Ακόμη και αν ρευστοποιoύσαμε περιουσιακά στοιχεία της Ελλάδας, δεν θα καταφέρναμε να αποπληρώσουμε το χρέος και τις άλλες υποχρεώσεις της χώρας. Αυτήν την -τουλάχιστον ανησυχητική- εκτίμηση για τις προοπτικές της οικονομίας και της χώρας μετά την κρίση κάνει το ΔΝΤ στην εξαμηνιαία έκθεσή του.
Το Ταμείο επιχειρεί να καταρτίσει αναλυτικούς ισολογισμούς για τον δημόσιο πλούτο δεκάδων χωρών, πηγαίνοντας πέρα από τις βασικές μετρήσεις για το έλλειμμα του προϋπολογισμού ή το χρέος.
Στα περιουσιακά στοιχεία της Ελλάδας περιλαμβάνει μετοχές, υποδομές, κτίρια, οικόπεδα, δάνεια του κράτους προς τρίτους.
Το ΔΝΤ δεν προσμετρά στα περιουσιακά στοιχεία τους φυσικούς πόρους, όπως τον ορυκτό πλούτο. Επίσης δεν συνυπολογίζει στις υποχρεώσεις τις δαπάνες για συντάξεις δημοσίων υπαλλήλων, που είναι ένα από τα μεγαλύτερα ετήσια έξοδα στις ανεπτυγμένες χώρες.
Οι υπολογισμοί του Ταμείου δείχνουν λοιπόν ότι το 2016 αυτά είχαν αξία ίση με περίπου το 80% του ΑΕΠ. Το ήμισυ του ενεργητικού της Ελλάδας ήταν μη χρηματοπιστωτικό, δηλαδή δεν είναι άμεσα ρευστοποιήσιμο σε περίπτωση ανάγκης.
Απέναντι σε αυτά οι υποχρεώσεις της Ελλάδας περιλαμβάνουν ανεξόφλητα ομόλογα και έντοκα γραμμάτια, πληρωμές προς ιδιώτες και εγγυήσεις του Δημοσίου. Αυτά ισοδυναμούν με το 190% του ΑΕΠ.
Ο ισολογισμός δείχνει ότι σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης το περιουσιολόγιο της Ελλάδας ήταν αρνητικό κατά 111% του ΑΕΠ, τοποθετώντας την Ελλάδα στην χειρότερη θέση ανάμεσα στις 69 χώρες που εξετάστηκαν από τους οικονομολόγους του Ταμείου. Η παγκόσμια κρίση επιδείνωσε τους ισολογισμούς πολλών χωρών, σημειώνει το ΔΝΤ.
Το Ταμείο επισημαίνει ότι η ισχύς αυτού του ισολογισμού έχει σημαντικό ρόλο τόσο στον καθορισμό του κόστους δανεισμού όσο και στην ανάκαμψη μετά από περιόδους ύφεσης. Αυτό σημαίνει πως η θέση αδυναμίας στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα μπορεί να δυσκολέψει την επάνοδο στις αγορές και να καθυστερήσει την αύξηση των δημόσιων δαπανών.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News