…Η αγγελία έγραφε: «Ζητείται ευτραφής ροδομάγουλος για εποχική εργασία, τηλ 69…» κι εκεί, αρχές Νοέμβρη, φάνηκε σα μάννα εξ ουρανού. Δε χρειάστηκαν πολλά πολλά, όταν πήγα για συνέντευξη στον υπεύθυνο προσωπικού. Ήταν η πρώτη φορά που τα πάντα παραπανίσια κιλά μου φάνηκαν χρήσιμα.
Και να ‘μαι τώρα –τι τώρα δηλαδή, από τις 10 Δεκεμβρίου— στημένος στην καρδιά του μεγαλύτερου εμπορικού κέντρου της πόλης απ’ τις 10 το πρωί μέχρι τις 10 το βράδι. Με την επαγγελματική, κοκακολί στολή μου, με οχτώ ελαφάκια κι ένα έλκηθρο από πεπιεσμένο φελιζόλ χρωματισμένα μπροστά μου κι ένα τσουβάλι με άδεια πακέτα -τάχα δώρα- στον ώμο, να ρίχνω κάθε λίγο κι ένα βροντώδες, επιβλητικό «χοχό». Καμιά δουλειά δεν ειν’ ντροπή: ε ναι, Αϊ Βασίλης και μάλιστα πειστικότατος.
Τα πιτσιρίκια κάνουν ουρά να φωτογραφηθούν μαζί μου –ο Ρουβάς των αγίων, λέμε- και ο υπεύθυνος του εμπορικού μοιάζει ευχαριστημένος. Πιάνω κουβέντα με τα παιδάκια, μαθαίνω τις επιθυμίες και τις παραγγελίες τους για μένα, τον Άγιο, και υπόσχομαι να τις τηρήσω. Πώς λέμε Τσίπρας; Καμία σχέση. Νιώθω πια σαν Υπουργός Απωθημένων και Επιθυμιών. Τώρα που μπήκα στο πετσί του ρόλου και το καλοσκέφτομαι, ένα είδος «Τσοβόλα, δώστα όλα» ειν’ ο Άϊ Βασίλης τελικά. Μετά σφυρίζω τα καθέκαστα διακριτικά στους γονείς, μόλις τελειώσουν τις φωτογραφίες, μη φανώ και αφερέγγυος κι αρχίσουν από τώρα οι αμφιβολίες για το αν υπάρχω.
Ωραία είναι να μπορείς να εκπληρώνεις τα θέλω του άλλου, δε λέω. Κόσμος πάει κι έρχεται, χαρά και selfie δίνω στα παιδιά, προσφέρω γιορτινό χρώμα στο εμπορικό, ρίχνω τα «χοχό» μου, πλακίτσες κάνω, χαζεύω και καμιά ωραία μαμά διακριτικά. Πέρασε προχτές κι η παλιά μου η γειτόνισσα η Λίτσα με δυο φιλενάδες της –πού να με γνωρίσει με τη στολή!!!- και Άγιος άνθρωπος δεν άντεξα: «Γεια σου ρε Λιτσάρα, φρεγάτα…» της σφύριξα κι έπαθε ταράκουλο.
Η δωδεκάωρη ορθοστασία βέβαια και τ’ αγιάζι στο ξέφωτο του εμπορικού είναι ένα θέμα αλλά ας όψεται η …σουλτάνα η ανεργία. Πού να βρεις τέτοιο καιρό καλύτερο μεροκάματο, έστω και για 20 μέρες. Κι η άτιμη η γενειάδα, όσο καλοχτενισμένη και μαλακή και να ‘ναι, στο δίωρο επάνω μια φαγούρα μου φέρνει. Διακριτικά τη μετακινώ λίγο να ξυθώ, μη πάθει σοκ κανά πιτσιρίκι και δει Άϊ Βασίλη από κάτω κόντρα ξυρισμένο.
Δικαιούμαι και τρία διαλειμματάκια δεκαπεντάλεπτα στη βάρδια. Αγιος βέβαια αλλά πρέπει να πάω και προς νερού μου, πρέπει να τσιμπήσω και κάτι να στυλωθώ, για ν’ αντέξω. Προχτές πάντως, καθώς έπινα στη ζούλα ένα καφεδάκι και τράβαγα βιαστικές τζούρες, συνέβη το μοιραίο: ακούω μια διαόλου κάλτσα μικρή να φωνάζει: «Μπαμπά, μπαμπά, ο Άϊ Βασίλης καπνίζει!!!». Ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί…
Οι μέρες περνάνε νεράκι όμως κι όπου να ‘ναι οι γιορτές τελειώνουν. Στις 2 του Γενάρη παραδίδω στολή, τσουβάλι και γενειάδα και ξανά στην ανεργία, πάνω που είχα βρει τον ρόλο, που ‘χα βελτιώσει τις πόζες και τα «χοχό». Παράπονο δεν έχω πάντως. Πήρα κάποια φράγκα, που προσωρινά ανακούφισαν, μπήκα, έστω και μεταμφιεσμένος στα φωτογραφικά άλμπουμ τόσων παιδιών κι έμαθα και έζησα τόσα.
Μονιμότητα για θέση Αγίου δεν υπάρχει δυστυχώς, αν και δε θα ήταν άσχημη ιδέα. Τώρα που έμαθα την τέχνη, γιατί να μην υποδυθώ τον Αγιο Φανούριο, που όλα τα φανερώνει ή τον Αγιο Γεώργιο, που σκοτώνει το θεριό;…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News