Ζωντανός μύθος της αρχιτεκτονικής, ο Φρανκ Γκέρι στις 28 Φεβρουαρίου πατάει τα 90 και όμως συνεχίζει να εργάζεται με την ίδια τόλμη και εφευρετικότητα που χαρακτηρίζουν το έργο του εδώ και χρόνια.
Δεν ξέρει τι θα πει να αποσύρεται κανείς και να συνταξιοδοτείται: «Αγαπώ τη δουλειά. Μου αρέσει να επεξεργάζομαι τα πράγματα. Λατρεύω την αλληλεπίδραση με τον πελάτη, νομίζω ότι είναι ένα παιχνίδι 50-50», λέει σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στον Guardian, «Μου αρέσει να κάνουμε αυτό που κάνουμε και να το ολοκληρώνουμε στο πλαίσιο του προϋπολογισμού και κάτω από αυτόν, κάτι που κανείς δεν πιστεύει, αλλά είναι αλήθεια».
Η φήμη του κορυφώθηκε διεθνώς το 1997 όταν εγκαινιάστηκε το μουσείο Γκούγκενχαϊμ στο Μπιλμπάο της Ισπανίας, ένα μνημειώδες κτίριο στις όχθες του ποταμού Νερβιόν με ασύμμετρους όγκους και καμπύλες επιφάνειες από τιτάνιο, με το οποίο ο Γκέρι απέδειξε ότι η αρχιτεκτονική μπορεί να αναζωογονήσει υποβαθμισμένες αστικές περιοχές, προκαλώντας μάλιστα στη συνέχεια το «εφέ του Μπιλμπάο», δηλαδή μια σειρά από ανάλογα πρότζεκτ που άρχισαν να γεννιούνται σε διάφορα μέρη του κόσμου.
Αυτή η φήμη όμως άργησε να έρθει: ήταν πάνω από 50 ετών όταν απογειώθηκε επαγγελματικά. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του ήταν γεμάτα πόνο και προσπάθεια. Όπως αποκαλύπτει ο Πολ Γκολντμπέργκερ, κριτικός αρχιτεκτονικής στο Vanity Fair και βιογράφος του κορυφαίου αρχιτέκτονα, ο Φρανκ Γκέρι είναι ένας ντροπαλός και ευαίσθητος άνθρωπος που υποφέρει εξίσου από έλλειψη αυτοπεποίθησης αλλά και από ένα τεράστιο Εγώ. Ποτέ, όμως, δεν φοβήθηκε να κάνει βουτιές στο άγνωστο.
Αλλαξε, για παράδειγμα, το επίθετό του από Γκόλμπεργκ σε Γκέρι. Τον έπεισε η πρώτη σύζυγός του, Ανίτα Σνάιντερ, Εβραία όπως κι εκείνος, που πίστευε ότι ένα όνομα λιγότερο εβραϊκό θα μπορούσε να τους προσφέρει μια κάποια προστασία από τον αντισημιτισμό. Και ο νεαρός αρχιτέκτονας που, τότε ακόμη, αγωνιζόταν για τα προς το ζην δέχτηκε πιστεύοντας ότι της το όφειλε.
Ο Φρανκ Οουεν Γκόλντμπεργκ όπως είναι το όνομά του γεννήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου του 1929 στο Τορόντο του Καναδά από Ρωσοεβραίους γονείς. Ο πατέρας του Ιρβινγκ Γκόλντμπεργκ είχε γεννηθεί στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης ενώ η μητέρα του ήταν Πολωνοεβραία μετανάστρια. Και η γιαγιά του από την πλευρά της μητέρας του, Λία Καπλάνσκι, ενέπνευσε στον μικρό Φρανκ το πάθος για την αρχιτεκτονική κατασκευάζοντας μαζί του «πόλεις από το μέλλον» με κομματάκια ξύλου από το κατάστημα του συζύγου της.
Το πιο σημαντικό του άλμα όμως το έκανε στο σπίτι στη Σάντα Μόνικα, όπου ζούσε μέχρι πρόσφατα με τη δεύτερη σύζυγό του Μπέρτα (τώρα κατοικούν σε ένα σπίτι που σχεδίασε ο γιος του). Το ανακαίνισε το 1970 με την απόλυτη έλλειψη σεβασμού στις συμβάσεις για την οποία αργότερα θα γινόταν διάσημος σε όλο τον κόσμο.
Η κατοικία, που προκάλεσε αντιδράσεις και απειλές από την πλευρά των γειτόνων του, μεταμορφώθηκε με τη χρήση ασυνήθιστων υλικών όπως κόντρα πλακέ, συρματόπλεγμα και κυματιστή λαμαρίνα αποκτώντας ακανόνιστους όγκους, ασυνήθιστες γωνίες και ακατέργαστες ακμές.
Μέχρι τότε ο Γκέρι σχεδίαζε όχι κακά -αλλά ούτε και τίποτα σπουδαίο- εμπορικά κτίρια, πολυκατοικίες, γραφεία, εμπορικά κέντρα, και παράλληλα, σπίτια και εργαστήρια για φίλους του καλλιτέχνες. Το 1980 κάλεσε στο σπίτι του έναν πελάτη του για να γιορτάσουν τα εγκαίνια του εμπορικού κέντρου που του είχε παραγγείλει, ένα όχι κακό έργο…
«Σου αρέσει αυτό;», τον ρώτησε ο πελάτης του και όταν ο Γκέρι απάντησε θετικά εκείνος του είπε δείχνοντας προς την κατεύθυνση του εμπορικού κέντρου: «Αν σου αρέσει αυτό, τότε μάλλον δεν σου αρέσει εκείνο. Γιατί λοιπόν το κάνεις;». Ο αρχιτέκτονας, που μόλις είχε πατήσει τα 50, σταμάτησε να ασχολείται με εμπορικά πρότζεκτ και άρχισε σχεδόν από την αρχή.
