Είναι χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της κουλτούρας που περιφρονεί -ή και απεχθάνεται- τα λαϊκά σπορ. Σε ένα κουΐζ του τύπου, «ποιος από τους παρακάτω καλλιτέχνες έχει παίξει μπάσκετ σε επίπεδο Α’ Εθνικής;», ο Γιώργος Λάνθιμος θα ήταν ο τελευταίος ύποπτος. Να, όμως, που όλοι έχουμε κάποιο «ένοχο μυστικό» (για να θυμηθούμε την ταινία του Ρόμπερτ Ζεμέκις). Το δικό του αποκαλύφθηκε σε μια σπάνια συναστρία γεγονότων. Οταν, την Παρασκευή, «έχασε» τον πατέρα του, παλιά δόξα του μπάσκετ, λίγες μέρες αφότου η τελευταία του δουλειά («The favourite» – «Η Ευνοούμενη») προτάθηκε για Οσκαρ σε δέκα κατηγορίες της Ακαδημίας κινηματογράφου.
Ο διάσημος σκηνοθέτης δεν μιλάει πολύ. Ιδίως για το μπασκετικό του παρελθόν δεν έχει πει κουβέντα. Από τη μέρα που παράτησε την πορτοκαλί μπάλα για να ακολουθήσει το όνειρό του, έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. Κανείς, ποτέ, δεν τον είδε στο γήπεδο. Τον αθλητισμό τον συνάντησε ξανά μόνο για χάρη της τέχνης του, όταν εργάστηκε για τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας (2004).
Πολύ λίγοι γνώριζαν. Ακόμη λιγότεροι τον έχουν δει να παίζει μπάσκετ. Οι συμπαίκτες και οι προπονητές του στο Παγκράτι, και οι τακτικοί θαμώνες του Γυμναστηρίου του Μετς στις αρχές των ’90s. Αλλωστε, ο νεαρός με το μακρύ, κατσαρό μαλλί και το εφηβικό χνούδι στο σαγόνι, που παρίστανε το μούσι, δεν εμφανίστηκε παρά μόνον τρεις φορές με την ανδρική ομάδα: τις μέρες της μεγάλης απεργίας των επαγγελματιών καλαθοσφαιριστών (Οκτώβριος – Νοέμβριος 1991), που υποχρέωσε τους συλλόγους να αγωνιστούν με τα «δεύτερα». Επαιξε, στο σύνολο, 80 λεπτά. Πέτυχε επτά πόντους και μάζεψε εννέα ριμπάουντ.
Ηταν μόλις 18 ετών. Είχε το ύψος (σχεδόν 1,90) και το γονίδιο (του πατέρα του, Αντώνη), όμως του έλειπε η «φλόγα» – το μυαλό του ταξίδευε αλλού. Ο Λάνθιμος senior, μεγάλη δόξα του Παγκρατίου των ’60s και των ’70s, προσπαθούσε από καιρό να του μεταδώσει το μικρόβιο του μπάσκετ, αν και γνώριζε το «κόλλημα» του γιου του με τον κινηματογράφο. Ως κόουτς, πλέον, μετά το 1977, τον έπαιρνε μαζί του στα γήπεδα και συχνά τον έβαζε να καθίσει στον πάγκο της ομάδας που προπονούσε (τότε τα πράγματα ήταν πολύ χαλαρά). Κάποια στιγμή, πίστεψε ότι τα είχε καταφέρει. Βοήθησε και το έπος του Ευρωμπάσκετ ’87. Ο μικρός Λάνθιμος (στα 14), μαγεμένος από τον Γκάλη, τον Γιαννάκη και τ’ άλλα παιδιά, ζήτησε να αρχίσει προπονήσεις. Γράφτηκε στο Εφηβικό του Παγκρατίου.
