Για τον κίνδυνο τριπλής δημοσιονομικής βόμβας, συνολικού κόστους 20 και πλέον δισ. ευρώ, λόγω δικαστικών αποφάσεων για τα αναδρομικά, ενδεχόμενων καταπτώσεων εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά και της προεκλογικής παροχολογίας, προειδοποιεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην πρώτη_μεταμνημονιακή_εκθεσή του για την Ελλάδα , που δόθηκε στη δημοσιότητα.
Μεταξύ άλλων σημειώνει επίσης του κινδύνους που ελλοχεύουν και για τις τράπεζες λόγω «κόκκινων» δανείων, ζητώντας ταχύτερη μείωση των NPLs, ενώ απαισιόδοξη είναι η εκτίμησή του και για τον ρυθμό ανάπτυξης (αναιμικός, στο 1,2% από το 2022 και μετά).
Αναδρομικά
Ως «δημοσιονομική απειλή» περιγράφει το Ταμείο στην έκθεσή του τις πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις για τα αναδρομικά μισθών και συντάξεων.
Από τη σκοπιά του ΔΝΤ, οι εν λόγω αποφάσεις συνιστούν ανατροπή της προσπάθειας δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς, όπως υπογραμμίζεται, «αυτό αποτελεί μέρος ενός κύματος περιπτώσεων που αμφισβητούν τις μεταρρυθμίσεις που είχαν πραγματοποιηθεί στο παρελθόν».
Οι συντάκτες της έκθεσης του ΔΝΤ εκτιμούν ότι οι εν λόγω δικαστικές αποφάσεις έχουν δημιουργήσει αυξημένους δημοσιονομικούς κινδύνους, δεδομένου ότι υπολογίζεται ότι θα μπορούσαν να επιβαρύνουν ετησίως τις μελλοντικές δαπάνες του προϋπολογισμό με 9,5 δισ. ευρώ, ένα ποσό που αντιστοιχεί στο 0,75% του ΑΕΠ.
«Αν τώρα οι μελλοντικές δικαστικές αποφάσεις επεκταθούν και σε άλλες μεταρρυθμίσεις στις οποίες μπορούν να εφαρμοστούν τα ίδια επιχειρήματα, οι εφάπαξ δαπάνες θα μπορούσαν να είναι σημαντικές», προειδοποιεί το Ταμείο.
Σχετικά με τις προτάσεις που έχει καταθέσει η ελληνική πλευρά για την λήψη αντισταθμιστικών μέτρων, αναφέρει πως «έχουν προταθεί αρκετά δημοσιονομικά μέτρα από τις αρχές, που αντιπροσωπεύουν περίπου το 0,6% του ΑΕΠ, τα οποία, όμως, δεν αποτυπώνονται ακόμα στις προβλέψεις του προϋπολογισμού. Οι αβεβαιότητες γύρω από αυτές τις εκτιμήσεις είναι μεγάλες και μια συνολική εκτίμηση είναι δύσκολη».
Ελληνικό τραπεζικό σύστημα
Το ΔΝΤ εντοπίζει αδυναμίες στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, καθώς υπολογίζει ότι η έκθεση των τραπεζών στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια παραμένει ιδιαίτερα υψηλή, ενώ παράλληλα εκτιμά ότι και η ποιότητα των εξυπηρετούμενων δανείων είναι χαμηλή με αποτέλεσμα να καθίσταται «αβέβαιη» η αποπληρωμή τους.
Το Ταμείο αναγνωρίζει πως οι τράπεζες καταβάλλουν προσπάθεια να περιορίσουν την έκθεσή τους στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Από την άλλη όμως πλευρά, περιγράφει ως βασικά εμπόδια σε αυτή τη προσπάθεια το χαμηλής ποιότητας κεφάλαιο, τη χαμηλή κερδοφορία και τη στενότητα που παρατηρείται στη ρευστότητά.
Χαρακτηρίζοντας τον χρηματοπιστωτικό τομέα ως «δημοσιονομικό κίνδυνο», οι συντάκτες της έκθεσης υπενθυμίζουν ότι το ελληνικό Δημόσιο παραμένει εκτεθειμένο στον ελληνικό τραπεζικό τομέα, καθώς όχι μόνο διαθέτει μετοχές και καταθέσεις, αλλά εξαρτάται και από τη συμμετοχή των τραπεζών στις εκδόσεις χρεωστικών τίτλων.
Για τον λόγο αυτό, το Ταμείο τονίζει ότι η ταχύτατη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η οποία θα ενισχύσει τη χώρα απέναντι σε μια σειρά από καθοδικούς κινδύνους.
Ειδικότερα, το Ταμείο εμφανίζεται να φοβάται ότι ένα ευάλωτο τραπεζικό σύστημα αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο για μια νέα αυτοτροφοδοτούμενη κρίση, η οποία θα χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση προβλημάτων ρευστότητας, μείωσης της εμπιστοσύνης, αλλά και εξάντλησης των τραπεζικών κεφαλαίων.
Αναφορικά με τις προτάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) για την απομείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το ΔΝΤ εμφανίζεται επιφυλακτικό, καθώς εκτιμά ότι οι λύσεις σχημάτων εγγυοδοσίας συνιστούν ένα είδος κρατικής ενίσχυσης και ως εκ τούτου αντιβαίνουν τους κανόνες της ΕΕ.
