Tο περασμένο Σάββατο, την ώρα που στο δείπνο του Μπουένος Αϊρες ο… ορεξάτος Ντόναλντ Τραμπ «κατάπινε» τον Σι Τζινπίνγκ, δίνοντάς του ένα τρίμηνο τράτο προς γνώση και συμμόρφωση όσον αφορά το διεθνές εμπόριο, στον Καναδά και κατόπιν εντολής των Αμερικανών συνελαμβάνετο η κόρη ενός μεγιστάνα της κινεζικής οικονομίας.
Ετσι οι σινο-αμερικανικές τριβές ανέβασαν στροφές.
Η Μενγκ Ουαντζού πέρα από κόρη του πατρός της, Ρεν Τζενγκφέι, τυγχάνει και οικονομική διευθύντρια του κινεζικού τεχνολογικού-τηλεπικοινωνιακού κολοσσού και μεγάλου ανταγωνιστή των ΗΠΑ Huawei.
Η σύλληψή της στο Βανκούβερ, την 1η Δεκεμβρίου, κλιμάκωσε αμέσως την επικρατούσα διακρατική ένταση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, γράφουν οι New York Times. Ωστόσο αυτή η ένταση δεν μπορεί να ερμηνευτεί μόνο με τη χρήση του όρου «εμπορικός πόλεμος».
Και μέχρι στιγμής παραμένει άγνωστο και αν ο πρόεδρος Τραμπ γνώριζε (και απολάμβανε) όσα συνέβαιναν στο αεροδρόμιο του Βανκούβερ όταν συνομιλούσε με τον κινέζο ομόλογό του στην πρωτεύουσα της Αργεντινής – και αυτή είναι μία λεπτομέρεια που κάνει πολύ πιο πικάντικο το μενού που σερβιρίστηκε από τους Αμερικανούς στον Σι Τζινπίνγκ.
Σύμφωνα με πληροφορίες των βρετανικών Times, η Μενγκ Ουαντζού θα προσαχθεί την Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου σε ένα καναδικό δικαστήριο όπου θα τεθεί το ζήτημα των εγγυήσεων για τυχόν αποφυλάκισή της. Επ’ αυτού, ο Ιαν ΜακΛίοντ, εκπρόσωπος του καναδικού υπουργείου Δικαιοσύνης, δήλωσε ότι δεν δύναται να εξηγήσει τον λόγο της σύλληψής της, υποστηρίζοντας ότι και η ίδια η Μενγκ ζήτησε να μην επεκταθεί σε λεπτομέρειες.
Από πλευράς τους οι Αμερικανοί θα επιδιώξουν πάντως την έκδοσή της, επειδή θεωρούν ότι η Κίνα όχι μόνο δεν έλαβε υπόψη τις κυρώσεις εις βάρος του Ιράν, αλλά μέσω της εταιρείας Huawei έστειλε αυθεντικά made in USA προϊόντα στο Ιράν και σε άλλες χώρες.
Σε αυτό ακριβώς το εμπορικό background -που δεν είναι μόνο εμπορικό, καθώς στις προαναφερθείσες χώρες συγκαταλέγονται η Κούβα και η Συρία- έγκειται το αμερικανικό ενδιαφέρον.
Οι αντιδράσεις των Κινέζων
Οι Κινέζοι, όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο, εξαγριώθηκαν από τη σύλληψη της Μενγκ. Μάλιστα στην Οτάβα η πρεσβεία της Κίνας απαίτησε την άμεση απελευθέρωσή της: «Η κινεζική πλευρά διαμαρτύρεται έντονα αφού τέτοιου είδους ενέργειες βλάπτουν σοβαρά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η κινεζική πλευρά έκανε αυστηρά διαβήματα στην αμερικανική και στην καναδική πλευρά, καλώντας τες να διορθώσουν αμέσως την αδικία και να αποκαταστήσουν την προσωπική ελευθερία της κυρίας Μενγκ Ουαντζού».
