Πριν από 25 χρόνια κατάφερε μέσα σε λίγους μήνες να ολοκληρώσει δύο από τις καλύτερες ταινίες του. Επρόκειτο για δύο εντελώς άσχετα μεταξύ τους έργα, στιλιστικά και θεματολογικά, και η διαδικασία ολοκλήρωσης του ενός ενόσω γυριζόταν το άλλο, οδήγησε τον σκηνοθέτη στα όρια της κατάρρευσης. Την άνοιξη του 1993 ο Στίβεν Σπίλμπεργκ βρισκόταν στην Πολωνία για τα γυρίσματα της «Λίστας του Σίντλερ». Την ημέρα προσπαθούσε να αναπαράγει τον τρόμο και τον φόβο που επικρατούσαν στο Γκέτο της Βαρσοβίας και στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Πλαστσόφ ενώ κάθε βράδυ περνούσε ώρες με το ακουστικό στο χέρι, συνομιλώντας με τα στελέχη της Industrial Light & Magic στην Καλιφόρνια, για τα ειδικά εφέ που θα επανέφεραν στη ζωή τους δεινόσαυρους – πρωταγωνιστές του «Jurassic Park». Οι μοναδικές στιγμές χαλάρωσης που απολάμβανε εκείνη την περίοδο ο Σπίλμπεργκ, ήταν τα 15 λεπτά, κάθε βδομάδα, κατά τα οποία άκουγε στο τηλέφωνο τον φίλο του Ρόμπιν Ουίλιαμς να του λέει ανέκδοτα.
Πέρυσι ο πολυβραβευμένος αμερικανός σκηνοθέτης βρέθηκε σε ανάλογη κατάσταση, επιλέγοντας να ολοκληρώσει τα γυρίσματα του πολιτικού θρίλερ «The Post» ενώ βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη η παραγωγή του φουτουριστικού «Ready Player One». Εξαιτίας των πολιτικών εξελίξεων στην πατρίδα του, ο Σπίλμπεργκ αισθάνθηκε πως η ταινία για τα διαβόητα Pentagon Papers δεν μπορούσε να περιμένει δύο ή τρία χρόνια, πως επρόκειτο για μια ιστορία που έπρεπε να ειπωθεί άμεσα στο ευρύ αμερικανικό και παγκόσμιο κοινό.
Η συνάφεια ανάμεσα στο 1971 του Νίξον και το πολιτικό κλίμα που επικρατεί στη σημερινή Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ δεν επέτρεψε στον σκηνοθέτη να καθυστερήσει. Παρομοίως, η επετειακή επαναπροβολή της «Λίστας του Σίντλερ» την Παρασκευή, 7 Δεκεμβρίου, στις ΗΠΑ και στις 27 Ιανουαρίου στη Βρετανία, είναι επίκαιρη «τώρα όσο ποτέ άλλοτε», τουλάχιστον σύμφωνα με το νέο trailer της ιστορικής ταινίας των εφτά Όσκαρ.
Το 1993, η «Λίστα του Σίντλερ» βρισκόταν ήδη μια δεκαετία πάνω στο γραφείο του Σπίλμπεργκ. Πρώτη φορά στα χέρια του το βιβλίο του Τόμας Κενίλι το είχε πιάσει το 1982 μετά την ολοκλήρωση του «Ε.Τ. ο Εξωγήινος». Το έργο του αυστραλού συγγραφέα αποτελεί μια μυθιστορηματική εκδοχή μιας αληθινής ιστορίας για το πώς ο Όσκαρ Σίντλερ, ένας γερμανός επιχειρηματίας κατάφερε να διασώσει 1.200 Εβραίους από τη μεταφορά τους στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Αλλά ο Σίντλερ δεν είναι ένας αρχετυπικός ήρωας. Εμφανίζεται ως ένας κερδοσκόπος που εξαγοράζει μια πρώην εβραϊκή επιχείρηση στο Γκέτο της Βαρσοβίας και εκμεταλλεύεται τους φτηνούς εβραίους εργάτες οι οποίοι κατασκευάζουν εμαγιέ σκεύη για τον γερμανικό στρατό. Καθώς, όμως, μαίνεται ο πόλεμος ανά την Ευρώπη, αγανακτεί και αποφασίζει να αντισταθεί, προσπαθώντας να σώσει μια ομάδα Εβραίων της Πολωνίας από τους θαλάμους αερίων.
Μπροστά στη δολοφονική μανία των ναζιστών που κόστισε τη ζωή σε εκατομμύρια ανθρώπους, η γενναία και ενάρετη πράξη του ενδεχομένως να ωχριά. Αλλά στο τέλος της ταινίας του (την οποία γύρισε με προϋπολογισμό 22 εκατομμύρια δολάρια και μέσα σε μόλις 72 ημέρες) ο Σπίλμπεργκ μας πληροφορεί πως το 1993, ως τραγική συνέπεια του Ολοκαυτώματος, στην Πολωνία είχαν απομείνει μόνον 4.000 Εβραίοι. Ανά τον κόσμο, ωστόσο, υπήρχαν περισσότεροι από 6.000 απόγονοι των ανθρώπων που είχε σώσει από τον θάνατο ο Σίντλερ.
