Το πρώτο που αντικρίζει κάποιος με το που εισέρχεται στην εντυπωσιακή κατοικία του, είναι ένα μικρό άγαλμα. Με μια δεύτερη ματιά αντιλαμβάνεται πως πρόκειται για μια ρεπλίκα μικρότερων διαστάσεων του αγάλματος που δεσπόζει στην είσοδο των στούντιο του BBC στο Portland Place του Λονδίνου, πίσω από το οποίο είναι χαραγμένη η φράση «εάν η ελευθερία έχει κάποιο νόημα, τότε αυτό είναι το δικαίωμα να λες στους ανθρώπους αυτό που δεν θέλουν να ακούσουν», όπως είχε αποφανθεί πριν από πολλά χρόνια ο Τζορτζ Οργουελ.
«Πριν από καιρό ζήτησα ένα αντίγραφο για μένα» μας πληροφορεί, μιλώντας στον Αντονέλο Γκουερέρα της ιταλικής La Repubblica, ο Ρίτσαρντ Ορέισιο Μπλερ, ο μοναδικός γιος του θρυλικού συγγραφέα τον οποίο υιοθέτησε ο Οργουελ τον Ιούνιο του 1944 από μια Αγγλίδα που είχε χάσει τον σύζυγό της στον του Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Οπότε ο Μάρτιν Τζένινγκς», ο άνθρωπος που σμίλεψε το άγαλμα του Οργουελ για το BBC, «συμφώνησε, και ιδού, εδώ, ο πατέρας μου ο Τζορτζ».
Ο συγγραφέας της «Φάρμας των Ζώων» και του «1984», το πραγματικό όνομα του οποίου ήταν Ερικ Αρθουρ Μπλερ, επέλεξε το ονοματεπώνυμο Τζορτζ Οργουελ επειδή θεωρούσε ότι ήταν πιο εύηχο και, κυρίως, διότι δεν ήθελε να αμαυρώσει το όνομα της οικογένειάς του την περίοδο που διαβίωνε σε κατάσταση απόλυτης πενίας. Αλλά ο 74χρονος σήμερα Ρίτσαρντ Μπλερ δεν θέλησε ποτέ να υιοθετήσει το επίθετο με το οποίο έγινε γνωστός ανά την υφήλιο ο πατέρας του. «Δεν αισθανόμουν αντάξιος. Αλλωστε πάντα προτιμούσα να ζω στο παρασκήνιο» είπε.
Οσον αφορά το «1984», ο Ρίτσαρντ Μπλερ ζει στο ίδιο σπίτι στην κομητεία του Γουόρικσερ από τη χρονιά που εκδόθηκε το αριστούργημα του πατέρα του. Ο Οργουελ συνέλαβε την ιδέα στον πυρήνα του αδυσώπητου μυθιστορήματος του αμέσως μετά την υιοθεσία του Ρίτσαρντ, ενώ ολοκλήρωσε τη συγγραφή του τον Δεκέμβριο του 1948 στο νησί Τζούρα της Σκωτίας. Πώς, όμως, έφθασε έως εκεί, έχοντας πάρει μαζί και τον θετό γιο του.
«Πρόκειται για μια πολύ στενόχωρη ιστορία» προειδοποίησε τον ιταλό συνομιλητή του ο επικεφαλής σήμερα, του The Orwell Foundation, του ιδρύματος που διαχειρίζεται την τεράστια κληρονομιά ενός από τους πιο διαβασμένους συγγραφείς στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Είναι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1940 και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος μαίνεται στην Ευρώπη. Ο Οργουελ είναι πατριώτης και θα ήθελε να πάει στο μέτωπο. Αλλά αδυνατεί, λόγω της κλονισμένης υγείας του. Μετά τον Ισπανικό Εμφύλιο (κατά τον οποίο τραυματίστηκε από σφαίρα στον λαιμό) και τον «Φόρο τιμής στην Καταλονία», ο συγγραφέας και δημοσιογράφος ανακαλύπτει ότι έχει προσβληθεί από φυματίωση η οποία δεν θα τον εγκαταλείψει ποτέ, δημιουργώντας του διαρκώς σοβαρά προβλήματα υγείας. Θα βρεθεί τελικά στα πεδία των μαχών ως ανταποκριτής της εφημερίδας Observer, ενώ εξακολουθεί να εργάζεται για το BBC, στο ραδιόφωνο και στο τμήμα αντιναζιστικής προπαγάνδας. Η πρώτη του μεγάλη παγκόσμια επιτυχία, «Η φάρμα των ζώων», κυκλοφόρησε 17 Αυγούστου 1945.
