Για να απαντήσει κανείς στο ερώτημα του τίτλου, πρέπει να είναι σε θέση να ορίσει τι είναι ο κεντροαριστερός ψηφοφόρος. Και για να μην μπλέξουμε με διάφορα κριτήρια, ας ακολουθήσουμε ένα και ασφαλές. Είναι ο ψηφοφόρος ο οποίος, από το 1981 και μετά, ψήφιζε σταθερά το ΠΑΣΟΚ σε όλες τις εκδοχές και με όλες τις ηγεσίες του. Προσοχή, σ’ αυτήν την κατηγορία δεν εντάσσουμε τους περιστασιακούς ή περιφερόμενους ή κυμαινόμενους ψηφοφόρους, αυτοί πάνε πότε στη μία και πότε στην άλλη πλευρά, πάνε «με το γκουβέρνο». Μιλάμε για την σταθερή εκλογική βάση, η οποία έδωσε, για τελευταία φορά το 2009, την εκλογική νίκη στο ΠΑΣΟΚ υπό τον Γιώργο Παπανδρέου.
Εκτοτε όλα άλλαξαν. Το 2012 οι ψηφοφόροι αυτοί διχάστηκαν και μοιράστηκαν. Το μεγάλο κομμάτι πήγε στον ΣΥΡΙΖΑ κι ένα μικρότερο έμεινε στο ΠΑΣΟΚ. Το 2015 επήλθε η ολική ανατροπή. Ο ΣΥΡΙΖΑ απορρόφησε σχεδόν το σύνολο της εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ, στο οποίο έμεινε κάτι λιγότερο από το 5%.
Για τον κεντροαριστερό ψηφοφόρο ερίζουν σήμερα οι πάντες. Και τα δύο κόμματα εξουσίας, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ και το εναπομείναν ΠΑΣΟΚ με την μορφή του Κινήματος Αλλαγής.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, διότι μόνο αν καταφέρει να τους κρατήσει, θα έχει ελπίδες είτε να παραμείνει κόμμα εξουσίας (μετά από νέες εκλογές) είτε να διατηρηθεί ισχυρός στην αντιπολίτευση.
Η ΝΔ, διότι αν καταφέρει να αποσπάσει ένα κομμάτι τους, μπορεί να αγγίξει την αυτοδυναμία, υπό προϋποθέσεις.
Το ΚΙΝΑΛ, διότι αν δεν καταφέρει να επαναπατρίσει έστω ένα μικρό ποσοστό από όσους το εγκατέλειψαν, μπορεί να το περιμένουν δυσάρεστες εκπλήξεις.
Για να προσεγγίσει κανείς, με σχετική ασφάλεια, τη συμπεριφορά αυτών των ψηφοφόρων, πρέπει να επισημάνει τόσο τα χαρακτηριστικά τους όσο και τα κριτήρια με τα οποία θα ψηφίσουν. Το πρώτο είναι σχετικά εύκολο, το δεύτερο όχι. Οι ψηφοφόροι αυτοί είναι αυτό που λέμε αντιδεξιοί, ειδικά οι μεγαλύτερες ηλικίες που γαλουχήθηκαν έτσι στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 (αντιστοίχως είχαμε τους αντι-ΠΑΣΟΚ ψηφοφόρους, κυρίως της ΝΔ, των δεκαετιών του ’80 και του ’90). Αυτοί οι ψηφοφόροι, οι αντιδεξιοί, δεν ψηφίζουν Δεξιά. Δεν μπορεί να ελπίζει σ’ αυτούς ο κ. Μητσοτάκης. Το πιθανότερο είναι να ξαναπάνε στην κάλπη του ΣΥΡΙΖΑ, γι’ αυτό ο κ. Τσίπρας φροντίζει να τσιγκλάει διαρκώς τα αντιδεξιά αντανακλαστικά τους.
Οσοι δεν επηρεάζονται καθοριστικά από τέτοια σύνδρομα, θα επιλέξουν με άλλα κριτήρια, οικονομικά και κοινωνικά. Θα συγκρίνουν τις δύο περιόδους (2010-2014 των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ και 2015-2019 του ΣΥΡΙΖΑ) και, κυρίως, θα αξιολογήσουν τι τους περιμένει με τη μία ή την άλλη κυβερνητική εκδοχή.