Προόδευσε θεαματικά, χάρη στην εργατικότητα, τη συνέπεια και την υπευθυνότητά του. Αλλά, όταν ήρθε η ώρα να «χτυπήσει την πόρτα» της πρώτης ομάδας, το μομέντουμ δεν ήταν ευνοϊκό. Το 1990-1991 η λήξη της κανονικής περιόδου βρήκε το Παγκράτι στη δέκατη θέση, με έξι νίκες και 16 ήττες. Στο επόμενο Πρωτάθλημα (το τελευταίο που διοργάνωσε η Ελληνική Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης) το Παγκράτι κατέλαβε την προτελευταία θέση της τελικής βαθμολογίας. Επιπλέον, ο «μικρός» δυσκολευόταν να βρει θέση στη βασική πεντάδα του Απόστολου Κόντου, δίπλα σε παίκτες όπως ο Μπακατσιάς, ο Τζαλαλής, ο Καλαμπάκος, ο Χάρισον, ο Ρέλφορντ, ο Σάρκιν και ο σημερινός προπονητής της Εθνικής Ανδρών, Θανάσης Σκουρτόπουλος.
Ο Σάκης Τζαλαλής τον θυμάται αμίλητο, σοβαρό, να απέχει από τις «πλάκες» και τα «πηγαδάκια» των αποδυτηρίων. Κι όταν άνοιγε το στόμα του, ήταν για να αφηγηθεί ένα σενάριο που είχε σκαρώσει στο μυαλό του. Για το επόμενο παιχνίδι, την εξέλιξη του Πρωταθλήματος, κ.λπ. Ηταν φανερό, ότι το μέλλον του δεν ήταν το γήπεδο του Μετς.
Τη μεγάλη απόφαση την πήρε στα 19 του, όταν «έχασε» τη μητέρα του. Αυτό το τραγικό γεγονός -φαίνεται πως- υπήρξε η αφορμή για έναν επαναπροσδιορισμό, που τον οδήγησε μακριά από τον αθλητισμό και τα Οικονομικά, που είχε αρχίσει να σπουδάζει: στη Σχολή Σταυράκου, στα βίντεο-κλιπς, στη διαφήμιση, στο θέατρο και, εν τέλει, στην Εβδομη Τέχνη. Ο εκκολαπτόμενος σκηνοθέτης παράτησε το μπάσκετ στη χαραυγή του πρώτου επαγγελματικού πρωταθλήματος (1992-1993), κι ο πατέρας του δεν προέβαλε καμία αντίσταση: «Κάνε ό,τι θες, αρκεί να είσαι ευτυχισμένος».
Αυτό έκανε και στη δική του ζωή. Ο Αντώνης Λάνθιμος ήταν ένας σπουδαίος παίκτης, ένας χαρισματικός φόργουορντ με εξαιρετική τεχνική και «αέρινο» λέι-απ. Τον αποκαλούσαν «Γοργόνα», για την ευελιξία και την πλαστικότητα της κίνησής του. Επαιξε στην Εθνική του μπάσκετ, αλλά και του βόλεϊ. Ομορφάντρας, κοντά στα δύο μέτρα (1,93), περιζήτητος στις γυναίκες, γλεντζές, μπον-βιβέρ, η ψυχή της παρέας. Οταν αποσύρθηκε από τα γήπεδα, εργάστηκε ως γυμναστής σε ένα από τα μεγαλύτερα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια.
Ο Φίλιππος Συρίγος, που ήταν φίλος του, τον είχε ρωτήσει σε μια συνέντευξη στην «Ελευθεροτυπία» εάν τον ενοχλεί που ο γιος του τράβηξε διαφορετικό δρόμο από τον δικό του. Ο κυρ-Αντώνης του είχε απαντήσει με μια προφητεία: «Αυτός δεν είναι ρέμπελος, σαν εμένα. Είναι σοβαρός και υπεύθυνος. Να το θυμάσαι, θα κάνει σπουδαία πράγματα στη ζωή του». Την περασμένη Τρίτη, που έμαθε για τα νέα κατορθώματα του Γιώργου, δεν θα του έμεινε καμία αμφιβολία: το παιδί του διάλεξε το σωστό «γήπεδο».
Ο Αντώνης Λάνθιμος ζούσε από το 2000 στο Πόρτο Ράφτη και αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας. Εδώ και τρεις μήνες έμενε στο παλιό του σπίτι, στη Δάφνη, για να βρίσκεται κοντά στα νοσοκομεία. Ο τελευταίος άνθρωπος από την «παλιοπαρέα», που επικοινώνησε μαζί του, ήταν ο Νίκος Σισμανίδης. Ο Αντώνης ήθελε να μάθει σε ποιο κανάλι μπορούσε να παρακολουθήσει τον αγώνα του Τσιτσιπά με τον Ναδάλ…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News