Μπορείς να πεις ότι δεν σ’ αρέσει η Βίκυ Καγιά στο «Greece’s Next Top Model», μπορείς να ασκήσεις κριτική γι’ αυτό που παρουσιάζει, τον τρόπο που το παρουσιάζει, για το χαρακτήρα, τις επιλογές, τη συμπεριφορά της. Αλλά το να πεις : «Η Βίκυ Καγιά, αυτό το κοριτσάκι, δεν ξέρω στην πορεία γιατί τα κάνει όλα αυτά. Καλοπαντρεμένη είναι… Εγώ στη θέση της θα καθόμουν σπίτι μου με τα παιδιά μου και δεν θα έλεγα όλες αυτές τις βλακείες από το πρωί μέχρι το βράδυ», όπως έκανε ο Νίκος Αποστολόπουλος μπροστά σε μια κάμερα, είναι ένα χτύπημα κάτω από τη μέση. Οχι μόνο τη μέση της Βίκυς Καγιά, τη μέση της γυναίκας γενικά.
Μπράβο κύριε Αποστολόπουλε, όσο κομψά είναι τα ρούχα που σχεδιάζετε, τόσο άκομψη ήταν η τοποθέτηση σας. Η οποία μας θύμισε, για ακόμα μία φορά, πώς ο μικροαστικός κρυφοσεξισμός διαπερνάει την καθημερινότητα και παραμένει υπερτροφικός, διάχυτος και αήττητος. Ο,τι λένε οι μικροαστές μάνες και θείτσες μέσα στα σπίτια, το ακούσαμε και στην τηλεόραση από έναν σχεδιαστή μόδας, ο οποίος, θα περίμενε κανείς να έχει λίγο πιο προχωρημένο τρόπο σκέψης και τοποθέτησης απ’ αυτές. Ή έστω, πιο εκλεπτυσμένο.
Κοίτα να δεις όμως που θείτσα και σχεδιαστής μόδας συμφωνούν στο παρωχημένο ότι όλα για τις γυναίκες αρχίζουν και τελειώνουν σ’ έναν καλό γάμο. Αμα είσαι καλοπαντρεμένη, κάτσε σπίτι σου και να μη δουλεύεις κορίτσι μου, μας είπατε εμμέσως πλην σαφώς κ. Αποστολόπουλε. Γιατί, τι ανάγκη έχει να δουλεύει μια καλοπαντρεμένη; Όχι απλώς δεν το έχει ανάγκη, ούτε καν της επιτρέπεται να κάνει άστοχες επαγγελματικές κινήσεις (αν υποθέσουμε ότι μια τέτοια είναι για εσάς η συμμετοχή στο Next Top Model)
Στον αντίποδα της καλοπαντρεμένης, είναι η εργένισσα. Που βασικά δεν τη λέμε εργένισσα, μαγκούφα και γεροντοκόρη τη λέμε. Τι έχει ακούσει κι αυτή η έρμη από συγγενείς και οι φίλους. Κι από δημοσιογράφους, αν είναι διάσημη. Ερωτήσεις γεμάτες κρυφοσαδιστικά υπονοούμενα, καλυμμένες με τον μανδύα ενός σοβαροφανούς προβληματισμού κι ενός δήθεν ενδιαφέροντος για το μέλλον του συνεντευξιαζόμενου προσώπου: «Το ότι η Μαρία Κάλλας δεν έκανε οικογένεια και πορεύτηκε ολομόναχη προς το τέλος είναι κάτι που σας τρομάζει;» ρώτησαν τη Μαρία Ναυπλιώτου που θα την υποδυθεί στο θέατρο σε λίγο καιρό. Θα της είχαν κάνει αυτή την ερώτηση αν είχε άντρα και παιδιά; Αμφιβάλλω.
Επίσης αμφιβάλλω αν θα είχαν κάνει παρόμοια ερώτηση σ’ έναν άνδρα ηθοποιό, που θα υποδυόταν έναν αρσενικό μοναχικό χαρακτήρα. Κι αν του την έκαναν, το ύφος της ερώτησης θα ήταν εντελώς διαφορετικό. Θα τον ρωτούσαν, πιθανότατα, αν σκέφτεται την ιδέα της οικογένειας ή αν είναι αμετανόητος εργένης, υπονοώντας ότι αν επιλέξει το δεύτερο, θα αντιμετωπίσει θαρραλέα τη συνειδητή επιλογή του, τη μοναχικότητα. Ενώ η γυναίκα, είναι σχεδόν δεδομένο ότι θα τρέμει που θα γεράσει μόνη.
ΥΓ. Η Μαρία Ναυπλιώτου έδωσε ωστόσο μια αφοπλιστική απάντηση, στην παρωχημένη δημοσιογραφική ερώτηση που δέχτηκε:
«Η Μαρία Κάλλας ήταν ολομόναχη από τη στιγμή που γεννήθηκε. Η μητέρα της περίμενε αγόρι και τις τέσσερις πρώτες μέρες μετά τον τοκετό αρνιόταν να δει το μωρό της. Το να μπορέσεις να συνειδητοποιήσεις ως ενήλικας αυτή την εγκατάλειψη, να τη θεραπεύσεις και να καταφέρεις να συμφιλιωθείς με τον εαυτό σου είναι άθλος – και προφανώς εκείνη δεν το κατάφερε. Η οικογένεια και τα παιδιά δεν είναι αντίδοτο στη βαθύτατη μοναξιά που μας κατατρέχει όλους – άλλους λιγότερο, άλλους περισσότερο. Η απάντηση βρίσκεται στη σύνδεση με τον εαυτό μας, στην αναγνώριση αυτού που είμαστε, το να είμαστε παρόντες σε ό,τι μας συμβαίνει. Η ίδια έλεγε: «Θέλω να είμαι η Μαρία, αλλά η Κάλλας δεν με αφήνει και πρέπει να υπερασπιστώ την αξιοπρέπειά της». Ήταν τρομακτικός ο διχασμός της. Αδιανόητη η μοναξιά της σε όλη της τη ζωή…»
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News