«Το να αποκτήσεις μωρό είναι πράξη ανήθικη – υπερπληθυσμός, κλιματική αλλαγή, άνοδος του νεοφασισμού», λέει θρηνητικά η Ρέιτσελ (Κάθριν Χαν) στον σύζυγό της Ρίτσαρντ (Πολ Τζιαμάτι), στην αρχή του «Private Life», της νέας ταινίας της Ταμάρα Τζένκινς, ενώ το ζευγάρι των 40άρηδων βρίσκεται σε μια αίθουσα αναμονής σε κλινική γονιμότητας. Παρά τις αμφιβολίες της, όμως, όταν ακούγεται το όνομά της, η Ρέιτσελ προχωράει προς το χειρουργείο για την επέμβαση αφαίρεσης των ωαρίων της σε μια προσπάθεια να γίνει μητέρα με εξωσωματική γονιμοποίηση, πράγμα που το ζευγάρι ανέβαλε για πολύ καιρό.
Η ταινία «Private Life», η οποία έκανε πρεμιέρα τον περασμένο Ιανουάριο στο φεστιβάλ κινηματογράφου του Σάντανς και πρόσφατα ανέβηκε στο Netflix, εξελίσσεται σε μια χειμωνιάτικη ψυχρή και γκριζογάλανη Νέα Υόρκη, μέσα και έξω από ψυχρά, γκριζογάλανα δωμάτια νοσοκομείων.
Μεσήλικες πλέον, η Ρέιτσελ και ο Ρίτσαρντ είναι πολύ επιτυχημένοι, αν και μερικές φορές τα επιτεύγματά τους μπορεί να τους θυμίζουν όσα δεν έχουν αποκτήσει ακόμα: Το ζευγάρι ζει στο Μανχάταν, σε ένα σημείο του Ιστ Βίλατζ που «έχασε τη βάρκα της πολεοδομικής αναβάθμισης», όπως λέει κάποια στιγμή αστειευόμενος ο Ρίτσαρντ. Εχουν κάνει συγγραφική καριέρα, αλλά και οι δύο ανησυχούν ότι το πιο δημιουργικό τους έργο βρίσκεται πίσω τους. Έχουν δυο σκυλιά, αλλά κανένα παιδί, πράγμα που τους γεμίζει απόγνωση και υπαρξιακά ερωτήματα.
Μια παρόμοια υπαρξιακή ανησυχία μέσης ηλικίας, πάντα με φόντο τη Νέα Υόρκη, διαπερνά και την ταινία της Μάριελ Χέλερ, «Can You Ever Forgive Me?», με την εξαιρετική Μελίσα ΜακΚάρθι, αγνώριστη στο ρόλο της Λι Ισραελ, βιογράφου διασημοτήτων (βασισμένη στην αυτοβιογραφία της Ισραελ), που άρχισε πρόσφατα να προβάλλεται στις ΗΠΑ.
Επιτυχημένη δημοσιογράφος και συγγραφέας, τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 η Λι έγραφε άρθρα σε περιοδικά και βιβλία για διάσημες γυναίκες όπως η Εστέ Λοντέρ και η Κάθριν Χέπμπορν, αλλά το αναγνωστικό κοινό την έχει πια βαρεθεί. Οταν ξεμένει από λεφτά, η Λι στρέφεται στην απάτη και την αντιγραφή όχι μόνο βιβλίων αλλά και επιστολών διασήμων, τις οποίες πουλά σε ανυποψίαστους αγοραστές κερδίζοντας για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό αρκετά μετρητά για να καλύψει το ενοίκιο του άθλιου διαμερίσματός της.
Και οι δύο ταινίες αναφέρονται σε μια πόλη κι έναν κόσμο της τέχνης που άρχισε να εγκαταλείπει τη δημιουργική τάξη του καθώς αυτή μεγαλώνει, και να περιθωριοποιεί ιδιαίτερα όσους είναι ομοφυλόφιλοι, γυναίκες, άτεκνοι ή όλα αυτά μαζί, όπως η Λι Ισραελ. Πρωταγωνίστριες είναι γυναίκες που υπήρξαν σπουδαίες στο παρελθόν – γυναίκες μεγαλύτερες, ατελείς, ανυπότακτες- και τώρα παλεύουν με μια αίσθηση του ανεκπλήρωτου σε επίπεδο τόσο προσωπικό όσο και επαγγελματικό. Ούτε η Ρέιτσελ ούτε η Λι σκέφτονται ότι έχουν αρκετά -χρήματα, χρόνο, διακρίσεις, αγάπη- από όλα αυτά, δηλαδή, που υποτίθεται ότι δίνουν νόημα στη ζωή μας.
