Ο αυτοκινητόδρομος, που σε ταξιδεύει στη στεριά, παράλληλα με το Ιόνια Πέλαγος, ονομάστηκε Ιόνια Οδός και ειναι φορτισμένος απο την γοητεία των εξόδων σε μικρούς και μεγάλους κόσμους, σε πλήρεις ζωές.
Κι αυτός ο μικρόκοσμος της Πρέβεζας και των άλλων γειτονιών του Αμβρακικού γύρω του, δεν είναι απλώς γεμάτος ζωή και ομορφιά, αλλά όλες αυτές οι χάρες ξεχειλίζουν και απλώνονται σε όλο το τοπίο, όπως οι λιμνοθάλασσες. Η ζωή είναι πάντα όμορφη και η ομορφιά είναι ζωή. Αλλά εδώ, η αλληλουχία αυτή παίρνει τις πιο επιβλητικές διαστάσεις της.
Η Πρέβεζα ζει ανασαίνοντας την αύρα του Αμβρακικού. Η απίθανη προκυμαία της -σκηνικό περασμένων καιρών- έχει την αγκαλιά της ανοιχτή απέναντι στον θαλασσινό ορίζοντα και περιμένει τις βάρκες των ψαράδων να την προσεγγίσουν με τις πρώτες αναλαμπές του ήλιου που ανατέλλει στο βάθος, πίσω από το δάσος των καταρτιών των σκαφών.
Και μετά αστράφτουν πλήθος ασημένιων ψαριών που ξεφορτώνονται στην προκυμαία από τις βάρκες μέσα στα τελάρα, ευωδιάζοντας θάλασσα και φρεσκάδα. Αυτή την χαρακτηριστική ευωδιά που αποπνέει και η ίδια η Πρέβεζα, μαζί με το άρωμα των αλλοτινών καιρών που έχουν περάσει από τις προσόψεις των κτιρίων της, που διακρίνεται ακόμη κι όταν αυτά έχουν ανακαινιστεί προσφάτως.
Πίσω από αυτό το νεοκλασικό, αρχοντικό μέτωπο της Πρέβεζας, ελίσσεται στον λαβύρινθο των στενών σοκακιών η πιο χαμηλοβλεπούσα πόλη, στο γοητευτικά ζωντανό Σεϊτάν Παζάρ. Στο κεντρικό καλντερίμι φτάνει ένα μεγάλο μέρος όλων των γεννημάτων της θάλασσας και της λιμνοθάλασσας, για να συνθέσουν, κυριολεκτικά, μια πανδαισία, χαρακτηριστική της πόλης.
Τσιπούρες, χέλια, γαρίδες -ονομαστές και από την ταινία του Τζέιμς Μποντ «Για τα μάτια σου μόνο»-, αθερίνα, σχεδόν σπιτικό αυγοτάραχο, χάβαρα και άλλα όστρακα. Τα χάβαρα, οι μικρές αχιβάδες, σπάνιες τώρα πια στον Αμβρακικό, είναι ένα πολύ ιδιαίτερο φαγητό, έτσι όπως μας τις μαγείρεψε με κοφτό μακαροτσίνι, στο σπίτι της, η Νένη Γέρου. Αλλά και στα εστιατόρια, πιο απλά μαγειρεμένα, αχνιστά με σκόρδο και μαϊντανό, εξακολουθούν να αποτελούν μια εμβληματική γεύση για την πόλη.
Ο ενάλιος κόσμος μοιάζει να πάλλεται σε όλη τη χερσόνησο, ακόμη και στους αρχαιολογικούς χώρους. Στη Νικόπολη, μέσα στα κτίσματα, αποκαλύπτεται ο πολύχρωμος κόσμος των ψηφιδωτών, που προσομοιάζει πολύ, κι αυτό είναι το θαυμαστό, με το τοπίο και την πραγματική ζωή που σε περιβάλλει και σήμερα, έξω από το πολύ ενδιαφέρον μουσείο της Νικόπολης.
Το πλαίσιο του δαπέδου της βασιλικής Δομετίου (6ος αιώνας) μοιάζει με ολοζώντανο βυθό της θάλασσας, αλλά όλες αυτές οι παραστάσεις είναι συμβολικές και σε βάζουν σε ταξίδι. Ο ενάλιος κόσμος που συντίθεται ψηφίδα – ψηφίδα, περιβάλλει στιγμιότυπα της στεριάς με σκηνές κυνηγιού. Όλη η γοητεία και εδώ είναι στη συνεύρεση και στις ανταλλαγές χαρακτήρων μεταξύ νερού και πέτρας, ρευστού και στερεού.
