Ονειρευόταν να γίνει ποδοσφαιριστής. Στα επτά του χρόνια, το 1970, είδε τη «Σελεσάο» να κατακτά το Παγκόσμιο Κύπελλο. Ηταν εκεί, στριμωγμένος ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλους Βραζιλιάνους, όταν ο Πελέ, ο Κάρλος Αλμπέρτο, ο Ζαϊρζίνιο, ο Ριβελίνο, ο Τοστάο και τα υπόλοιπα μέλη εκείνης της θρυλικής ομάδας, έφεραν το χρυσό αγαλματίδιο στη χώρα που λατρεύει τη «στρογγυλή θεά» περισσότερο από κάθε άλλη. Η αποθεωτική υποδοχή τους ήταν μια εικόνα που, ποτέ, δεν σβήστηκε από τη μνήμη του. Ο μικρός Κάρλος Ενρίκε Ραπόσο το ‘βαλε σκοπό της ζωής του, να γίνει κι αυτός ένας «ήρωας» των γηπέδων.
Υπήρχε, όμως, ένα μεγάλο πρόβλημα. Μεγαλώνοντας, ανακάλυψε πως δεν είχε το παραμικρό ταλέντο στα πόδια. Οι ακαδημίες των βραζιλιάνικων συλλόγων στο Ρίο Πάρντο, τη γενέτειρά του, δεν δέχονταν, καν, να τον δοκιμάσουν. Εφτασε μέχρι το Μεξικό, πιστεύοντας ότι εκεί τα πράγματα θα ήταν πιο εύκολα. Πράγματι, η Πουέμπλα του άνοιξε την πόρτα, στα 16 του. Αλλά, λίγους μήνες αργότερα, τον έδιωξε. Δεν πρόλαβε να παίξει, ούτε σε ένα ματς.
Δεν το έβαλε κάτω. Εάν δεν ήξερε να κλωτσάει την μπάλα σωστά, είχε ένα άλλο -ακόμη πιο σημαντικό- προσόν: ήταν εξαιρετικός ψεύτης. Μάλλον… κατά λάθος γεννήθηκε στις 2 Απριλίου (1963), κι όχι Πρωταπριλιά. Εβαλε σε εφαρμογή το Plan B. Επέστρεψε στο Ρίο ντε Τζανέιρο και άρχισε να επισκέπτεται τα κέντρα διασκέδασης, στα οποία σύχναζαν οι κορυφαίοι βραζιλάνοι παίκτες εκείνης της εποχής. Δεν του πήρε πολύ καιρό για να γίνει φίλος με κάποιους από αυτούς. Τους εκμυστηρεύτηκε το απωθημένο του, κι εκείνοι προθυμοποιήθηκαν να τον βοηθήσουν με τις γνωριμίες τους.
Με τις συστάσεις των διάσημων φίλων του υπέγραψε το πρώτο του συμβόλαιο, διάρκειας τριών μηνών, στην Μποταφόγκο. Δήλωσε «γκολτζής» και άρχισε τις ατομικές προπονήσεις. Επρεπε, πρώτα, να αποκτήσει καλή φυσική κατάσταση. Χωρίς την μπάλα δεν είχε κανένα πρόβλημα – ήταν αθλητικός τύπος, έτσι κι αλλιώς. Επειτα από μερικές εβδομάδες, όμως, ήρθε η ώρα να παίξει, στο δίτερμα της ομάδας. Στην πρώτη πάσα που του έγινε, έκανε ένα σπριντ και έπεσε στο χορτάρι, πιάνοντας τον οπίσθιο μηριαίο του. Στις αρχές της δεκαετίας των ’80s δεν υπήρχε εξέταση που θα μπορούσε να διαψεύσει έναν μυϊκό τραυματισμό. Ο βραζιλιάνικος σύλλογος του ανανέωσε το συμβόλαιο και τον περίμενε να αποθεραπευτεί.
Ηταν ένα κόλπο που χρησιμοποίησε πολλές φορές στην «καριέρα» του. Αλλά, δεν ήταν το μόνο. Οπως έχει εξομολογηθεί ο ίδιος στην O’ Globo, στην οποία διηγήθηκε την απίθανη ιστορία του για πρώτη φορά, είχε βρει έναν πολύ αποτελεσματικό τρόπο να πείθει τις ομάδες του ότι πρόκειται για σπουδαίο παίκτη, χωρίς να τον έχουν δει να αγωνίζεται ούτε μια φορά. Πώς; Υποκρινόταν ότι μιλούσε στο τηλέφωνο -με τα άθλια Αγγλικά του- με ευρωπαϊκούς συλλόγους που, τάχα, ενδιαφέρονταν να τον αποκτήσουν. Δυστυχώς γι’ αυτόν, ο γιατρός της Μποταφόγκο (που είχε σπουδάσει στο Λονδίνο) τον άκουσε να λέει διάφορες ασυναρτησίες, και αντιλήφθηκε την απάτη.