«Και οι δύο μου υπενθύμισαν ότι ενώ μερικές φορές πιστεύω ότι έχω όλο το χρόνο μπροστά μου για να επιτύχω τα πράγματα που θέλω –να γράψω ένα βιβλίο και να κάνω ένα μωρό- στην πραγματικότητα, κανείς δεν έχει το προνόμιο τού “για πάντα”», γράφει η Σάνον Κίτινγκ, στο BuzzFeedNews.
Σε ένα πρόσφατο δοκίμιό του στο HmmDaily, ο Τομ Σκόκα αναφέρεται επίσης στη λήψη της απόφασης να κάνουν παιδιά με τη σύζυγό του σε ηλικία 35 ετών. «Οι μορφωμένοι αστοί της μεσαίας και της ανώτερης τάξης διστάζουν να παντρευτούν πολύ νωρίς, να αποκτήσουν παιδιά πολύ νέοι», γράφει, «Αλλά η πολιτιστική προκατάληψη, ότι όλοι πρέπει να περιμένουμε πριν ισχυριστούμε ότι ενηλικιωθήκαμε, είναι ένας περισπασμός, …ο οποίος στρέφει την προσοχή μας αλλού, μακριά από το μόνο πραγματικά αληθινό πράγμα, που είναι ότι ο χρόνος μας θα τελειώσει».
«Το βιολογικό μου ρολόι, ίσως γνωρίζοντας ότι ο χρόνος του (και ο χρόνος της ανθρωπότητας στη γη, γενικά) λιγοστεύει, έχει τρελαθεί τελευταία», γράφει η Κίτινγκ, «Ίσως αυτό να είναι καλό, διότι ως ομοφυλόφιλη, δεν έχω την πολυτέλεια της αμφιθυμίας όταν πρόκειται για παιδιά. Θα πρέπει να ξοδέψω πολύ χρόνο, χρήματα και προσπάθεια για να βρω πώς να δημιουργήσω την δική μου οικογένεια».
Νιώθει όμως κάπως αβέβαιη κυρίως ως προς τη μέθοδο που θα πρέπει να χρησιμοποιήσει για να αποκτήσει μωρό: Ανώνυμη δωρεά σπέρματος; Γνωστός δωρητής; Υιοθεσία; Εδώ και μήνες αφιερώνει χρόνο σε μυθιστορήματα, απομνημονεύματα, ταινίες, τηλεοπτικές εκπομπές, οτιδήποτε μπορεί να την βοηθήσει να καταλάβει τι θα έπρεπε να κάνει, αν μη τι άλλο, για το θέμα των παιδιών.
Και όταν είδε τις ταινίες «Can you ever forgive me?» και «Private Life», συνειδητοποίησε ότι φωτίζουν δύο αποκλίνοντα μονοπάτια: Στο ένα, μια γυναίκα αφιερώνεται ολοκληρωτικά στη δουλειά της, αλλά καταλήγει χρεωκοπημένη και ολομόναχη. Και στο άλλο, μια γυναίκα συνειδητοποιεί αργά ότι το κόστος του παιχνιδιού που θέλει να παίξει (ένα είδος εξιδανικευμένης εκδοχής της οικογενειακής ζωής) είναι τεράστιο, τόσο το φυσικό κόστος (η εξωσωματική γονιμοποίηση είναι υπερβολικά δαπανηρή) όσο και το πιθανό κόστος της ευτυχίας της.
Και οι δύο ταινίες έκαναν πρεμιέρα σε μια εποχή κατά την οποία το μέλλον μας -πόσο μάλλον το μέλλον των επόμενων γενεών- κάθε άλλο παρά σίγουρο είναι.
Και οι δύο «με έκαναν να αναρωτηθώ», γράφει η αμερικανίδα δημοσιογράφος, «για το –πιθανόν λανθασμένο- μονοπάτι που θέλω να πάρω εγώ, που “κάποια μέρα” θα με οδηγήσει να σκεφτώ σοβαρά για τα παιδιά. Και αν ποτέ φτάσει εκείνη η μέρα, θα μάθω τελικά τι θέλω; Και αν, ή όταν, συμβεί, μήπως θα είναι πολύ αργά για μένα;»
Αναμφίβολα το μόνο σίγουρο είναι ότι κανείς δεν έχει το προνόμιο του απεριόριστου χρόνου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News