Πέντε μήνες νωρίτερα, ωστόσο, ενώ ο Οργουελ βρίσκεται στην Κολωνία για τις ανάγκες ενός άρθρου του, πεθαίνει η σύζυγός του Αϊλιν λόγω επιπλοκών της υστερεκτομής στην οποία είχε υποβληθεί. «Τότε πολλοί φίλοι του πατέρα μου άρχισαν να του λένε “άσε αυτό το υιοθετημένο παιδί”, “δεν μπορείς να το κρατήσεις στην κατάστασή σου, δίχως τη γυναίκα σου”, “ξέχασέ το”» θυμάται ο Ρίτσαρντ, «αλλά εκείνος με είχε αγαπήσει πάρα πολύ γιατί ήξερε ότι δεν μπορούσε να αποκτήσει παιδιά, και παρότι ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση, μου είπε πως δεν θα με εγκαταλείψει ποτέ. Αντιθέτως, εγκατέλειψε το BBC για να με κρατήσει κοντά του. Φυσικά, πάντα από απόσταση. Οι αγγλικές οικογένειες εκείνης της εποχής δεν ήταν ιδιαίτερα διαχυτικές, ενώ ο πατέρας μου ανησυχούσε μην τυχόν μου μεταδώσει κάποια ασθένεια. Θα ήθελα μια αγκαλιά παραπάνω. Αλλά εάν είμαι σήμερα υγιής, το οφείλω και στον πατέρα μου».
Ο Οργουελ γνωρίζει πως δεν έχει πολύ χρόνο στη διάθεσή του. Αφότου τον απέρριψαν αρκετές γυναίκες τις οποίες προσέγγισε μετά τον θάνατο της συζύγου του και έχοντας χάσει πρόσφατα και την Μάρτζορι, τη μεγαλύτερη αδελφή του, αποφασίζει την άνοιξη του 1946 να εγκαταλείψει τα πάντα στο Λονδίνο και να μετακομίσει στη Τζούρα, στο πέμπτο μεγαλύτερο νησί του συμπλέγματος των Εβρίδων, στη Σκωτία, ώστε να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη συγγραφή του «1984». Θα το συνοδεύσουν η μικρότερη αδελφή του Εϊβριλ, ο σύζυγός της Μπιλ Νταν, τα παιδιά τους και, φυσικά, ο μικρός Ρίτσαρντ. «Θυμάμαι το διαρκές τικ τακ της γραφομηχανής στο πάνω δωμάτιο. Οταν ήταν καλά, ο μπαμπάς έγραφε όλο το πρωί και κατέβαινε για να φάμε όλοι μαζί μεσημεριανό. Διαφορετικά δεν τον έβλεπα μέχρι το βράδυ, και αυτό δεν μου άρεσε» μας πληροφορεί σήμερα ο θετός γιος του.
Οι αναμνήσεις του Ρίτσαρντ από τα χρόνια που έζησε με τον πατέρα του είναι λίγες αλλά εξακολουθεί να τις φυλάει ως κόρην οφθαλμού. Θυμάται, για παράδειγμα, την ημέρα, το καλοκαίρι του 1947, που κινδύνεψαν να πνιγούν στον κόλπο του Κοριβρέκαν, όταν η βάρκα στην οποία επέβαιναν μαζί με τρία από τα ανίψια του Οργουελ άρχισε να μπάζει νερά, με αποτέλεσμα να αναποδογυρίσει. Και σίγουρα δεν μπορεί να ξεχάσει την τελευταία φορά που πατέρας και γιος βρέθηκαν μόνοι τους και πραγματικά μαζί.