Αν νιώθουν ότι ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ τους «αποτέλειωσαν», όπως λέει σύσσωμη αντιπολίτευση, τότε η ΝΔ του κ. Μητσοτάκη θα πιάσει την αυτοδυναμία και μαζί με το ΚΙΝΑΛ της κυρίας Γεννηματά (το οποίο κάτι θα «τσιμπήσει») θα καθορίσουν άνετα τις πολιτικές εξελίξεις για ολόκληρη την τετραετία.
Αντιθέτως, αν ισχύει ότι η οικονομική και κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης Τσίπρα όχι μόνο δεν «αποτέλειωσε», αλλά προστάτεψε καλύτερα τα θύματα των Μνημονίων (άπορους, νεόπτωχους αλλά και μικρομεσαίους, που φοβούνται ότι μπορεί να έχουν την τύχη των πρώτων), που αποτελούν την εκλογική πλειοψηφία, τότε η κάλπη μπορεί να κρύβει εκπλήξεις.
Και τώρα το τελευταίο ερώτημα; Τι μπορεί να ελπίζει το κόμμα που επί τρείς δεκαετίες κυριάρχησε με την ψήφο των κεντροαριστερών ψηφοφόρων; Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ βρίσκεται σήμερα μπροστά σε ένα υπαρξιακό δίλημμα:
-Το μικρό κομμάτι των σημερινών ψηφοφόρων του- και κυρίως το στελεχικό δυναμικό του- είναι αντι-ΣΥΡΙΖΑ. Αν μείνει μόνο με αυτούς, μπορεί να επιβιώσει απλώς εκλογικά, αν και θα είναι μεγάλος ο πειρασμός κάποιων να πάνε στη ΝΔ, ώστε «να φύγουν αυτοί» (οι του ΣΥΡΙΖΑ), κατά την έκφραση της κυρίας Γεννηματά.
-Ομως, το μεγάλο κομμάτι βρίσκεται στον ΣΥΡΙΖΑ και, αν δεν καταφέρει να επαναπατρίσει έστω λίγους, το μέλλον θα είναι δυσοίωνο. Σ’ αυτούς απευθύνονται οι κατά καιρούς αντιδεξιές ατάκες της κυρίας Γεννηματά, στο πλαίσιο του στόχου «να μην έρθουν οι άλλοι» (οι της ΝΔ). Αυτόν τον στόχο εξυπηρετεί και η πρόσφατη αναφορά Μαλέλη στον «όλεθρο» που θα φέρει μια κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Βεβαίως, έχουμε να κάνουμε με ένα διπλό στόχο με αρκετά αντιφατικά στοιχεία. Από τη μια έχουμε τον στόχο της «στρατηγικής ήττας» του ΣΥΡΙΖΑ, όπως τον έχει ορίσει ο κ. Βενιζέλος. Oμως, αυτό εξ αντικειμένου οδηγεί στην «στρατηγική νίκη» της ΝΔ. Από την άλλη, αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα φέρει τον -κατά Μαλέλη- «όλεθρο», το μόνο που μπορεί να τον αποτρέψει είναι η επανεκλογή του ΣΥΡΙΖΑ. Και στις δύο περιπτώσεις το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ δεν μπορεί να ελπίζει σε κέρδη. Η πολιτική των ίσων αποστάσεων, που επιχειρεί να ακολουθήσει εσχάτως η ηγεσία του, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα απώλειες και προς τις δύο κατευθύνσεις, αριστερή και δεξιά. Ομολογουμένως δύσκολη άσκηση ισορροπίας.
Ο κ. Τσίπρας και ο κ. Μητσοτάκης ξέρουν τι θέλουν και επιδιώκουν. Έχουν ξεκάθαρο στόχο σε σχέση με τους κεντροαριστερούς ψηφοφόρους, οι οποίοι θα κρίνουν τα πάντα στις προσεχείς εκλογές. Αυτό που πελαγοδρομεί είναι το κόμμα που μεγάλωσε και κυριάρχησε με την ψήφο αυτών των ψηφοφόρων. Η στάση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ θυμίζει αυτό που λέει μια γιαπωνέζικη παροιμία: «Αυτός που κυνηγάει δύο λαγούς αφήνει τον έναν και χάνει τον άλλον».
Καλή Χρονιά!
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News