Ο ορυμαγδός που προκάλεσε η Συμφωνία των Πρεσπών, ανακατατάσσοντας τον κομματικό και πολιτικό χάρτη της χώρας, οδήγησε γρήγορα στη λήθη τις διαδηλώσεις των εκπαιδευτικών που πραγματοποιήθηκαν παράλληλα, κατά τη διάρκεια ψήφισης του νέου συστήματος «διορισμού» τους.
Η συζήτηση και οι αντιπαραθέσεις που προηγήθηκαν δεν παρουσίασαν πρωτοτυπία και περιορίστηκαν ανάμεσα σε δυο ομάδες εκπαιδευτικών. Απ’ τη μια, όσοι είχαν σημαντική προϋπηρεσία ως αναπληρωτές απαιτούσαν αυτή να αποτελέσει καθοριστικό κριτήριο για το διορισμό τους και απ’ την άλλη, όσοι διέθεταν ακαδημαϊκά προσόντα διεκδικούσαν αυτά να βαραίνουν στα κριτήρια διορισμού, ώστε να διατηρήσουν «ελπίδα στο όνειρο».
Οι Εκπαιδευτικές Ομοσπονδίες και ομάδες πανεπιστημιακών υποστήριξαν την πρώτη ομάδα, επειδή κάτι τέτοιο εξυπηρετούσε τα συμφέροντα τους. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία αποζητά σταθερά τις ψήφους των πολλών, άρα και των αναπληρωτών, ενώ μερικοί πανεπιστημιακοί διέκριναν την ευκαιρία ο «διορισμός» χωρίς συνυπολογισμό επιπλέον προσόντων να λειτουργήσει ως εγγύηση της «αξίας» των πτυχίων που χορηγούν οι σχολές τους, των οποίων οι απόφοιτοι προστίθενται στη στρατιά των ανέργων.
Οι αντιπολιτευόμενες την κυβέρνηση συνδικαλιστικές παρατάξεις βρήκαν την ευκαιρία να ανεβάσουν τα ποσοστά τους, ιδιαίτερα ανάμεσα στους αναπληρωτές. Ετσι, «απαίτησαν» την αύξηση των διορισμών κατά 50% σε σχέση με τους προτεινόμενους και απέρριψαν συλλήβδην το συνυπολογισμό των ακαδημαϊκών προσόντων στη μοριοδότηση των υποψηφίων. Επιπλέον, κατάγγειλαν το υπουργείο ως «μεταπράτη των σχεδίων ΟΟΣΑ και ΕΕ στην εκπαίδευση» και ανέσυραν τον μπαμπούλα της ατομικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, ενώ στη συνδικαλιστική αργκό ο συνυπολογισμός ονομάστηκε «προσοντολόγιο» για να καταγγελθεί με τη σειρά του ως «προάγγελος» της ατομικής αξιολόγησης.
Με δυο λόγια, «τι είχες, Γιάννη, τι ΄χα πάντα». Απλώς αυτή τη φορά, τα στελέχη του κυβερνώντος κόμματος, που μέχρι πρόσφατα πρωτοστατούσαν σε παρόμοιες κινητοποιήσεις, υπερασπίστηκαν την πρόταση του υπουργείου και αντιπαρατέθηκαν στους πρώην συναγωνιστές τους.
Ουδείς γνωρίζει πόσους εκπαιδευτικούς θα χρειαστούμε την επόμενη δεκαετία, ποιες ειδικότητες, σε ποιο αριθμό και τύπο σχολείων θα εργαστούν αυτοί και ποια πραγματικά προσόντα και δεξιότητες οφείλουν να διαθέτουν
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ουδείς ασχολήθηκε με το γεγονός ότι η πρόταση του υπουργείου έστειλε στα αζήτητα τον γραπτό διαγωνισμό του ΑΣΕΠ, που υπήρξε ο μοναδικός τρόπος «επιλογής» εκπαιδευτικών τις τελευταίες δεκαετίες, με τις όποιες αδυναμίες του. Οπως και κανείς δεν ασχολήθηκε με την πρόβλεψη αξιολόγησης των εκπαιδευτικών στο τέλος της δίχρονης, δόκιμης περιόδου διορισμού τους. Ολοι γνωρίζουν ότι «άμα τρουπώσεις» στο Δημόσιο, «τρούπωσες». Αλλωστε, κάτι τέτοιο προβλεπόταν πάντα, αλλά το σύνολο των «δόκιμων», με το πέρας της διετίας μονιμοποιούταν αυτόματα με τυπικές διαδικασίες.