Από την πλευρά του, το Ταμείο προκρίνει την λύση των «συντονισμένων ενεργειών» με στόχο να ενισχυθεί η οικονομική δυνατότητα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και να σημειωθεί πρόοδος στην γενική κουλτούρα πληρωμών.
Υπό το πρίσμα αυτό, η αλλαγή του πλαισίου προστασίας της πρώτης κατοικίας και η απλοποίηση των δικαστικών διαδικασιών θεωρούνται εργαλεία που μπορούν να συμβάλλουν στον περιορισμό των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Capital Controls
Αναφορικά με τη χαλάρωση των μέτρων για τη διαχείριση της ροής κεφαλαίων, η έκθεση αναφέρει πως αυτή η εξέλιξη κατέστη εφικτή λόγω της σταδιακής αύξησης των τραπεζικών καταθέσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, το Ταμείο εμφανίζεται να στηρίζει την προσπάθεια για την πλήρη άρση των κεφαλαιακών περιορισμών, υπό τον όρο ότι κάτι τέτοιο θα γίνει σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του οδικού χάρτη και χωρίς να υπάρξει διαταραχή στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Xρέος
Στην έκθεση του, το ΔΝΤ χαρακτηρίζει «επαρκή» την ικανότητα της Ελλάδας να αποπληρώσει το χρέος σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο. Παρ’όλα αυτά, όμως, αναγνωρίζει ότι η ελληνική οικονομία έχει ορισμένες σημαντικές αδυναμίες, οι οποίες πρέπει να ληφθούν υπόψη, ενόψει μιας σειράς αυξανόμενων κινδύνων που έχουν αρχίσει να διαφαίνονται.
Όπως επισημαίνεται, οι εγχώριοι και οι εξωτερικοί κίνδυνοι έχουν επεκταθεί, ενώ ορισμένες «κληρονομιές της κρίσης», όπως το υψηλό δημόσιο χρέος και οι ευπαθείς ισολογισμοί του ιδιωτικού τομέα, εξακολουθούν να παραμένουν η «αχίλλειος πτέρνα» της ελληνικής οικονομίας.
Αναφορικά με τη σχέση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, η έκθεση του ΔΝΤ εκτιμά ότι θα κλείσει η ψαλίδα σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, καθώς υπολογίζεται ότι τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που έχουν συμφωνηθεί με τους Ευρωπαίους σε συνδυασμό την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ και την ελάφρυνση του χρέους, η οποία διασφαλίζεται από το ταμειακό απόθεμα και το χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης των δανείων, θα συμβάλει θετικά προς αυτή την κατεύθυνση.
Οπως εκτιμάται, τα μέτρα ελάφρυνσης που συμφωνήθηκαν στο Eurogroup τον περασμένο Ιούνιο, έχουν καταστήσει το χρέος βιώσιμο σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο.
«Το μεσοπρόθεσμο χρέος και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες φαίνονται διαχειρίσιμες. Η τάση του χρέους προς το ΑΕΠ είναι πτωτική, ενώ οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες θα παραμείνουν κάτω από το 15% του ΑΕΠ καθ ‘όλη την περίοδο αναφοράς», σημειώνεται στην έκθεση.
Όπως υπενθυμίζεται, η Ελλάδα εξήλθε από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα στήριξης με ένα μεγάλο ταμειακό απόθεμα, το πόσο του οποίου υπολογιζόταν σχεδόν στα 30 δισ. ευρώ ή στο 16% του ΑΕΠ στο τέλος του 2018. Το Ταμείο, ωστόσο, εκτιμά ότι το ταμειακό διαθέσιμο θα συρρικνωθεί το 2019 σε περίπου 23 δισ. ευρώ και τελικά θα περιοριστεί στα 10 δισ. ευρώ το 2024. «Οι ελληνικές Αρχές σχεδιάζουν τακτικές δανειοληψίες από τις αγορές και σταδιακή εξάντληση του ταμειακού τους αποθέματος», αναφέρεται συγκεκριμένα.
Επιπλέον, η πρόωρη εξόφληση μέρους των δανείων του ΔΝΤ αναμένεται ότι θα διαδραματίσει εποικοδομητικό ρόλο στη μεσοπρόθεσμη θετική πορεία του ελληνικού χρέους, καθώς γίνεται φανερό ότι η Ελλάδα εξετάζει πλέον το ενδεχόμενο να αποπληρώσει αυτό το ακριβό τμήμα του χρέους της. Μάλιστα, υπολογίζεται ότι οι προσαυξήσεις αυτών των δανείων μπορούν να αγγίξουν το ποσό των 5,68 δισ. ευρώ, ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, η Ελλάδα οφείλει στο Ταμείο 9,5 δισ. ευρώ.
Στο πλαίσιο αυτής της ευρύτερης στρατηγικής, το ΔΝΤ εκτιμά ότι ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους θα ακολουθήσει την επιλογή της μη εξόφλησης, αλλά της ανανέωσης όλο και μεγαλύτερων ποσών από τις εκδόσεις των έντοκων γραμματίων.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News