Το 1904, ο Αντριου Σέσιλ Μπράντλεϊ, ένας από τους πιο διακεκριμένους μελετητές του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, είχε υποστηρίξει πως ο «Βασιλιάς Ληρ είναι το λιγότερο δημοφιλές έργο αλλά και το πιο σπουδαίο» που έγραψε ο «βάρδος του Εϊβον». Σήμερα, παραπάνω από έναν αιώνα μετά, η Πόλα Μάραντζ Κόεν, κοσμήτορας και καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ντρέξελ της Φιλαδέλφειας, έχοντας διδάξει επί χρόνια τον Σαίξπηρ σε προπτυχιακούς φοιτητές, δηλώνει και η ίδια πως ο «Ληρ» δεν αρέσει εύκολα στο κοινό, παρ’ ότι αποτελεί ένα βαθυστόχαστο και μεγαλοφυές έργο.
Αλλά σε αντίθεση με τον Μπράντλεϊ που αποδίδει το πρόβλημα σε τεχνικά ζητήματα που σχετίζονται με την παράσταση –είχε χαρακτηρίσει το έργο «πολύ μεγάλο για τη σκηνή»-, η αμερικανίδα ακαδημαϊκός υποστηρίζει σε -ένα ασυνήθιστο για τη Wall Street Journal– κείμενό της πως ο «Ληρ» είναι ελάχιστα δημοφιλής γιατί μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητός μόνον από θεατές ή αναγνώστες που είναι από 60 ετών και άνω. Το πιο αποκαρδιωτικό, όμως, είναι ότι έχοντας φτάσει σε αυτήν την ηλικία, κατά πάσα πιθανότητα όλα όσα αντιληφθούν οι μπέιμπι μπούμερ από το έργο, δεν θα τους χαροποιήσουν ιδιαίτερα.
Ο Ληρ, βασιλιάς της Βρετανίας, γερασμένος πλέον, αποφασίζει να μοιράσει το βασίλειό του στις τρεις κόρες του, και το μοναδικό που ζητάει ως αντάλλαγμα είναι να εκφράσει η κάθε μία το μέγεθος της αγάπης που τρέφει για εκείνον. «Για τους φοιτητές μου αυτή η σκηνή είναι γελοία. Γιατί ένας πατέρας να ζητήσει κάτι τέτοιο από τα παιδιά του; Γιατί να θέλει να εκφράσουν την αγάπη τους με ένα τόσο φτιαχτό τρόπο;» σημειώνει η Κόεν.
Για τους μεγαλύτερους σε ηλικία, ωστόσο, το αίτημα του «Ληρ» γίνεται πιο εύκολα κατανοητό καθώς αντικατοπτρίζει την υποψία (και την ανησυχία) του βασιλιά-πατέρα ότι τα παιδιά του που έχουν μεγαλώσει πια δεν τον χρειάζονται όπως παλιά και πως η αγάπη τους, πηγή της οποίας υπήρξε η φυσική αδυναμία τους και η εξάρτησή τους από αυτόν, ενδεχομένως να έχει χαθεί.
Η απόφασή του να μοιράσει το βασίλειό του εκφράζει ξεκάθαρα την επιθυμία του να κερδίσει πίσω την αγάπη που πιστεύει πως έχει χάσει. Αλλά δεδομένου ότι αισθάνεται ήδη εξαιρετικά ευάλωτος, το γεγονός ότι εμφανίζεται έτοιμος να προσφέρει το μοναδικό πράγμα που του έχει απομείνει, το βασίλειό του δηλαδή, πιθανώς να φαντάζει παράλογο σε πολλούς αναγνώστες ή θεατές.