Ο Οργουελ έχει μόλις ολοκληρώσει το τελευταίο του μυθιστόρημα και βρίσκει τον τίτλο του, «1984», αντιστρέφοντας τη θέση των δύο τελευταίων ψηφίων του τρέχοντος (τότε) έτους. Η ασθένεια που τον ταλαιπωρεί, ωστόσο, τον έχει γονατίσει. Στα μέσα του 1949 κατά τη μεταφορά του από την Τζούρα σε νοσοκομείο της ηπειρωτικής χώρας «το αμάξι μας έπαθε λάστιχο. Η Εϊβριλ και ο Μπιλ προσπαθούσαν να φτιάξουν το λάστιχο και εγώ έμεινα μόνος με τον πατέρα μου. Κατά την αναμονή, μου μιλάει και μου απαγγέλλει ποιήματα, πιθανώς αυτοσχέδια. Αυτή είναι η τελευταία μου πραγματική στιγμή με τον πατέρα μου»
Ο Τζορτζ Οργουελ πέθανε στο νοσοκομείο την 21 Ιανουαρίου του 1950 σε ηλικία 46 ετών, ενώ ο Ρίτσαρντ θα το μάθει από το BBC. Αφησε το σύνολο του έργου του στη Σόνια Μπρόμγουελ, δεύτερη και τελευταία σύζυγό του, την οποία παντρεύτηκε μόλις τρεις μήνες πριν από τον θάνατό του, με μοναδική προϋπόθεση να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του γιου του.
«Εκείνη, ωστόσο, δεν ήθελε να ασχοληθεί ιδιαίτερα μαζί μου» θυμάται σήμερα ο Ρίτσαρντ, ο οποίος κατέληξε τελικά να μεγαλώσει με τους θείους του. Μετά τον θάνατο της Σόνιας (ήταν η πηγή έμπνευσης, σύμφωνα με πολλούς, για την Τζούλια του «1984») το ίδρυμα και η λογοτεχνική κληρονομιά του Οργουελ κατέληξαν στα χέρια του θετού γιου του.
Ο Μπλερ απέφυγε να μιλήσει λεπτομερώς για τα τεράστια κέρδη που εξακολουθεί να αποκομίζει από τη διαχείριση του ονόματος και του έργου του πατέρα του. Αλλά θέλησε να υπογραμμίσει: «στην Αμερική θα διαχειρίζομαι τα δικαιώματα των έργων του τουλάχιστον είκοσι χρόνια ακόμη». Και να συμπληρώσει: «ειδικά στις ΗΠΑ, αφότου η σύμβουλος του Τραμπ Κέλιαν Κόνγουεϊ μίλησε, τον Ιανουάριο του 2017, για “εναλλακτικά γεγονότα”, οι πωλήσεις του “1984” αυξήθηκαν κατά 10.000% σε έξι μήνες».
Στην κατοικία του ο Ρίτσαρντ Μπλερ φυλάει αρκετά κειμήλια του πατέρα του. Μεταξύ αυτών, ο ίδιος ξεχωρίζει το πιστοποιητικό γέννησής του, γιατί διακρίνεται ακόμα το σημείο όπου ήταν γραμμένο το αρχικό επίθετό του και το οποίο έκαψε ο Οργουελ με το τσιγάρο του, για να το κόψει στη συνέχεια με προσοχή και να το πετάξει. «Για αυτόν τον λόγο δυσκολεύτηκα τόσο πολύ να φτάσω έως τους φυσικούς γονείς μου. Αλλά το βλέπετε πόσο πολύ με αγαπούσε και πόσο ήθελε να μείνω μαζί του. Είμαι ο συνηθισμένος γιος ενός εξαιρετικού ανθρώπου» σχολιάζει ο Μπλερ.
Στενοχωριέται, ωστόσο, γιατί από το αρχείο μέσω του οποίου μπόρεσε να μάθει καλύτερα τον πατέρα του, λείπει ένα σημαντικό κομμάτι: τα ημερολόγια και οι φωτογραφίες του Οργουελ από τον Εμφύλιο της Ισπανίας.
«Του τα κλέψανε οι πράκτορες της NKWD (σ.σ.: σοβιετική μυστική υπηρεσία), και πέραν τούτου δεν γνωρίζουμε τίποτα. Ξέρουμε ότι βρίσκονται στη Μόσχα, αλλά η Ρωσία δεν μας παρέχει πρόσβαση στα αρχεία. Εμένα μου αρκούν ακόμα και φωτοαντίγραφα. Είναι το τελευταίο που θα ήθελα να μάθω για τον πατέρα μου, τον μοναδικό που μου λείπει από εκείνον» δηλώνει, γνωρίζοντας ωστόσο ότι, κατά πάσα πιθανότητα, οι προσωπικές εντυπώσεις του πατέρα του από τον Ισπανικό Εμφύλιο θα μείνουν για πάντα στη Ρωσία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News