Η ίδια η εταιρεία Huawei δήλωσε ότι συμμορφώνεται με όλους τους ισχύοντες νόμους στις ΗΠΑ και ότι δεν έχει επαρκή πληροφόρηση σχετικά με τις κατηγορίες, υποστήριξε κιόλας ότι η Μενγκ συνελήφθη ενώ άλλαζε αεροπλάνα στον Καναδά και ότι αντιμετώπισε «απροσδιόριστες κατηγορίες» από την Ανατολική Περιφέρεια της Νέας Υόρκης: «Η Huawei συμμορφώνεται με όλους τους ισχύοντες νόμους και κανονισμούς όπου δραστηριοποιείται, συμπεριλαμβανομένων των ισχυόντων νόμων και κανονισμών για τον έλεγχο των εξαγωγών και την επιβολή κυρώσεων των Ηνωμένων Εθνών, των ΗΠΑ και της ΕΕ».
Οσον αφορά το ποιος ερευνά τη Huawei, οι Κινέζοι έχουν δίκιο: η υπόθεση βρίσκεται όντως στα χέρια της Εισαγγελίας της Ανατολικής Περιφέρειας της Νέας Υόρκης.
Τρέχοντας προς την κρίση
Οι ευρωπαϊκές και ασιατικές χρηματαγορές αντέδρασαν πτωτικά στα νέα από τον Καναδά, καθώς η σύλληψη της Μενγκ επανέφερε στο προσκήνιο τις ανησυχίες ότι το κλίμα που επικρατεί στις σινο-αμερικανικές σχέσεις εγκυμονεί τον κίνδυνο μιας νέας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Τα χρηματιστήρια στο Λονδίνο, στη Φρανκφούρτη και στο Παρίσι υποχώρησαν περισσότερο από το 1% τις πρωινές ώρες της Πέμπτης. Ακολούθησε η μεγαλύτερη πτώση στο Τόκιο (διακύμανση μεταξύ 1,7% και 2,5%) και στο Χονγκ Κονγκ.
«Η σύλληψη ενός μέλους της οικογένειας που συνδέεται με τον ιδρυτή της Huawei δείχνει πως η ένταση μεταξύ των δύο πλευρών αυξάνεται ταχέως» δήλωσε ο Τι Τζέι Πέμπελ, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Berkeley, ο οποίος ασχολείται με την πολιτική και την οικονομία της Ανατολικής Ασίας.
Η σύλληψη της Μενγκ στο Βανκούβερ κρίνεται ότι ανταποκρίνεται σε πολλούς στόχους που έχει θέσει ως βασικούς στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής η διακυβέρνηση Τραμπ.
Η αμερικανική πλευρά έχει προσπαθήσει να πείσει φίλους και συμμάχους της να περιορίσουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες με την Huawei, ακριβώς λόγω των αμερικανικών ανησυχιών για θέματα ασφαλείας τηλεπικοινωνιών. Ο Λευκός Οίκος έχει επίσης επικεντρωθεί στην εφαρμογή των οικονομικών κυρώσεων κατά του Ιράν.
Ο μπαμπάς και οι κόρες
Ορισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία για την οικογένεια των ιδιοκτητών της Huawei δίνει και η Corriere della Sera. Η Μενγκ, που της αρέσει να την αποκαλούν και Σαμπρίνα Μενγκ, είναι 46 ετών, χρησιμοποιεί το επώνυμο της μητέρας της και είναι η μεγαλύτερη κόρη του ιδρυτή και προέδρου της Huawei. Προσχώρησε στην εταιρεία το 1993, συμμετέχει στο διοικητικό της συμβούλιο και είναι επικεφαλής των οικονομικών υπηρεσιών της. Καθώς ο πατέρας της είναι 74 ετών, η Μενγκ θεωρείται υποψήφια να τον διαδεχθεί στο τιμόνι της εταιρείας.
Ο Ρεν έχει και άλλη κόρη, την Αναμπελ Γιάο, από δεύτερη σύζυγο. Αυτή σπουδάζει την επιστήμη των ηλεκτρονικών υπολογιστών στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News