάρσκι και οι συνεργάτες του, έχοντας θέσει ως κύριο στόχο τους την κερδοφορία, αύξησαν την τιμή της εφημερίδας, κατάργησαν τα δωρεάν φύλλα και, δεδομένης της διαρκούς μείωσης της ζήτησης για την έντυπη έκδοση, μείωσαν το κόστος εκτύπωσης και βελτιστοποίησαν το δίκτυο διανομής. Ταυτόχρονα κατέστησαν ιδιαίτερα εύκολη την αγορά των περιεχομένων της εφημερίδας τους μέσω ψηφιακών πληρωμών.
Ο Πιέτερ Βολοντάρσκι αποφάσισε επίσης να αντιμετωπίσει το Facebook και την Google με τρόπο διαφορετικό από τους περισσότερους συναδέλφους του, επιλέγοντας να μην διανέμεται το περιεχόμενο της εφημερίδας του μέσω των υπηρεσιών ενημέρωσης των διαδικτυακών κολοσσών.
Παρότρυνε, όμως, τους ρεπόρτερ του να αντιμετωπίζουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως πηγές ιδεών. Σύμφωνα με τον Μόριτζ, η δουλειά των δημοσιογράφων της Dagens Nyheter αρχίζει στο σημείο όπου τελειώνει το πεδίο δράσης του Instagram, του Facebook και των λοιπών κυρίαρχων της ψηφιακής εποχής. «Οι δημοσιογράφοι της κάνουν ό,τι οι περισσότεροι πολίτες αδυνατούν – χρησιμοποιούν το υλικό των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για να πιέσουν πολιτικούς, να ελέγξουν αστυνομικά τμήματα, να θέσουν δύσκολες ερωτήσεις σε επιχειρηματικούς ηγέτες και να αναδείξουν νέες ιδέες σε ένα ευρύτερο πλαίσιο».
Συγχρόνως, η Dagens Nyheter ξεκίνησε να διαθέτει προσεγμένα προϊόντα και υπηρεσίες στους πελάτες της, τα οποία σε «αντίθεση με τις προωθητικές τοστιέρες ή τις φτηνές ηλεκτρικές σκούπες του παρελθόντος» συμβάλλουν αισθητά στην αύξηση των εσόδων της.
Προσφέρει, για παράδειγμα, έναντι 495 σουηδικών κορονών (47,5 ευρώ) ένα ηλεκτρικό ποδήλατο με το λογότυπο της εφημερίδας και περί τους 150 φανατικούς αναγνώστες της έσπευσαν να το αγοράσουν κατά την πρώτη εβδομάδα της κυκλοφορίας του. Διοργανώνει επίσης δύο ταξίδια ανά την Ευρώπη με δύο τρένα που έχει ναυλώσει ειδικά για αυτόν τον σκοπό. Το κόστος ανά άτομο ανέρχεται στις 2.500 σουηδικές κορόνες (240 ευρώ) ενώ τα 680 διαθέσιμα εισιτήρια έκαναν φτερά μέσα σε διάστημα λίγων ημερών. Πλέον, ο όμιλος Bonnier (στον οποίο ανήκει η κερδοφόρα, πλέον, Dagens Nyheter) είναι έτοιμος να κάνει ακόμα ένα μεγάλο βήμα, καταθέτοντας μια προσφορά για την εξαγορά 28 τοπικών και επαρχιακών εφημερίδων της Σουηδίας.
Εάν εγκριθεί από την αρμόδια επιτροπή, η συνταγή που δούλεψε τόσο καλά για την κορυφαία εφημερίδα της Σουηδίας θα συμβάλει κατά πάσα πιθανότητα στην τόνωση της ποιοτικής δημοσιογραφίας και στις μικρές πόλεις και κοινότητες της χώρας. Σε κάθε περίπτωση πάντως το επιτυχημένο επιχειρηματικό μοντέλο που εφαρμόζει πλέον η Dagens Nyheter, αποτελεί ένα παράδειγμα προς μίμηση για πάρα πολλά ΜΜΕ ανά τον κόσμο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News