Η Νικόπολη σηματοδοτεί το τέλος ενός μεγάλου κόσμου, του Ελληνιστικού. Με την αυτοκτονία του Αντωνίου και της τελευταίας βασίλισσας των Πτολεμαίων της Αιγύπτου, Κλεοπάτρας, μετά την ήττα τους στη ναυμαχία στο Άκτιο, ο Οκταβιανός Αύγουστος έκτισε εδώ την πόλη της νίκης του.
Και η Νικόπολη, ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, σταυροδρόμι εμπορικών και ταξιδιωτικών οδών στην όχθη του Αμβρακικού, πρόκοψε και πλούτισε στη διάρκεια των ρωμαϊκών και στη συνέχεια των βυζαντινών χρόνων, και απέκτησε τείχη, τεράστιο Ωδείο, ανάκτορα και εκκλησιές, έτσι που σήμερα να είναι η μεγαλύτερη αρχαία πόλη στον ελλαδικό χώρο, ένα απέραντο αρχαιολογικό πάρκο.
Τα αισθαντικά, εσωτερικά ταξίδια στη μικρή Μεσόγειο, στις γειτονιές του Αμβρακικού, συνεχίζονται. Αν η Νικόπολη σηματοδοτεί το τέλος του κόσμου που δημιούργησε ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Αμβρακικός ορίζει την αρχή του. Η παράδοση επιμένει ότι ο μεγάλος στρατηλάτης πλημμύρισε τον Αμβρακικό, ανοίγοντας το στενό της Πρέβεζας. Και μετά, τα ποτάμια ανέλαβαν να τροφοδοτήσουν με ζωογόνο νερό τη θάλασσα.
Το αλμυρό νερό του Ιονίου, που έσμιξε με το γλυκό του Λούρου και του Αράχθου, δημιούργησε είκοσι ακέραιες λιμνοθάλασσες, μια ξεχωριστή κιβωτό ζωής για ψάρια, πουλιά και ανθρώπους, και έναν ιδιαίτερο πολιτισμό, που χρωματίζεται από την υγρασία –διάβαζε ομορφιά– της ακουαρέλας.
Η απεραντοσύνη, η οποία ανοίγεται μπροστά στη βάρκα που αποπλέει από τη μικρή αποβάθρα στη λιμνοθάλασσα της Ροδιάς, ανοίγει και τα όρια του νου. Όμως, σε αυτό το ταξίδι επικεντρώνεται στο φλογερό κόκκινο των αργυροπελεκάνων κάτω από το ράμφος τους την εποχή που φωλιάζουν για να γεννήσουν τα αβγά τους και να διαιωνίσουν το σπανιότατο είδος τους. Είναι σύμβολα ζωής, έτσι όπως έχουν θρονιαστεί στα νησάκια που έχουν μετατραπεί ολόκληρα σε φωλιές.
Αυτό το φωτεινό κόκκινο είναι το βασικό χρώμα του ταξιδιού, που σου υποβάλλουν και οι τοιχογραφίες στην Παναγία της Ροδιάς, στην όχθη του Αμβρακικού, πιο πέρα από το παρατηρητήριο της ζωής στη λιμνοθάλασσα της Στρογγυλής. Μέσα στο ναό οι ζωγράφοι δημιούργησαν ένα εντυπωσιακά πολύχρωμο όραμα, και έξω ο κόλπος απλώνει τα εξίσου λαμπερά χρώματά του μπροστά στα μάτια του επισκέπτη, ειδικά την ώρα του δειλινού.
Το μοναστήρι πρωτοχτίστηκε, λένε, το 970, όταν στην Κωνσταντινούπολη βασίλευε ο Ιωάννης Τσιμισκής. Και απ’ έξω το καθολικό του μεταβυζαντινού μοναστηριού με τον κυλινδρικό τρούλο είναι ιδιαίτερο, όμως μέσα ο επισκέπτης που θα ανοίξει τη διπλοασφαλισμένη πόρτα του θα βρεθεί κάτω από έναν χρωματικό καταρράκτη, ασυνήθιστο στην αυστηρή μεταβυζαντινή, ορθόδοξη ζωγραφική.
Το καθολικό είναι κατάγραφο από τοιχογραφίες με έντονα μπλε κάμπο αντί για χρυσό και επιπλέον πράσινα, κίτρινα και κόκκινα χρώματα. Οι αγιογράφοι Αθανάσιος, Γεώργιος και Βασίλειος «εκ Σαμαρίνης» κατέγραψαν το 1884 στους τοίχους την Παλαιά και Καινή Διαθήκη με λαϊκότροπη τεχνική μεν αλλά με αφοσίωση στις Γραφές.
Εδώ, τον Δεκαπενταύγουστο, γίνεται αξέχαστο πανηγύρι, επί πλέον αυτού που στήνουν κάθε εποχή και κάθε μέρα τα χρώματα και τα σχήματα της ζωής στον Αμβρακικό.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News