Ένα έργο για το Ολοκαύτωμα ή μια ταινία για την επιτυχία;
Πριν από τη «Λίστα του Σίντλερ», αναφέρει η κριτικός κινηματογράφου Πάμελα Χάτσινσον στον Guardian, το Ολοκαύτωμα στον κινηματογράφο παρουσιαζόταν κυρίως μέσω ταινιών τεκμηρίωσης, όπως η αριστουργηματική και μνημειώδης «Shoah» (Ολοκαύτωμα) του γάλλου κινηματογραφιστή και συγγραφέα Κλοντ Λαζμάν και η μεσαίου μήκους «Night and fog» του Αλέν Ρενέ. Μετά τη «Λίστα του Σίντλερ», ωστόσο, ο Ρομπέρτο Μπενίνι γύρισε το «Η ζωή είναι ωραία», ο Ρομάν Πολάνσκι τον «Πιανίστα» και ο Μαρκ Χέρμαν «Το αγόρι με την ριγέ πιτζάμα».
Μπορεί, όμως, μια ταινία να συμβάλει πραγματικά στην ευαισθητοποίηση του ευρύτερου κοινού για τη θηριωδία του Ολοκαυτώματος; Ειδικά μια χολιγουντιανή ταινία, σημειώνει η βρετανίδα δημοσιογράφος, η οποία βασίζεται στον αναπάντεχο ηρωισμό ενός γερμανού καπιταλιστή ο οποίος ενεργεί με φόντο την ανείπωτη δυστυχία των Εβραίων;
Ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ, για παράδειγμα, ο οποίος είχε στα σκαριά το δικό του project για το Ολοκαύτωμα ήταν άκρως επιφυλακτικός. «Θεωρείτε πως είχε να κάνει με το Ολοκαύτωμα; Δεν είχε να κάνει με την επιτυχία; Το Ολοκαύτωμα αφορά έξι εκατομμύρια ανθρώπους που σκοτώθηκαν. Η “Λίστα του Σίντλερ” αφορά περί τους 600 ανθρώπους που δεν σκοτώθηκαν», φέρεται να σχολίασε εκείνη την περίοδο ο θρυλικός σκηνοθέτης. Σύμφωνα, ωστόσο, με τον αμερικανό ιστορικό Πίτερ Νόβικ, η προβολή της «Λίστας του Σίντλερ», όπως και της «Shoah» του Λαζμάν, μαζί με τη θεμελίωση του Μουσείου Μνήμης του Ολοκαυτώματος στην Ουάσινγκτον, συνέβαλαν στη δημιουργία μιας «συνείδησης του Ολοκαυτώματος».
Γιατί, όμως, σήμερα, 25 χρόνια μετά, η «Λίστα του Σίντλερ» είναι «ένα αριστούργημα που ο κόσμος χρειάζεται τώρα όσο ποτέ άλλοτε»; Διότι έρευνες που πραγματοποιήθηκαν φέτος, και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, αποκαλύπτουν πως η συλλογική μας μνήμη εξασθενεί ανησυχητικά, με σχεδόν το 1/3 των Αμερικανών να μειώνουν σημαντικά τον αριθμό των Εβραίων που έχασαν τη ζωή τους στο Ολοκαύτωμα και το 34% των Ευρωπαίων να δηλώνουν πως γνωρίζουν ελάχιστα έως και τίποτα για τη γενοκτονία που έλαβε χώρα στην ήπειρό τους. Την ώρα, μάλιστα, που αυξάνονται τα κρούσματα αντισημιτισμού ανά τον κόσμο αλλά και οι αρνητές του Ολοκαυτώματος.
Ο Σπίλμπεργκ γεννήθηκε στο Σινσινάτι μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όπου κατά τα παιδικά του χρόνια βίωσε, όπως έχει περιγράψει ο ίδιος, αρκετά περιστατικά αντισημιτικής βίας. Όμως έχει περιγράψει επίσης πώς ένας επιζών του Ολοκαυτώματος του έμαθε να μετράει, χρησιμοποιώντας τα νούμερα του τατουάζ που έφερε στο χέρι του. «Αυτό είναι κάτι που θεωρώ πως με κάποιο τρόπο με έκανε να θέλω να πω μία ιστορία του Ολοκαυτώματος. Όχι την ιστορία του Ολοκαυτώματος, γιατί υπάρχουν εκατομμύρια ιστορίες του Ολοκαυτώματος, έξι εκατομμύρια ιστορίες που δεν θα τις ακούσουμε ποτέ».
Πάντως ο Τόμας Κενίλι άκουσε πρώτη φορά την ιστορία του Σίντλερ από τον Λέοπολντ Πέιτζ, έναν από τους 1.200 διασωθέντες, ο οποίος συνήθιζε να την αφηγείται στους πελάτες του καταστήματος βαλιτσών που διατηρούσε στο Μπέβερλι Χιλς, με την ελπίδα ότι θα την αναπαράγουν στους συγγενείς και τους φίλους τους. Τελικά, χάρη στον Κενίλι, αρχικά, και στον Σπίλμπεργκ, στη συνέχεια, έγινε γνωστή στο ευρύτερο δυνατό κοινό και τώρα επιστρέφει στην μεγάλη οθόνη, όντας επίκαιρη «όσο ποτέ άλλοτε».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News