Ο «Κάιζερ» -τον αποκαλούσαν έτσι επειδή το στιλ του θύμιζε τον Μπεκενμπάουερ- βρήκε, με τη βοήθεια των φίλων του, νέο θύμα: τη Φλαμένγκο. Τα ίδια κι εκεί. Ψεύτικοι τραυματισμοί και ψεύτικο ενδιαφέρον από άλλους συλλόγους. Βοηθούσαν και κάποιοι δημοσιογράφοι, που τον ακολουθούσαν στις βραδινές του διασκεδάσεις χωρίς να πληρώνουν «μία». Επειτα η Φλουμινένσε, η Βάσκο ντα Γκάμα και κάποιοι μεξικάνικοι σύλλογοι. Κατάφερνε, παντού, να πληρώνεται αδρά και να απολαμβάνει τα προνόμια της ζωής ενός ποδοσφαιριστή, χωρίς, ποτέ, να εκτεθεί σε έναν ολόκληρο ποδοσφαιρικό αγώνα.
Το 1986 πήρε μεταγραφή στην Ευρώπη, στη γαλλική Αζαξιό (Β’ Κατηγορίας). Στην ανοιχτή προπόνηση που διοργανώθηκε για την παρουσίασή του, πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε για να παρακολουθήσει τα «μαγικά» που (έλεγαν ότι) κάνει με την μπάλα στα πόδια. Και πάλι, δεν έχασε την ψυχραιμία του. Κλώτσησε όλες τις μπάλες στην εξέδρα (δήθεν για να τις κρατήσουν οι οπαδοί ως αναμνηστικά), ασπάστηκε το έμβλημα του συλλόγου στη φανέλα, και έφυγε προς τα αποδυτήρια. Στη Γαλλία έπαιξε σε 20 ματς, πάντοτε ως αλλαγή. Την επόμενη σεζόν επέστρεψε στη Βραζιλία. Στην Μπανγκού.
Το κόλπο του τραυματισμού λειτουργούσε «μιά χαρά», ώσπου μια μέρα ο ιδιοκτήτης του συλλόγου, Κάστορ ντε Αντράντε, απαίτησε να τον δει στην αποστολή. Ο Κάρλος Ενρίκε κάθισε στον πάγκο, έχοντας τη διαβεβαίωση του προπονητή του πως δεν θα τον χρησιμοποιήσει. Αλλά, καθώς η ομάδα βρέθηκε να χάνει με 2-0, του έδωσε εντολή να σηκωθεί για «ζέσταμα». Τη στιγμή εκείνη άκουσε κάποιους οπαδούς να αποδοκιμάζουν την ομάδα. Δεν έχασε την ευκαιρία. Ετρεξε προς το μέρος τους και άρχισε να τσακώνεται μαζί τους, βρίζοντάς τους χυδαία. Ο διαιτητής του έδειξε κόκκινη κάρτα, προτού προλάβει να μπει στον αγωνιστικό χώρο. Ο πρόεδρος έγινε έξαλλος. Ο Κάρλος, όμως, πάλι βρήκε τρόπο να «τα μπαλώσει». Δικαιολογήθηκε ότι ο θυμός «θόλωσε» το μυαλό του. «Δεν θα επιτρέψω, ποτέ, σε κανέναν να αποκαλέσει απατεώνα τον δεύτερο πατέρα μου», δήλωσε μετά τον αγώνα. Αντί να τον διώξει, ο ιδιοκτήτης του πρόσφερε μια εξάμηνη παράταση του συμβολαίου του.
Ο μεγαλύτερος ψεύτης που γνώρισαν τα γήπεδα, ο οποίος δεν δίστασε να ισχυριστεί πως ήταν μέλος της Ιντεπεντιέντε που το 1984 κατέκτησε το Κόπα Λιμπερταδόρες (υπήρχε, όντως, Κάρλος Ενρίκε, αλλά ήταν Αργεντινός), το 1989 πήρε μεταγραφή στην Ελ Πάσο Πάτριοτς (ΗΠΑ), κι έπειτα στην Αμέρικα του Ρίο ντε Τζανέιρο. Με καμιά τριανταριά ολιγόλεπτες συμμετοχές και μόλις ένα γκολ, κατάφερε να ξεγελάσει μικρούς και μεγάλους συλλόγους, και να διανύσει μια καριέρα σχεδόν 20 ετών. Κέρδισε πολλά χρήματα και -το κυριότερο- έκανε το απίθανο παιδικό του όνειρο, πραγματικότητα. Το οποίο, όπως λέει ο ίδιος, δεν ήταν να παίξει μπάλα, αλλά να γίνει ποδοσφαιριστής.
Το 2011 αποκάλυψε όλες τις λεπτομέρειες της απάτης του στο «Sports Spectacular» του Rede Globo, του μεγαλύτερου αθλητικού καναλιού της Βραζιλίας. Το 2016 πούλησε την ιστορία του σε αγγλική εταιρεία τηλεοπτικών και κινηματογραφικών παραγωγών. Σήμερα, εργάζεται ως personal trainer. Και, βεβαίως, δικαιούται να γιορτάζει την Πρωταπριλιά περισσότερο από τον καθέναν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News