Με άλλα λόγια, η συζήτηση για τον τρόπο πρόσληψης μονίμων εκπαιδευτικών στο δημόσιο επιβεβαίωσε ένα στοιχείο, δομικού χαρακτήρα, της νεοελληνικής ιδεολογίας: το «δικαίωμα» όλων των Ελλήνων «να διοριστούν» ως δημόσιοι υπάλληλοι, με βάση την ημερομηνία γέννησής τους και κάποιον τυπικό, ακαδημαϊκό τίτλο σπουδών. Κι αυτό ανεξάρτητα από τις όποιες πραγματικές ανάγκες, αφού, στην προκειμένη περίπτωση, ουδείς γνωρίζει πόσους εκπαιδευτικούς θα χρειαστούμε την επόμενη δεκαετία, ποιες ειδικότητες, σε ποιο αριθμό και τύπο σχολείων θα εργαστούν αυτοί και ποια πραγματικά προσόντα και δεξιότητες οφείλουν να διαθέτουν. Δηλαδή, για άλλη μια φορά, «γαία, πυρί μιχθήτω».
Βέβαια, ουδείς αγνοεί το γεγονός ότι η κρίση έχει οδηγήσει το σύστημα ανανέωσης και επάρκειας του εκπαιδευτικού προσωπικού σε κατάσταση παρατεταμένης ανωμαλίας. Αλόγιστοι διορισμοί αναπληρωτών, που σε προσωπικό επίπεδο δοκιμάζουν συνθήκες εργασιακής ανασφάλειας πάνω από μια δεκαετία, σχολεία απομακρυσμένων περιοχών που «λειτουργούν» σχεδόν αποκλειστικά με αυτούς και ανοίγουν τελευταία στιγμή -ενώ εκπαιδευτικοί αναζητούν εναγωνίως καταλύματα και κοιμούνται με υπνόσακους σε παραλίες- καμία βοήθεια και σχεδιασμός από τους ΟΤΑ κι ας είναι επιφορτισμένοι με την εύρυθμη λειτουργία των σχολείων, πλήρης έλλειψη ουσιαστικής διοικητικής εποπτείας και πολύ περισσότερο παιδαγωγικής καθοδήγησης και στήριξης των σχολείων και εκπαιδευτικών. Το mentroring, δηλαδή το απαραίτητο εργαλείο ένταξής των εκπαιδευτικών στο επάγγελμα, σχεδιάστηκε στο υπουργείο Παιδείας το 2011-12, αλλά πνίγηκε στη δίνη των πολιτικών αναταραχών της περιόδου, ενώ η ταφόπλακα, στην όποια παιδαγωγική καθοδήγηση και αξιολόγηση σχολείων και εκπαιδευτικών υπήρξε, μπήκε με την εκδικητική κατάργηση του θεσμού των Σχολικών Συμβούλων, επειδή ψέλλιζαν κάποιες λέξεις για την ανάγκη αξιολόγησης. Αποτέλεσμα; Το εκπαιδευτικό προσωπικό της χώρας γερνάει χωρίς φροντίδα συστηματικής, ενδοϋπηρεσιακού χαρακτήρα επιμόρφωσης, ανανέωση των γνώσεών του και εμπλουτισμό των δεξιοτήτων του.
Ετσι, το ξεχαρβάλωμα του Εκπαιδευτικού Συστήματος και η συνεχής και έμπρακτη υποβάθμιση του επαγγέλματος του Εκπαιδευτικού συνεχίζεται, με βαριές ευθύνες της Πολιτείας, των «συλλογικοτήτων» που προαναφέρθηκαν αλλά και των ίδιων των εκπαιδευτικών. Λίγες χιλιάδες μόνιμοι διορισμοί δεν θα σώσουν τίποτα, όσο «των οικιών ημών εμπιπραγμένων ημείς άδομεν», περί σχεδίων ΟΟΣΑ και ΕΕ, «τιμωρητικής» αξιολόγησης, δήθεν «στρεβλών συμπερασμάτων» όσα αφορά στη συνεχή πτώση της χώρας στις αξιολογήσεις της PISA κι άλλα.