Σύμφωνα με την Κόεν όμως, «οι περισσότεροι γονείς θα μπορούσαν να κατανοήσουν τις ενέργειές του. Οταν αισθανόμαστε πως δεν μας αγαπάνε, χρειαζόμαστε περισσότερο μια καθησύχαση, και για αυτό είναι πιο πιθανό να φερθούμε παράλογα». Και αυτό εξηγεί επίσης γιατί ο Ληρ πείθεται από τις ψευδείς δηλώσεις αγάπης των δύο μεγαλύτερων θυγατέρων του, της Γονερίλης και της Ρεγάνης, ενώ αποκληρώνει τη μικρότερη Κορδέλια, την αγαπημένη του και την πιο αφοσιωμένη από τις κόρες του, η οποία επιλέγει να μην τον κολακεύσει, εξηγώντας πως τον αγαπάει «κατά το χρέος μου, όχι πιο πολύ ή πιο λίγο» και δηλώνοντας πως μέρος αυτής της αγάπης θα στραφεί προς τον σύζυγό της μόλις παντρευτεί. «Αυτή η ειλικρινής απάντηση –ενδεχομένως ιδιαίτερα ειλικρινής– εξοργίζει τον Ληρ».
Πρόκειται, ωστόσο, για μια ανθρώπινη στιγμή την οποία πιθανώς να συναισθάνονται πολλοί γονείς που επενδύουν τα πάντα στα παιδιά τους, μόνο και μόνο για να τα δουν στη συνέχεια να μην εκδηλώνουν αρκετά την ευγνωμοσύνη τους ή, ακόμα χειρότερα, να τους συμπεριφέρονται με κακία. Ο Ληρ ήρθε αντιμέτωπος και με τη χλιαρή ανταπόκριση της Κορδέλιας στο αίτημά του και με τη σκληρότητα των άλλων δύο θυγατέρων του, οι οποίες τελικά τον απέρριψαν.
Πέρα από το μάθημα που προσφέρει για την εξέλιξη των σχέσεων μεταξύ των γονιών και των τέκνων τους, ο «Βασιλιάς Ληρ» αναδεικνύει και τις συναισθηματικές αντιξοότητες της τρίτης ηλικίας καθώς «συλλαμβάνει την υπαρξιακή άβυσσο που ανοίγεται όταν μια στέρεα ταυτότητα αρχίζει να αποσυντίθεται και η σκοπιμότητα δίνει τη θέση της στην απουσία σκοπού». Ο Ληρ, απόλυτα απογυμνωμένος από κάθε εξουσία, καταλήγει να περιπλανιέται μέσα σε μια άγρια νύχτα με καταιγίδα. «Εμείς, οι μπέιμπι μπούμερς, καθώς μεγαλώνουμε σε έναν τεχνολογικό κόσμο που μεταλλάσσεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα, θα πρέπει να τον καταλαβαίνουμε. Είμαστε και εμείς αντιμέτωποι με μια καταιγίδα που μπορεί να κάνει ακόμα και τον πιο επιτυχημένο από εμάς να αισθάνεται χαμένος και αδύναμος».
Ο Ληρ εμφανίζεται εξοργισμένος με την αχαριστία των θυγατέρων του και την απώλεια της ταυτότητάς του. Αλλά στην πραγματικότητα ο μεγαλύτερος αντίπαλός του είναι η μοίρα, τα γηρατειά και εν τέλει ο θάνατος. Και αυτό μπορούν να το αισθανθούν μόνον όσοι έχουν φτάσει σε μια ηλικία στην οποία όλα όσα έκρυβαν, έως τότε, η ανατροφή των παιδιών τους και οι όποιες φιλοδοξίες τους, στέκουν, πλέον, απέναντί τους απειλητικά.
Σε αυτό το σημείο ο «Βασιλιάς Ληρ» συμβουλεύει τους μπέιμπι μπούμερς να μετριάσουν τις φιλοδοξίες τους όσον αφορά αυτά που (αισθάνονται) πως δικαιούνται από τα παιδιά τους, να αποδεχτούν τη μερική απώλεια της επαγγελματικής τους ταυτότητας καθώς μεγαλώνουν και να αντιμετωπίσουν με φιλοσοφική διάθεση το αναπόφευκτο τέλος της ζωής στον μάταιο τούτο κόσμο. «Αυτά είναι βαθιά μηνύματα αλλά όχι ευχάριστα, γεγονός που εξηγεί γιατί ο “Βασιλιάς Ληρ” είναι ένα ελάχιστα δημοφιλές αριστούργημα» καταλήγει η Κόεν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News