Υποτίθεται ότι το καινοτόμο ηλεκτρονικό εισιτήριο θεσπίστηκε στο Μετρό προκειμένου να παταχθεί, αν όχι να αφανιστεί, η φυλή των τζαμπατζήδων. Των ατόμων εκείνων που, είτε εξαιτίας της ανεργίας που τους δέρνει είτε της κουτοπονηριάς που τους διακρίνει, τείνουν να μετακινούνται με τις αστικές συγκοινωνίες σαν λαθρεπιβάτες.
Οπου υπάρχει ο νόμος όμως, υπάρχει και ο παράνομος. Μετά το πρώτο σοκ της μετάβασής μας στην ηλεκτρονική εποχή των μετακινήσεων λοιπόν, τώρα που πάνω-κάτω μάθαμε πώς λειτουργεί το συγκεκριμένο σύστημα, εμφανίστηκαν οι καλά διαβασμένοι τζαμπατζήδες.
Τα γυάλινα πορτάκια που ανοιγοκλείνουν επιτρέποντάς σου την είσοδο ή την έξοδο -φτάνει μόνο να είσαι εξοπλισμένος με εισιτήριο- είναι λιγότερο τρομακτικά από τις Συμπληγάδες της Οδύσσειας. Δεν κάνουν θόρυβο, δεν είναι απότομα, και το σημαντικότερο: αφήνουν μερικά κρίσιμα δευτερόλεπτα περιθώριο, ώστε με ένα μόνο χτύπημα εισιτηρίου να έχει χρόνο να περάσει κι ένας λαθραίος επισκέπτης. Ενας συν ένας δώρο…
Είναι πλέον πολύ της μόδας να κολλάνε ακριβώς από πίσω σου άτομα κάθε ηλικίας για να περάσουν από τις πόρτες που ανοιγοκλείνουν, χωρίς εισιτήριο. Σχηματίζονται παράδοξα τρενάκια, τρελοί συνδυασμοί με άτομα φαινομενικά αταίριαστα. Η γιαγιά και ο skater, ο τεχνοκράτης και το κορίτσι με τα πράσινα μαλλιά, το μοντέλο και ο κοντούλης, ο ποδηλάτης και ο ζητιάνος. Ανθρωποι που μάλλον δεν έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους περνούν για μερικά κρίσιμα δευτερόλεπτα από την ίδια πύλη, σαν ένα πολύ καλά χορογραφημένο ντουέτο.
Νιώθεις ξαφνικά μία επίμονη σκιά από πίσω σου, και δεν είναι η δική σου. Είναι κάποιος που σου είναι εντελώς άγνωστος, αλλά έχει γίνει ένα με εσένα προκειμένου να περάσει στην αντίπερα όχθη με το δικό σου εισιτήριο. Σε κάποιους κερνάς μία μετακίνηση με το Μετρό και σε κάποιους άλλους την ελευθερία τους, την έξοδό τους από εκεί μέσα και την επάνοδό τους στον έξω κόσμο.
Σε χρησιμοποιούν και σε πετούν σαν στυμμένη λεμονόκουπα. Ούτε ένα «ευχαριστώ πολύ» ούτε ένα «χάρηκα για τη συνεργασία» ούτε ένα «να το επαναλάβουμε κάποια στιγμή» ούτε ένα «ραντεβού αύριο την ίδια ώρα». Οπως ξαφνικά μπήκαν στη ζωή σου, έτσι ξαφνικά βγαίνουν από αυτήν.
Οι τζαμπατζήδες διαλέγουν προσεκτικά τους «συνεπιβάτες» τους. Προτιμούν συνήθως γυναίκες ή ηλικιωμένους, σκεπτόμενοι ίσως ότι αν επιχειρήσουν να κάνουν κάτι αντίστοιχο σε κάποιον πιο ψωμωμένο, ή φαινομενικά ευέξαπτο άνδρα, θα βρουν τον μπελά τους. Σε διαλέγουν λοιπόν μέσα στο πλήθος κι εσύ τότε νιώθεις ότι είσαι ο εκλεκτός. Εμπνέεις εμπιστοσύνη; Δείχνεις άνθρωπος με συμπόνια; Ή απλώς είσαι τόσο αφοσιωμένος στο κινητό σου, που ακόμη και το ίδιο το εισιτήριο να σου άρπαζαν από το χέρι δεν θα έπαιρνες χαμπάρι;
Η πρώτη μου εμπειρία ήταν με μία μικροκαμωμένη γιαγιούλα. Την είδα με την άκρη του ματιού μου να έχει σχεδόν κολλήσει πίσω μου, με δήθεν αδιάφορο ύφος. Πέρασε μαζί μου όπως ακριβώς σχεδίαζε και έγινε καπνός.
Στη συνέχεια ακολούθησαν πολλοί και διάφοροι. Αγόρια στην εφηβεία, από αυτά που μιλάνε στη διαπασών όλη την ώρα. Κορίτσια με μακριά μαλλιά και σκουλαρίκια στη μύτη, που θα έπαιρνα όρκο ότι σπουδάζουν σε κάποια δραματική σχολή. Νέοι, γέροι, άνδρες, γυναίκες κι ένα σκυλάκι που το έσερνε μαζί του ένας συμπαθής τζαμπατζής.
«Θα έρθω μαζί σου» άκουσα μία μέρα σε ένα βαγόνι να λέει μία κοπέλα στην κολλητή της, ανακοινώνοντάς της ότι δεν είχε προλάβει να βγάλει εισιτήριο. «Μπήκα ξοπίσω από μία κυρία και τώρα θα βγω μαζί σου…»
Σε κάποιους πιο κομβικούς σταθμούς, υπάρχουν κάποιοι υπάλληλοι που επιτηρούν προκειμένου να πιάσουν τους τζαμπατζήδες. Αλλά είναι τόσος πολύς ο κόσμος και τόσο λίγες οι είσοδοι και οι έξοδοι, που πρέπει να έχεις αετίσιο μάτι για να τους εντοπίσεις, ειδικά σε ώρες αιχμής.
Πώς το είχε γράψει ο Αντώνης Σαμαράκης; «Ποτέ άλλοτε οι στέγες των σπιτιών των ανθρώπων δεν ήταν τόσο κοντά ή μία στην άλλη, όσο είναι σήμερα. Και ποτέ άλλοτε οι καρδιές των ανθρώπων δεν ήταν τόσο μακριά η μία από την άλλη, όσο είναι σήμερα». Σε μία πόλη όπου αγριεύεις μόνο και μόνο αν κάποιος σε ακουμπήσει κατά λάθος, δέχεσαι να πλησιάσεις τον άλλο μόνο από ανάγκη. Και μόνο για πολύ λίγο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News