Οσοι όμως έχουν στοιχειώδη γνώση των εκπαιδευτικών πραγμάτων γνωρίζουν ότι δύο είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ομαλή λειτουργία του Εκπαιδευτικού Συστήματος:
α) Ο επανασχεδιασμός του δικτύου σχολικών μονάδων σύμφωνα με τα νέα δημογραφικά δεδομένα, με στόχο τη συγκέντρωσή τους, γιατί κάτι τέτοιο θα επιδράσει αποτελεσματικά στην ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης, ενώ παράλληλα θα μειώσει το κόστος λειτουργίας της και
β) Η υλοποίηση ενός συστήματος πραγματικής εποπτείας και αξιολόγησης της εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών. Μόνο έτσι μπορεί να επιτευχθεί η στήριξή τους, η διαρκής εκπαίδευσή τους, αλλά και να τους προσφερθούν πραγματικά κίνητρα επαγγελματικής ανάπτυξης και καριέρας. Χωρίς αυτά, είναι αδύνατο να γνωρίζουμε ποιες είναι οι ανάγκες της χώρας σε σχολεία και εκπαιδευτικό προσωπικό, ποιο είναι το επίπεδο των Ελλήνων Εκπαιδευτικών και ποιο αυτό της Εκπαίδευσης που παρέχουμε ως Πολιτεία.
Η Πολιτεία όφειλε και οφείλει να επιλέξει τους καλύτερους ανάμεσα στους υποψήφιους, αφού κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι όλοι οι έχουν τις ίδιες ικανότητες, γνώσεις, δεξιότητες και, γιατί όχι, ταλέντο, για να γίνουν με τα χρόνια δάσκαλοι
Γιατί, μπορεί δικαίως όσοι αναπληρωτές έχουν ταλαιπωρηθεί για χρόνια να διεκδίκησαν τη «δικαίωσή» τους ή οι μη έχοντες διδακτική προϋπηρεσία, δικαίως και πάλι, να προτάσσουν το ακαδημαϊκό προφίλ τους ώστε για να διατηρήσουν «ελπίδες διορισμού», αλλά και οι δύο αυτές ομάδες προωθούν τα επιμέρους συμφέροντά τους. Ποιος, όμως, εκπροσώπησε το «γενικό συμφέρον» κατά τη διάρκεια της συζήτησης που προηγήθηκε στη Βουλή; Αυτό που αυτονόητα συνίσταται στο δικαίωμα του μαθητή –και μάλιστα του λιγότερα κοινωνικά και οικονομικά ευνοημένου- να έχει τον καλύτερο δυνατό δάσκαλο και του φορολογούμενου να μην πληρώνει άσκοπα χρήματα για μια υπηρεσία που ουδείς μπορεί να τον διαβεβαιώσει για την ποιότητά της και μάλιστα, όταν το κόστος ανά μαθητή ανέρχεται στο ύψος των διδάκτρων ενός καλού ιδιωτικού σχολείου; Ουδείς. Η αντιπολίτευση απλώς ψέλλισε κάτι περί ΑΣΕΠ, ενώ η κυβέρνηση έκλεισε το μάτι και μοίρασε υποσχέσεις για διορισμούς που καλά γνωρίζει ότι δεν θα υλοποιήσει.
Και βέβαια, δεν είναι ανάγκη να θυμίσουμε ότι η ποιότητα του εκπαιδευτικού ως άτομο συμβάλλει αποφασιστικά στην ποιότητα του προσφερόμενου εκπαιδευτικού έργου, ενίοτε και των αποτελέσμάτων του. Εξάλλου, το διαλαλούν οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί σε όλους τους τόνους. Συνεπώς, η Πολιτεία όφειλε και οφείλει να επιλέξει τους καλύτερους ανάμεσα στους υποψήφιους, αφού κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι όλοι οι έχουν τις ίδιες ικανότητες, γνώσεις, δεξιότητες και, γιατί όχι, ταλέντο, για να γίνουν με τα χρόνια δάσκαλοι. Μάλιστα, αν αναλογιστούμε ότι οι εκπαιδευτικοί που σχεδιάζεται να προσληφθούν (20.000) θα διδάξουν μέχρι το 2050-60, δηλαδή σε μια περίοδο κατά την οποία η γνώση και η εκπαίδευση αναδεικνύονται σε καθοριστικούς παράγοντες ανάπτυξης μιας χώρας, το ερώτημα «ποιος εκπροσώπησε το κοινό συμφέρον», κατά τη συζήτηση που προηγήθηκε, γίνεται βασανιστικό.
Είναι, λοιπόν, τουλάχιστον λυπηρό το γεγονός ότι για άλλη μια φορά στη χώρα μας, η συζήτηση για την επίλυση ενός σοβαρού ζητήματος περιορίστηκε ανάμεσα σε «κλειστές» επαγγελματικές ομάδες συμφερόντων και ουδείς αναρωτήθηκε τι πραγματικά διακυβεύεται στην προκειμένη περίπτωση. Ετσι, και πάλι σχεδιάσαμε το μέλλον με τους πλέον ξεπερασμένους όρους του παρελθόντος.
* Ο Νίκος Σαλτερής είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News