Οταν η κρίση της μέσης ηλικίας πέρασε, άρχισε για τον Γκέρι μια πραγματικά παραγωγική περίοδος. Μπορεί να ταλαιπωρήθηκε οικονομικά, έχτισε όμως τη φήμη του αρχικά σχεδιάζοντας μικρά έως μεσαία έργα: περισσότερες κατοικίες, πανεπιστημιακά κτίρια (όπως τα κτίρια της νομικής σχολής Loyola στο Λος Αντζελες και το ερευνητικό κέντρο Πληροφορικής του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια), μια βιβλιοθήκη στο Χόλιγουντ, ένα ενυδρείο στο Σαν Πέδρο, ένα παγοδρόμιο, το χωριό της Ντίσνεϊλαντ στη Γαλλία, το εύκαμπτο κτίριο «Dancing House ή Fred and Ginger» στην Πράγα, που θυμίζει χορευτικό ζευγάρι.
Αλλά μετά τον θρίαμβο του μουσείου Γκούγκενχαϊμ στο Μπιλμπάο, ακολούθησε μια πραγματική αρχιτεκτονική έκρηξη, και μια σειρά από εμβληματικά κτίρια με διεθνή απήχηση, όπως το μεταμοντέρνο κτιριακό συγκρότημα «Der Neuer Zollhof» στο λιμάνι του Ντίσελντορφ στον Ρήνο, ο εννεαόροφος πύργος «Gehry» στο Ανόβερο κατά παραγγελία της διεύθυνσης των αστικών συγκοινωνιών της πόλης (üstra), το λαμπερό «Walt Disney Concert Hall» στο κέντρο του Λος Αντζελες, το «Biomuseo», το πολύχρωμο Μουσείο Βιοποικιλότητας στον Παναμά, το campus Facebook αλλά και το κτίριο «Fondation Louis Vuitton» στο Παρίσι.
Η δημοσιότητα του αρέσει, ο Γκέρι κάνει παρέα με σταρ όπως ο Χάρισον Φορντ και ο ράπερ Τζέι Ζι, στον κόσμο του, όμως, υπάρχουν και συναντήσεις με πολιτικούς που θεωρεί τουλάχιστον ανέντιμους. «Συνειδητοποίησα ότι ήταν ένα τέρας» είπε στον Guardian για τον πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μετά από ένα μήνα συνεργασίας μαζί του, ο πρόεδρος της Βενεζουέλας Νικολάς Μαδούρο του φάνηκε «τρομακτικός» ενώ για τον Μπόρις Τζόνσον δεν δίστασε να πει «τι μ@λ@κ@ς»… .
Οταν ο Ντόναλντ Τραμπ του πρότεινε να σχεδιάσει τον ψηλότερο ουρανοξύστη στη Νέα Υόρκη, ο Γκέρι αρνήθηκε. «Απλά δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την απόρριψη. Είπε: “Θα τον κάνω με ή χωρίς εσένα”, και μου έκλεισε την πόρτα στα μούτρα», λέει. Αργότερα, όταν έτυχε να συναντηθούν σε κάποιο δείπνο, ο Τραμπ γύρισε την καρέκλα του έτσι ώστε ο Γκέρι να βλέπει την πλάτη του: «Του είπα, “Δεν χρειάζεται να το κάνετε αυτό. Να είστε ευγενικός”, απάντησε, “δεν σε χρειάζομαι”». Αλλά δεν έκτισε ποτέ τον ουρανοξύστη.
Φέτος θα γιορτάσει τα 90 γενέθλιά του στην συναυλιακή «Αίθουσα Πιέρ Μπουλέζ», το στολίδι του Βερολίνου που ολοκληρώθηκε πριν από δύο χρόνια, ο ίδιος άλλωστε πρωτοστάτησε στον σχεδιασμό της. Είναι τμήμα της νέας Ακαδημίας Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ – Εντουαρντ Σαΐντ, που άρχισε να λειτουργεί το 2016 στο Βερολίνο, ενσαρκώνοντας το κοινό ανθρωπιστικό όραμα για μουσική παιδεία και ίσες ευκαιρίες του ισραηλινού αρχιμουσικού και του αείμνηστου παλαιστίνιου διανοούμενου.
«Είμαι άθεος», δηλώνει ο κορυφαίος αρχιτέκτονας. Δεν διστάζει να αποκαλύψει ότι δεν νοιάζεται για θρησκευτικά θέματα αλλά και ότι δεν αισθάνεται καλά με όλα όσα συμβαίνουν στο Ισραήλ. «Ακουσα ότι ο Ντάνιελ και ο Εντουαρντ Σαΐντ είχαν μια πρόταση, να συνομιλήσουν μέσω της μουσικής. Ηταν κάτι στο οποίο πίστευα απόλυτα». Και έτσι όταν του ζητήθηκε να σχεδιάσει την αίθουσα συναυλιών ανέλαβε με ενθουσιασμό το πρότζεκτ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News